Σελίδες

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ


ΑΦΙΕΡΩΜΑ      
 Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Ευλογημένοι αυτοί που κατοικούνε στα βουνά.

Ψηλαγναντεύουνε τον Κόσμο κι όλα στα μάτια τους και στην καρδιά τους, ζυγιάζονται στο μπόι τους κι ας φαίνονται κάποια μεγάλα κι άλλα μικρά και ταπεινά.

Κάτω στο χέρομα η πολιτεία, τα παιχνιδιάρικα των δρόμων κορδελλάκια, οι εκκλησιές με αναβλεμματίσματα της Παναγιάς, τα πάρκα με τις γαρυφαλλιές και τα παιδιά, της θάλασσας το ασημένιο βάφτισμα, το μπάρκο που σφυράει τρεις φορές, η «μυρμηγκιά» στην αποβάθρα και τα ξοχόσπιτα στη ολοπράσινη και ήμερη απλοχωριά, με τα σκουφάκια τους τα κατακόκκινα, τους άσπρους λαιμοδέτες και στον αυλόγυρο γεννήματα και ζωντανά, σιγοσουρώνουνε στο λιόγερμα την καθιστάρικη ζωή τους.

 Κι ο ποιητής απάνω στα βουνά, χρυσαετός θαρρείς στο καραούλι, με μάτια ορθάνοιχτα τον Κόσμο να θωρεί και να φυλλομετρά, με στοίχους ήρεμους, γλυκούς, σαν κυματάκια σγουρής ακρογιαλιάς.

Όμως τι είναι τάχατες ο ποιητής ;

Χρυσαετός της μοναξιάς, φεγγί που «ξαστρατίζει», στόμα που τραγουδάει, ψυχή που πάλλεται και αχτιδίζει, σώμα-βωμός του έρωτα και της αγάπης, πόρτα ανοιχτή στο όνειρο, σκληρή γραφή πικρής αλήθειας, της γλώσσας σωτηρία και της Πατρίδας ταυτότητα και γνωριμία, η τάχατες αποσταμένος στρατοκόπος, που στραταρίζει στης τέχνης τις ανηφοριές !

Κι η ποίηση… Τι είναι η ποίηση ;

«Ο ποιητής αηδόνι, όμως αηδόνι μεταφυσικό. Μέσα στο στίχο λυτρώνομαι από ό,τι με πνίγει στη ζωή. Κερδίζω από την τέχνη, ό,τι χάνω από τα πράγματα.»
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

«Η ποίηση Θείο δώρο… αποστολή… δικαίωση στάσεως ζωής… Το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας.»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

«Η ποίηση… μια πράξη εμπιστοσύνης και ένας Θεός το ξέρει, αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση της εμπιστοσύνης…»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

«Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη να αποδοθεί η σιωπή… Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του και εκφράζεται μέσα από αυτόν.»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«Η αληθινή ποίηση δεν είναι ανακάλυψη μα αποκάλυψη… Οι ποιητές κοιμούνται σαν τους κλέφτες με το αυτί τεντωμένο στην άγνωστη λέξη.»
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

«Τα πράγματα σε έναν ποιητή γίνονται σχεδόν από μόνα τους. Μια και δεν βοήθησα τον Κόσμο με το νου, αποφάσισα, κάποιος αποφάσισε μέσα μου, να τον βοηθήσω με την καρδιά μου.
Κι ανακάλυψα πως η ποίηση ήταν ο μόνος τρόπος !»
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Κι όσο για την αφεντιά μου… πιστεύω πως η ποίηση είναι… Το να έχεις στα μέσα σου αυτό που λέμε «Ωραίο».
Να σε κουμαντάρει με ευαισθησία και ευγένεια ψυχής για τους ανθρώπους και τα πράματα και με Λόγο καθαρό να φτάνεις στην Αλήθεια.
Στην Αλήθεια πέρα και πάνω από την καθημερινότητα, που κάποιες φορές αλλοιώνει κι αυτό ακόμα το νόημα της ζωής.

Αυτά λοιπόν τα παραπάνω που πιστεύω σήμερα για την ποίηση, τα είχε τότενες ο συντοπίτης μου ποιητής ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ. Αλλά δεν τα καταλάβαινα. Όμως αγάλι-αγάλι με τα χρόνια διαβάζοντας, ξαναδιαβάζοντας και πάλι διαβάζοντας το βιβλίο του, καθώς γιομίζαν και λιγεύαν τα φεγγάρια και τα οκνά, τα εφηβικά κι απαίδευτα τα σωψυχά μου μπολιάζονταν με τέμπο απ’ τα γραφτά του, στη στράτα του Θεού, στον αγαθό του ποιητή τον χαραχτήρα και στην απροσμέτρητη φιλοπατρία του !

