Σελίδες

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

4. Λαγός Στιφάτο!

  

Του Στέργιου Μπακολουκά

     Ο ένας από τους δυό μικρούς λαγούς που πιάστηκαν στα τριφύλλια  το καλοκαίρι που πέρασε, μεγάλωνε στον μαντρωμένο χώρο της αυλής, θεριεύοντας μέρα με την μέρα.
     Είχε γίνει σαν μπέλοχας (ψηλός, ρωμαλαίος, υπερμεγέθης, θηριώδης) από την καλοπέραση!
     Έτρωγε ό,τι χορταρικό του έριχναν, από φρέσκο ή ξερό τριφύλλι μέχρι μαρουλόφυλλα! και από λαχανίδες, χόρτα, καρότα και ραδίκια του περιβολιού μέχρι καρπούς, σιτάρι, κριθάρι και βρόμη, πίνοντας φρέσκο νερό και κόβοντας τις βόλτες του, πριν αράξει αγέρωχος στη μουλάγα του(κρυψώνα, φωλιά) στην μέσα πάντα του ευρύχωρου κλουβιού.  Είχε μείνει μοναχός του σ’ αυτό πλέον, μετά το …ξεπάτωμα από τον ίδιο, του …συγκάτοικού του, χοντραίνοντας συνεχώς, σύμφωνα με το  πλουσιοπάροχο  σιτηρέσιο που του παρείχαν.
     Τον πρόσεχαν και τον έτρεφαν κάνοντάς τον σωστό μανάρι!
     Το άγριο ένστικτό του όμως δεν τον άφηνε να εξοικειωθεί με τους νεαρούς που τον φρόντιζαν.  Πάντα το μάτι του το είχε στη δραπέτευση από το κλουβί, ιδιαίτερα την ώρα που του το καθάριζαν.     
     Μάταια όμως, διότι ‘‘είχαν γνώσιν οι ….φύλακες’’!

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Αράχοβα ! Πρόλογος!

 


Του Στέργιου Μπακολουκά

             Καλώς ήρθες, ταξιδιώτη, στην Αράχοβα! Να είσαι σίγουρος ότι γι’ αυτή σου την επίσκεψη δεν θα το μετανιώσεις, διότι τούτος εδώ ο τόπος είναι διαβατάρης στους αιώνες, γεμάτος ιστορία, ομορφιές κι εκπλήξεις. Είναι μια ολόκληρη περιοχή, που έχει ανθρώπους τίμιους, εργατικούς, φιλόξενους και συγχρόνως τραχείς!

Τους κατοίκους,  ο τόπος τους έφτιαξε μοναχός του. Τα καταράχια που κατρακύλησαν απ’ τη Λιάκουρα, ύστερα από τον κατακλυσμό του Γενάρχη Έλληνα και πλούμισαν την ποδιά του Πετρίτη, γενήκαν άνθρωποι. Αυτοί, αμέσως μόλις στάθηκαν στα πόδια τους και θέριεψαν, πήραν την πρώτη  ύλη απ’ τα ίδια κοτρόνια κι  έχτισαν το χωριό τους. Τούτα τα βράχια που είναι γιομάτες οι γκρεμνίλες ολόγυρα, έγιναν θεμέλια, πυτιά, ασβέστης και τσατμάδες ώστε να στεριωθούν  τα σπίτια των κατοίκων του. Τ’ αράδιασαν  το ένα πάνω στ’ άλλο, στην άκρη απ’ το  βυζί του βράχου, φτιάχνοντας εστίες που  μοιάζουν με κυψέλη σμαριού μελισσών, έτοιμο να πάρει φτερό και να ξαπετάξει  πέρα στον ορίζοντα για να γεννήσει άλλες πολιτείες. 

Έχει ανθρώπους έξυπνους και ευχάριστους τούτο το Χωριό, τεχνίτες και δουλευτάδες, που ξέρουν να φτιάχνουν, να σκέφτονται, να πίνουν και να γλεντούν.

Απ’ τη μια  ο ουρανός με τις πολλές αποχρώσεις του μπλε κατά το άπλωμα της μέρας, του πορτοκαλί και του κόκκινου στα στερνά της, όταν ο ήλιος βασιλεύει, κι από την άλλη το γκρι, το μολυβί, το πράσινο  ανοιχτό και σκούρο, πότε σκοτεινά και πότε χαρούμενα, να κρέμονται ανάρριχτα  στις πλάτες του γέρο Παρνασσού, που την προστατεύει στέκοντας από πάνω της, αιώνιος φρουρός κι ακάματος φύλακας.