Του Στέργιου Μπακολουκά
Ο Αλωνάρης είχε μεσιάσει και οι φακές, χειράδες - χειράδες,
ήταν απλωμένες στα στρογγυλά πέτρινα
αλώνια έξω από κάθε καλύβι για να λιαστούν, να ξεραθούν και να τις πατήσουν τα
ζα.
Ύστερα, οι χωριάτες αφού θα τις λίχνιζαν με τις ελαφριές,
μεγάλες ξύλινες πιρούνες, θα μάζευαν τον καρπό τους και θα τον αποθήκευαν σε
σκιερό και δροσερό μέρος, για να τον καταναλώσουν το δύσκολο χειμώνα, που σε τούτα δω τα μέρη πάντα έπεφτε βαρύς.
Ήταν
και άλλα γεννήματα απλωμένα γύρω από τα πετρωτά, περιμένοντας να πάρουν τη
σειρά τους, για ν’ αλωνιστούν: ρεβίθια, λαθούρια
και ρόβη.
Τ’ άχυρα για τα φάκνα των ζώων, είχαν δεθεί ήδη σε μπάλες με τα
κασόνια - καλούπια και ήταν ποστιασμένες μέσα στα καλύβια μαζί με το τριφύλλι. Όσες δεν χώραγαν στο εσωτερικό
τους, οι ζευγίτες τις είχαν τακτοποιημένες και σκεπασμένες καλά στο πίσω
μέρος των χαμόσπιτων, ασφαλισμένες, όμως, από τη βροχή.
Μπροστά απ’ το μικρό οικισμό, με τα
πέτρινα χαμηλά σπιτάκια, τα καλύβια, απλωνόταν ο κάμπος του οροπέδιου. Ωχροκίτρινος
ύστερα από το θερισμό των σπαρτών, γυμνός και μουδιασμένος, λαγοκοιμόταν κάτω από το καυτό πλατύγυρο καπέλο
τ’ ουρανού.
Απ’ τα ριζά των βουνών τριγύρω, κάθε
πρωί πριν βγει ο ήλιος και τ’ απόγευμα
μετά που έπεφταν τ’ απόσκια, σιγά - σιγά άρχιζαν να βοσκάνε τον τόπο, τα πρώτα
κοπάδια από τα γιδοπρόβατα που είχαν κατεβεί από τον Παρνασσό.