Τ Ο Κ Α Λ Ο
Β Ι Β Λ Ι Ο !
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Με την άνοιξη στα μάτια, πάγαινα σπουδάζοντας
το πρόσωπο του Κόσμου μεσ’απ’ τα βιβλία.
Στην κάμαρί
μου τη μικρή πέρασα μυστικά όλα τα σκολειά και τους πολέμους, γένιασε με τους καιρούς
το πρόσωπό μου κι ασπάστηκα τη ζωή από τα μέσα προς τα έξω.
Κι ήταν ο
δρόμος μου στ’ αλήθεια δύσκολος, στενός, τι το όνειρο ήταν της καρδιάς, μα η
αλήθεια της ζωής.
Και έτσι
τράβηξα τη ζωή μου ανάμεσα σε Γουτεμβέργηδες και γραφιάδες, στην παραμυθωσύνη
και στην ευλογημένη στράτα του ψωμιού.
Ώσπου άκουσα τώρα στα στερνά μου : «Οι
Έλληνες πως δεν διαβάζουν πλέον».
Στο «χαζοκούτι»
το είπανε. Δεν τους πίστεψα. «Τα παραλένε», συλλογίστηκα.
«Δε γίνετε
οι Έλληνες να μην διαβάζουν».
Κι όμως…. «Έκλεισε
το ιστορικό βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ», είπανε στο κατόπι. «Ύστερα από 126 χρόνια
λειτουργίας».
Ο Γουτεμβέργης
του Παπαδιαμάντη, του Καραγάτση, του Περάνθη, του Μυριβήλη, του Σταμέλου και
άλλων, έκλεισε.
Αυτός που με
τα ειδικά αφιερώματα της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ, στο Βαλαωρίτη, στο Μαβίλη, στον Ψυχάρη
και σε άλλους, φώτισε τη γλώσσα μας σε μια εποχή που όλα μονοσωριάζονταν με
φράγκικα, ξενόφερτα λιμπίσματα.
Και τράβηξε
την κουβέντα η μικρή συντροφιά που κουβέντιαζε στο «χαζοκούτι», στα αίτια, στις
μαντεψιές.
«Έκλεισε
γιατί πολλές οι έγνοιες, τα χαράτσια, η φτώχεια που μας δέρνει και πώς να
μερέψει ο νούς και να στρωθεί στο διάβασμα», είπενε ο πρώτος.
Ο δεύτερος
έδωσε γνώμη πως : «Αλλαξοστρατίσαμε ολότελα».
Κι ο τρίτος
είπενε πως : «Φταίει η επιστήμη που μετασχηματίστηκε σε τεχνολογία κι έβγαλε τους
υπολογιστές που πάγωσαν τη μιλιά και τα πουλιά, στα χείλια των γραμματοδασκάλων
μας».
Κι η αφεντιά
μου τους άκουγε και συλλογιούνταν, ταξίδευε, σε άλλες παρόμοιες εποχές.
‘Κει γύρω
στα 1949-’55.
Και τότενες
μια «επανάσταση» ερχόταν. Μια «επανάσταση», οικονομική και σεξουαλική με
αλλαγές κι αυτή, με ανακατωσούρες, με φτώχεια, κακομοιριά και πόνο από τους δυό
πολέμους και το ψωμί λειψό, τα όνειρα φτωχά και η γενιά μου στο μικρό μας το
χωριό, αναθυμάμε, πασπαλισμένη με γκρίζο θάμπος, με πείσμα όμως κι απαντοχή
οπλισμένη στην καρδιά, καταγινόταν με τα γιδοπρόβατα, τ’ αμπέλια, τα χωράφια,
το σκολειό, τα γράμματα κι έβρισκε πάντα χρόνο να ξεσκονίσει των «τρελλώνε» τα
γραφτά.
Ανασκαλεύαμε,
θυμάμαι, τον Καζατζάκη, τον Βάρναλη, τον μπάρμπα Γιάννη τον Σκαρίμπα κι όσο και
γεννοσπόριαζε το φεγγί μας, ψαλμούδιζε στα σωψυχά μας η ελπίδα, ξεμανταλώναμε τις
πόρτες στους πλούσιους, πνευματικούς χτημιώνες του Παλαμά, του Σεφέρη και στα
πειθαρχημένα σονέτα του Μαβίλη, του Ουράνη.
Απογυρεύαμε το καλό βιβλίο, με τ’ «Ανοιχτό
μυαλό».
Κι αναθυμάμε
τη γλύκα, την πρεμούρα σ’ αυτήν την αναζήτηση.
Μπρός στα
βιβλιοπωλεία, τα μάτια μας πουλιά.
Οι μαντεψιές
μας… στο ξώφυλλο… στον τίτλο.
Στ’ όνομα
του ξενομερίτη ή του Έλληνα γραφιά.
Στου
γραμματοδασκάλου μας την ορμήνεια… στα λόγια του βιβλιοπώλη.
Στου
πισώφυλλου τα κοντοσυλλαβίσματα… και στην τιμή.
Όλα, μα όλα
τότενες, συνταίριαζαν μια ιεροτελεστία μαγική.
Και στο
κατόπι η πρώτη γνωριμιά με το στρατάρισμα των ματιών μας στις λέξεις και στις φράσεις.
Στου μελανιού και στου χαρτιού τη γλυκαναθρεμένη μυρουδιά. Στην επαφή, στο
άγγιγμα, στο γύρισμα των φύλλων και στου γραφτού την εσωτερική του ζεστασιά,
που κουμαντάριζε τον ψυχικό μας κόσμο κι αυτή μας ακόμα την ανασαιμιά.
Κι ήταν
φορές που τα νοήματα δεν τα νογούσε ο νούς μας.
Τα χώραγε όμως
η καρδιά μας που πάντα παλλόμενη, δονούμενη, με συναισθηματισμό, ελπίδα και αγάπη,
πίστευε στον ΚΟΣΜΟ, στα ΠΡΑΜΑΤΑ και στους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
Τώρα, σήμερα, δεν ξέρω αν τα γραφτά σ’
έναν υπολογιστή αποπνέουν αυτή την εσωτερική του βιβλίου ζεστασιά.
Δε θα μπω όμως
και δε θα στραταρίσω σ’ αυτό το ηλεκτρονικό στρατί.
Θα κλείσω το
γραφτό μου λέγοντας, αυτό που καταστάλαξε στο ταπεινό μου το φεγγί.
Το ΚΑΛΟ
ΒΙΒΛΙΟ, είναι σαν το ανοιχτό μυαλό.
Μπορεί να σε
οδηγήσει στον ωραίο δρόμο της ζωής !