ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ
Μπάρμπα Ζάχος, μπάρμπα
– Παν, κύριος Κούρος, Βουκόλος και Σια.
Γράφει και σχεδιάζει ο ΜΙΝΩΣ
ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ
(Σεπτέμβριος 1961)
Πέτρα και μαρτύριο από την μια, χαρά
και χορός από την άλλη. Αυτά τα δυο ποτήρια πίνουν οι χωριάτες από τους
σημερινούς Δελφούς. Το πρώτο γεμάτο χώμα, το δεύτερο γεμάτο κόκκινο κρασί. Ας
πιούμε κι απ’ τα δυο.
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ
ΜΠΑΡΜΠΑ – ΖΑΧΟΥ
Κάθε βράδυ, που αλλού, στην ταβέρνα
της Ασημούλας. Μέσα κουτσοπίνουνε δυο – τρείς τσοπαναραίοι. Αξύριστοι, ιδρωμένοι,
βασανισμένοι μιλάνε για τις προβατίνες τους. Η τραγιάσκα του μοιανού από την
λίγδα ξεροκοκκάλιασε και μοιάζει με κέρατο τράγου, και το μαλλί του αλλουνού
από την σκόνη και τον αέρα πέτρωσε και μοιάζει με τραγιάσκα…
Πίνουνε, τα ξαναγεμίζουνε, μετράνε τα
πρόβατα, μαλώνουνε, τα σπάνε, τα ξεχνάνε, τα ξαναμετράνε, λογαριασμό δε
βρίσκουνε, τα γράφουνε στα παλιά τους τα τσαρούχια, και το ρίχνουνε έξω.
Ξαφνικά μπαίνει μέσα ο μπάρμπα –
Ζάχος. Ένας καλοθρεμμένος άντρακλας – τράγος, με άσπρα γένια, αλλά Χεμινγκουαίη,
καμιά εξηνταπενταριά χρονών. Μάζευε χόρτα, τον έκαψε ο ήλιος, ήρθε να ξαποστάση.
Κάθισε παρέα, ήπιε μονοκοπανιάς ένα κιλό κρασί.