Διήγημα γραμμένο στο ΡΕΘΥΜΝΟ το 1994 και δημοσιευμένο στα
ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, έκδοση της ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ.
Τ Ο Κ Ο Ρ Ι Τ Σ Ι
Μ Ε Τ Α Κ Ρ Ι Ν Ο Λ Ι Ν Α
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
‘’Έπιασε’’
στην άκρη του λιμανιού ο ‘’πρίγκιπας του νότου’’. Στ’ αμπάρια του εμπορεύματα
και στο κατάστρωμα, ανθρώπινοι καημοί. Τρικάταρτος, ντυμένος στ’ άσπρα, με
‘’μάτια’’ ορθάνοιχτα στα πλευρά του και ναύτες με το χρώμα του αχάτι στο κορμί
τους.
Απ’ το κατάστρωμα, η ξύλινη σκάλα κινήθηκε κι ακούμπησε με βιασύνη στον
πέτρινο μώλο. Το χαμίνι έτρεξε και με σβέλτες κινήσεις τη σιγούρεψε στους
κρίκους. Και τότε ψηλά, στην κορυφή της, πνιγμένη στα κρινολίνα, ολόλευκη μεσ’
το δαντελωτό της φόρεμα, φάνηκε η ‘’νιότη του κόσμου’’! Η κόρη! Η αέρινη
φαντασίωση κάποιου τρελού ζωγράφου που άρχισε να κατεβαίνει με μικρά, δειλά
βηματάκια, λες και πήγαινε στο πρώτο της ραντεβού.
Ο Μανιός
κοίταζε συνεπαρμένος ετούτο το ανθρώπινο… τοπίο! Καρφωμένος στο παραθύρι του
καπηλειού, σκούπιζε το ξύγκι απ’ τα δάχτυλά του στην ποδιά πούχε ζωσμένη γύρω στη
μέση του και κράταγε την ανάσα του! Δίπλα του, πάνω στη φωτιά το τηγάνι τσίριζε
ψήνοντας τ’ αρνίσια συκώτια και πιο πέρα ο Πανάγος, στην άκρη του τραπεζιού
μισομεθυσμένος ούρλιαζε κοκκινίζοντας.
- Κάπελα
κράσι…
Στο διπλανό
τραπεζάκι, εκεί στη γωνιά, σιωπηλός, μαζεμένος μια χούφτα απ’ τα χρόνια και
τους λογισμούς, ένας άλλος πελάτης. Ο ‘’περαματάρης’’ της Σπιναλόγγας.
Περαστικός απ’ το Ρέθυμνο έπινε ήσυχα το κρασάκι του κοιτάζοντας το Μανιό πούχε
‘’αλλοφρονήσει’’.
Κάτι του αποκρίθηκε ο ταβερνιάρης μα δεν καλοκατάλαβε, γιατί απ’ έξω ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων που χαίρονταν με τον ερχομό του μπάρκου. Παιδιάστικα καμώματα του φαίνονταν ετούτες οι φωνές και οι χαρές του κόσμου, όμως ήξερε πως κάπως έτσι είναι τα πράγματα στη ζωή. Κάποιος που έφευγε… κάποιος που ερχόταν… Άλλος που έπαιρνε ειδήσεις… κι άλλος που κέρδιζε πολλά… όλοι είχαν κι από κάτι… Σαν τα ξύλα… Καθένα με το σαράκι του…
Κι αυτός είχε… Στον άλλο γυαλό. Στην αντίπερα… Στο νησί της Σπιναλόγγας.
Εκεί που οι άνθρωποι δεν φώναζαν και δεν γελούσαν με γέλια τρανταχτά… Μονάχα
ταξίδευαν με τα μάτια και που και που
ονειρεύονταν σιωπηλοί…
Είχαν κι εκείνοι μια κόρη… Μια κόρη που δεν ερωτεύτηκε ποτέ…
Δεν φόρεσε ποτέ κρινολίνα μήτε και φόρεμα λευκό… Κουρέλια των καιρών γύρω στο
κορμί της κι ένα τσίτι ξεφτισμένο κάλυπτε το πρόσωπό της… Μονάχα τα μάτια της
φαίνονταν… Δύο μάτια δεκαοχτώ χρονών γιομάτα απορία και σκούρο θάμπος…
Ήταν και η κυρά Μαρούσω… που σε λίγο ‘’θα ‘φευγε’’… Είχε
παραμεγαλώσει το ‘’σταφύλι’’ στο πρόσωπό της… Έβγαινε κάθε που ‘’περαματάρης’’
σίμωνε στο νησί για να της φέρει τρόφιμα και παραγγελιές κι από μακριά του
φώναζε…
-Εϊ
περαματάρη ζει ο άντρας μου στη χώρα; Περνάει καλά;
-Ζει
κι είναι καλά και πάντα σε μελετάει, της αποκρινόταν εκείνος.
