Αραχωβίτες στην παλιά αγορά το 1896.
(Συλλογή Λ. Παπαλεξανδρή)
Σπάνια γκραβούρα από Γαλλικό
περιοδικό.
|
(Χριστουγεννιάτικη ιστορία)
Είμαι μονάχος μου τώρα. Περπατώ σε
δρόμο, που πρώτος εγώ ανοίγω, καθότι η λευκή του Βορρά Κόρη είναι εξαπλωμένη
επί των καλτεριμοστρωμένων οδών της Αράχωβας. Είμαι μετανοημένος διότι αφήκα
την νόστιμη συντροφιά του κυρ Γιάννη και της κυρά Γιάννενας, οι οποίοι από τα
Χριστούγεννα μ’ είχαν καλεσμένον, χριστιανικώς γιορτάζοντες, αφού μάλιστα
είχανε και Χρήστο, τους υποσχέθηκα να συμφάμε ύστερα από έξη ημέρας, την
παραμονή του Αγ.Βασίλη, που είναι σήμερα, και να τα κάψουμε και λιγάκι για την
καλή χρονιά.
Αλήθεια, καλή συντροφιά, κλεισμένοι
μέσα μ’ όλα τ’ αγαθά μας, με δυο τρείς άλλους από τις οκτώ το βράδυ, απάνω σε
χειμωνιάτικη φωτιά και δίπλα με δυο τρείς χιλιάρικες μποτίλιες, με μαύρο
αραχωβίτικο, που θέλουν να το λέγουν αθάνατο διότι απ’ αυτό έπιναν και αι
αθάνατοι του Παρνασσού Μούσαι, δεν εκαταλάβαμε πότε ο λευκογέννης είχε στείλει
την κόρη του να μας επισκεφθεί. Είναι δωδεκάτη τα μεσάνυκτα, η ώρα η δαιμονισμένη.