Ἀράχωβα (Ἔκτακτος
ἀνταπόκρισις). Ἡ πόλις, ἡ ὁποία κατέχει τὸ δυτικόν ἄκρον τῆς Ἀττικοβοιωτίας
ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ ἀναπνέῃ τὴν αὔραν
τοῦ Παρνασσοῦ εἰς ὕψος χιλίων μέτρων ὑπέρ τὴν θάλασσαν. Ἐάν μάλιστα οἱ
ὑπερχίλιαι αὐτῆς οἰκίαι δὲν ἦσαν τόσον πυκνά κατασκευασμέναι, ἡ Ἀράχωβα θὰ ἦτο
ἀληθής Ἑλβετική πόλις γραφικῶς περιχαρακωμένη ὑπό λοφοσειρῶν τοῦ Παρνασσοῦ, ὧν
ὁ χρωματισμός ποικίλλει, ἀλλοῦ μὲν παρατηρουμένης δασώδους ἐξ ἐλάτων ἐκτάσεως
καὶ μελανῆς ἐκ τῆς πυκνότητος τῶν δένδρων, ἀλλαχόθι δὲ διά μιᾶς πρασινάδας καὶ
ἀλλοῦ καταστίκτου ὑπό στιβάδων ζωηρῶν ἐκ συμπεπυκνωμένης χιόνος.
Βλέπει τις κατά τὸν περίπατόν του ἀπειρίαν
λόφων ἐκ πρασινωπῶν ἀμπελώνων γραφικωτάτων καὶ ἐκτεταμένων ἐνιαχοῦ
διακοπτομένων ὑπό λευκαζόντων ἀγρῶν, ὥστε τὸ πᾶν νὰ ἐμφαίνῃ ἕνα παμμέγιστον
τάπητα πολυτελέστατον καὶ θαυμαστὸν, ὅν ὑποστηρίζει ἀπέραντος ἐλαιών
διαυλακούμενος ὑπό χαραδρῶν. καὶ ὑδάτων, ἅτινα στολίζουσι τὴν ὅλην περιφέρειαν
κατά τρόπον ἀληθῶς μαγευτικόν.
Εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος τῆς πόλεως ὀρθοῦται
ὑπερήφανος καὶ μεγαλοπρεπής ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου - διά τὴν μνήμην τοῦ
ὁποίου ἡ πόλις ὁλόκληρος θυσιάζει κατ’ ἔτος ἀμνούς ὀβελίας καθ’ ὁμάδας
ψηνομένους κατά παλαιοτάτην συνήθειαν.
Συρρέει πλῆθος ὁλόκληρον ξένων πάσης
προελεύσεως φιλοξενούμενον ὑπό τῶν Ἀραχωβιτῶν, οἵτινες ἀνοίγουσι διάπλατα τὰς
οἰκίας των, ἀλλά καὶ συγχρόνως τὰ οἰνοβάρελα
αὐτῶν, ὥστε νὰ ὑπερχειλίζῃ ἡ φιλοξενία καὶ ἡ αἰσθηματολογία τῆς Ἀραχώβης ἀκμαία καὶ ζωηρά πάντοτε.