Του Στέργιου Μπακολουκά
Το πέτρινο δίπατο χωριατόσπιτο που
μεγάλωσε, δεν διέφερε σε τίποτα απ’ τ’ άλλα σπίτια του χωριού, με τα μεγάλα
παράθυρα, τα μικρά μπαλκόνια και τις ακόμα ποιο μικρές αυλές. Το πάτωμα των
δωματίων του σπιτιού ήταν ξύλινο.
Αρχαίες φαρδιές, μακριές, πλανισμένες τάβλες,
καρφωμένες η μια δίπλα στη άλλη, πάνω σε ειδικά θεόρατα ταμπάνια (μεγάλα καδρόνια) στηριγμένα στους
πλαϊνούς κυκλώπειους τοίχους,
κάλυπταν όλο το χώρο.
Το χειμώνα αυτά τα σανίδια ήταν σκεπασμένα από διαφόρων ειδών, χρωμάτων
και μεγεθών στρωσίδια, κάνοντας το σπίτι
ζεστό, πνίγοντας τους θορύβους και καλύπτοντας τα κενά που είχαν δημιουργηθεί από
την πολυκαιρία.
Όλα τα σπίτια του Χωριού ήταν παρόμοια. Όταν όμως μετά τη Λαμπρή οι
γυναίκες τα ξέστρωναν, αποκαλυπτόταν η φθορά που είχε επιβάλει ο χρόνος σ’ αυτά με
την υπομονή του. Ξέσκεπα πλέον, θύμιζαν
τον πληγιασμένο γάιδαρο που οι πληγές
του γίνονται φανερές μονάχα αφού του βγάλεις το σαμάρι. Όμως, λες και ξύπναγαν από χειμερία νάρκη, άρχιζαν να μουρμουρίζουν
παραπονιάρικα σιγοτράγουδα, όταν
πατώντας τα, έτριζαν με αλλιώτικο ήχο η κάθε τους σανίδα, δημιουργώντας
αρμονική …..συγχορδία. Μπορούσες έτσι να ξεχωρίσεις την ταυτότητα αυτών που έμπαιναν στο σπίτι, δικών, συγγενών και γειτόνων, μόνο από τον κρότο της
πατημασιάς τους.