Αυτό της έφτανε. Αυτό ακριβώς που άκουγε. Έστω κι αν ήταν
ψέμα. Της έδωνε ζωή.Κι ήξερε ο γέροντας και χαιρόταν με τη χαρά της…
Κι ήταν κι άλλοι πολλοί… Πολλοί σαν τις αχτίνες του ήλιου,
που κάθε σούρουπο βάφονταν κόκκινες… Ένας κόσμος που δοκιμάζονταν από Θεό κι
ανθρώπους…
Ένας κόσμος… ο κόσμος του ‘’περαματάρη’’ της Σπιναλόγγας’’
Ο κόσμος του…
Πόσο γρήγορα όμως πέρασε η ώρα… με τους παράξενους λογισμούς
του…
Σίγουρα στο νησί θα τον καρτερούσαν… Κατέβασε το ποτήρι του
και τράβηξε για το καΐκι του σιωπηλός.
Ο Μανιός – στο μεταξύ – ξάνοιξε την κοπελιά που κατέβαινε
αργά την ξύλινη καραβίσια σκάλα κι είχε χάσει τη μιλιά του. Τέτοια ομορφιά! Μα
τέτοια ομορφιά!
-Παναγιά
μου, ψέλλισε και σταυροκοπήθηκε!
Ξάφνου η οχλοβοή μεγάλωσε και του ‘κοψε τη σαστιμάρα του.
Κόσμος πιότερος άρχισε να μαζεύεται στο λιμάνι. Έτσι γινόταν πάντα όταν
πλεύριζε μπάρκο.
Απ ’το μικρό στενό αργοπερπάτησε η κυρά- Θεώνη η κεντήστρα.
Απ’ τα τσαγκαράδικα μαστόροι και καλφάδες. Φάνηκε κι η στρατιά των σαπουνάδων
κι από κοντά σκόρπιοι σινάμενοι και κουνάμενοι οι μόρτες και οι μορφονιοί του
λιμανιού.
Ο δάσκαλος, ο παπάς, ο Δήμαρχος κι οι αρχόντοι, ήρθαν
αργότερα, με το πάσο τους. Και πιο πάνω ο αφέντης τελωνοφύλακας! Του άρεσε
πάντα να φτάνει τελευταίος. Έτσι, για να κάνει το κομμάτι του. Τρέχαν οι
θελήματάρηδες ζερβά-δεξιά σαν το μελίσσι ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος
φωνάζοντας.
- Ανοίχτε.
Ανοίχτε να περάσει ο κυρ-Τελώνης !!
Κι εκείνος με την καλή στολή του και τα χρυσά κουμπιά ν’
αστράφτουν, περνούσε κορδωτός με μάτι καρφωμένο μακριά και μ’ ένα παράξενο
χαμόγελο στα χείλια του, απ’ αυτό που δίνει μονάχα η εξουσία. Κατευθυνόταν στην
ξύλινη σκάλα του πλοίου, τρίβοντας το μουστάκι του, ξερόβηχε κι ύστερα άρχιζε
τον έλεγχο.
- Χμ,
χμ, τι έχουμ’ εδώ; ρωτούσε με αυστηρό ύφος.
Αυτό ακριβώς έκαμε και στην κόρη μόλις πάτησε το πόδι της στο
πέτρινο λιμάνι.
Εκείνη τον κοίταζε παραξενεμένη μ’ ένα χαμόγελο στα ολόδροσα
χείλια της.
- Έχεις
κάτι να δηλώσεις; ρώτησε κοιτάζοντάς την στα μάτια.
Πίστευε πως τα μάτια ήταν ο καθρέφτης του ανθρώπινου
εσώψυχου. Ανάλογα με τη λάμψη τους, το παίξιμό τους, το σμίκρυμα ή το διάπλατο
άνοιγμά τους, του έδιναν να καταλάβει αν κάτι του έκρυβε ο άλλος. Και το
κατάφερνε καλά μ’ αυτές τις μαντεψιές. Αντιλαμβανόταν τους ψεύτες, τους
λαθρέμπορους και τους μικροπραματευτάδες της στιγμής.
