Ἀπό τὸ Κλεινόν Ἄστυ εἰς τὴν Ἀνεμώρειαν ἤ Ἀράχωβαν! Δηλαδή εἰς ὕψος 4.000 περίπου ποδῶν ἄνω τῆς θαλάσσης. Μὲ τὸν Παρνασσόν ἄνωθι τῆς κεφαλῆς μου ὡς φρεσκοασβεστωμένον μὲ τὰς παντοτεινάς χιόνας του. Μὲ τὴν φαλακράν Κίρφην ἀντίκρυ μου τὴν σήμερον Ξηροβούνι, Σουμαλές, Ραγκαβᾶς, Τσίμενα, Κισφινιώτικο βουνό καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἄλλως λεγομένην. Μὲ τὸν Κατοπτήριον χῶρον πλησίον μου, τὸν ὁποῖον ὁ Πίνδαρος ἀποκαλεῖ: «Οὔρειάς τε σκοπιάς θεῶν, νιφοβόλον τ’ ὄρος ἱερόν», ἀφ’ ὅπου κατασκοπεύων ὁ Ἀπόλλων κατετόξευσε τὸν δράκοντα. Μὲ βουνά τέλος δεξιᾷ, ἀριστερᾷ, ἄνωθι - κάτωθι, βουνά πανύψηλα, μεγαλοπρεπῆ, μυστηριώδη, φαντασμαγορικά, χάρις εἰς τοὺς μύθους καὶ τὴν ἱστορίαν τὴν Ἑλληνικήν. Καὶ μὲ νερά, ὦ λυσσαμένοι Ἀθηναῖοι, ἀναπηδῶντα ἀπό κάθε βράχο εἰς πᾶν βῆμα, κελαρύζοντα εἰς «ἀργυροειδεῖς δίνας, καθαραῖς δὲ δρόσοις» ψυχρότερα πολύ ἀπό τὰ παγωμένα τοῦ Γιαννάκη, τοῦ Ρήγου ἤ τοῦ Ζαχαράτου σας.