Της Άλτα Φίλου-Πατσαντάρα
Κεφαλαστέρω την φώναζαν όλοι στη γειτονιά και ποτέ με το βαφτιστικό της,
Αστέρω, σκέτο. Ήταν η γυναίκα του μπάρμπα-Σταύρου, πρώτου ξαδέρφου του παππού
μου από τον πατέρα μου μεριά. Ψηλή και γεμάτη, με καλοσυνάτο πρόσωπο και
βροντερή φωνή, που την άκουγε όλη η γειτονιά, η πέρα και η δώθε, όταν μιλούσε.
Φαντάζομαι, τι ομορφογύναικα θα ήταν στα νιάτα της. Το τσεμπέρι στο κεφάλι
της πάντα με τη σωστή τσάκιση και η
φούστα της καλοσιδερωμένη. Αρχόντισσα στο παρουσιαστικό και στη συμπεριφορά της.
Δεν είχε ομπασιά το σπίτι της
από μας, από την Κουμούλα μεριά. Η αυλόπορτα με την είσοδο του σπιτιού,
έβλεπε σε ένα σοκάκι που άρχιζε από την πλατεία της Λάκκας, όχι αυτή με τα
καφενεία, αλλά την Κάτω Λάκκα, όπως την λέγαμε. Από το μπαλκόνι του σπιτιού μας
έβλεπα το δικό της μπαλκονάκι που ήταν και η είσοδος του επάνω ορόφου.
Τ΄Αι-Θανασού, που γιόρταζε ο γιός της, έκανα χάζι από την μπαλκονόπορτα την
δική μας, να βλέπω να περνάει όλο το χωριό για το καρυδάτο της, που το
παινευόταν. Αυτό ήταν δική της δουλειά. Γιατί όταν ο γιός της παντρεύτηκε και
άνοιξε δικό του σπίτι, η θειάΑστέρω με τον μπάρμπα Σταύρο περιορίστηκαν στο
κατώι, για να έχουν επάνω «οι νιοί την άπλα τους», όπως πληροφόρησε τις
γειτόνισσες από το φράχτη του περιβολιού της, γιατί έτσι μόνο έπαιρνε μέρος στα
δρώμενα της από δω γειτονιάς. Ποτέ δεν την θυμάμαι να κάθεται στο κοσούλτο μας.