Κοίταξε λοιπόν επίμονα την όμορφη κόρη και διάβασε την
αμηχανία στο βλέμμα της.
Η απόκριση όμως ήρθε άξαφνα και τον σάστισε. Μια φωνή σαν
κελάδημα πουλιού ακούστηκε απ’ το στόμα της.
- Μπαρντόν
μεσιέ
-‘’Ωχ’’ συλλογίστηκε. Τώρα κολλήσαμε.
Ήταν ξένη.
Της έκανε νόημα ν’ ανοίξει το βαλιτσάκι της.
Μονομιάς τα μάγουλά της βάφτηκαν τριανταφυλλιά από μια
ξαφνική κι άταχτη ριπή του αίματός της.
-Χμ,
χμ, μουρμούρισε ο τελώνης. Κάτι έκρυβε το πουλάκι μου.
Άπλωσε το χέρι του να πάρει το βαλιτσάκι της. Βιαστικά εκείνη
τόσφιξε με τρόμο στην αγκαλιά της.
Ο κόσμος – στο μεταξύ – είχε ζυγώσει. Είδε την κίνησή του,
τον τρόμο στα μάτια της και φουρκίστηκε! Τούτος ο ‘’βάρβαρος’’ όπου να’ ναι θα
θρυμμάτιζε εκείνο το μίσχο του λουλουδιού με τις άγαρμπες χειρονομίες του.
Αγανάκτηση ιερή τους κυρίεψε και χέρια απλώθηκαν! Χέρια που
γιόμισαν τον ουρανό και κράτησαν το ‘’βέβηλο’’ μέχρι να περάσει η κοπελιά.
Ύστερα, οχλοβοή ξέσπασε και σπρωξίματα εδώ κι εκεί λες και το κούτελο του
λιμανιού ταξίδεψε πάνω σε πελαγίσιο κύμα. Έτρεξαν ο παπάς, ο χωροφύλακας, ο
δάσκαλος να μερέψουν τον κόσμο που φώναζε, φώναζε κι ο τελωνοφύλακας και
ορυόταν…
Όμως η κοπελιά κατάφερε να περάσει ανάμεσά τους – πουλί
θαρρείς – τρομαγμένο με τις φτερούγες του σφιχτά κλεισμένες γύρω απ’ το βαλιτσάκι
της που άστραφτε λουστράτο, ολοκαίνουριο με τα κηρούτζινα κουμπώματά του.
Όταν ξάφνου μια φωνή έσκισε τον αέρα.
-Συντοπίτες.
Συντοπίτες, φίλοι μου, ηρεμείστε.
Σώπασαν όλοι μονομιάς. Μιλούσε ο γιατρός. Ο γιατρός που άλλος
πολύ, άλλος λίγο του χρωστούσαν την υγεία τους.
-Είναι
γνωστή μου η κοπελιά, συνεχισ’ εκείνος. Είναι η Γαλλίδα δασκάλα της κόρης μου.
Τότε τα χέρια χαλάρωσαν. Λύθηκαν και άφησαν λεύτερο τον
τελωνοφύλακα που πάσχιζε να σιάξει τη στραπατσαρισμένη στολή του.
Ο γιατρός χαμογέλασε σ’ όλους κι ύστερα πιάνοντας την εξαίσια
κόρη απ’ το μπράτσο και δίχως άλλη κουβέντα προχώρησε και χάθηκε στο μακρύ
στενό.
Η κόρη βαδίζοντας στο πλευρό του έσφιγγε το βαλιτσάκι της και
κοκκίνιζε κάθε τόσο. ‘’Μον ντιε’’ συλλογιζόταν. Παραλίγο εκείνος ο ‘’Μεσσάντ’’
να δει μπρός στα μάτια όλου του κόσμου τα μικρά δαντελωτά της εσώρουχα πούχε
στο βαλιτσάκι της… ‘’Ω μον ντιε τι ντροπή…’’
Καλύτερα όμως να μην το σκεφτόταν γιατί της ερχόταν
λιποθυμία…
Κούνησε το όμορφο κεφαλάκι της για να διώξει αυτή τη φοβερή
σκέψη και βάδισε σίγουρη κι ασφαλής στο πλευρό του γιατρού ενώ μακριά, στην
άκρη του ορίζοντα ακουγόταν το τσίριγμα του νερού καθώς ο ήλιος ολοκόκκινος
βυθιζόταν στο κορμί της Θάλασσας…