Σεμνός σαν άνθρωπος ο ποιητής, απλός, πάντα γιορτοφορεμένος και μετρημένος, θαμάζονταν για τον γλυκό του λόγο και το καλότροπο φέρσιμό του σε μικρούς και μεγάλους.
Στην ποίηση πρωτοεμφανίζεται στα 1910. Ποίημά του τετράστιχο,

«Προσευχή, επί εορτή θείου.

Στου Αγίου την εικόνα παραστάτης
αφήνω με τρεμούλα μια φωνή,
να ζήσει της ορφάνιας ο προστάτης
ο θείος Μαθουσάλας να γενή.»

Τα επόμενα γραφτά του στα 1921, φανερώνουν τον θαυμασμό του για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των ΕΛΛΗΝΩΝ και τους Υμνεί με τους παρακάτω στίχους.

«Επί τη καταλήψει του Εσκή Σεχήρ.

Τριγύρω του αγώνος του δεινού
ο θρίαμβος του Γένους όλου πλέκεται,
και στη χρυσή την πόρτα ΡΩΜΑΝΟΥ
μαρμαρωμένος ΡΗΓΑΣ στέκεται.»


Η ποίησή του δεν είναι για την μικροκαλοπέραση, τις ονειροφαντασιές, και τις υπαρξιακές ανησυχίες κι απορίες.
Θαμάζει την ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, την τέχνη και τον πολιτισμό της και Υμνεί το κάθε τι δικό της με ταπεινότητα αλλά και περηφάνεια.

«Εις το Μουσείο των Δελφών.

Στο θρυλικό Μουσείο των Δελφών
πέφτει αχόρταστο το μάτι.
με θαυμασμό υπέροχο κρυφόν
στο χάλκινο αμαξηλάτη.

Ω πόσο σαγηνεύεται ο νους
στης τέχνης τ’ αριστούργημα το ωραίο,
νομίζεις πως ψηλά στους ουρανούς,
μιλείς με το Φειδία τον αρχαίο.»

Η εμορφιά της υπεράνθρωπης κι ελεύθερης φύσης, τον εντυπωσιάζει, τον εκστασιάζει και της χαρίζει στίχους !

«Ανατολή στον Παρνασσό.

Στον Παρνασσό κοντά στη χαραυγή
τι θαύμα πανουράνιο γίνεται,
στις ώρες που αναπαύεται η Γη
ο βασιληάς ο Ήλιος ντύνεται.

Μοιάζει θαρρείς με σέλας φωτεινό
κι η πούλια ξεψυχάει αγνάντια του,
κυλώντας κατεβαίνει απ’ το βουνό
ρίχνοντας γύρω τα διαμάντια του.»

Ο ποιητής μας «κάνει τέχνη τη ζωή και τη ζωή του τέχνη», κι απλώνεται αγάλι-αγάλι και στον έρωτα που κάποιες στιγμές συγκλώναρα τον συγκλόνισε.

«Την ώρηα σου εικόνα.

Την ώρηα σου εικόνα την αφάνταστη
τη διαλεχτή σ’ αυτή τη φύση,
ο νους μου την εκράτησε αιχμάλωτη
και δεν μπορεί να την αφήσει.

Κι έτσι με τη μορφή σου την αιθέρια
σε ρέμβη, σε έκσταση θα πλέω,
κι ευτυχισμένος πάντα βρίσκομε
και μυστικό το έχω, δεν το λέω !»

Παίζει κάποιες φορές με το στίχο και τις ωραίες του χωριού μας.

«Εις λεύκωμα δεσποινίδος.

Όταν ο ήλιος την αυγή, στον Κόσμο ανατέλλει,
πρώτα και πρώτα χαιρετά, τη Δεσποινίδα ΕΛΛΗ !
Και ρίχνει την αχτίδα του και την αναλαμπή του
ξέρεις γιατί ; Σε θεωρεί ο ήλιος αδελφή του !»

Πριν κλείσω το μικρό αυτό αφιέρωμά μου στον συντοπίτη μου ποιητή ΙΩΑΝΝΗ Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, θα ήθελα κοντολογίς δυο ποιήματά του να βάνω ακόμα, το ίδιο χρειαστά κι ωραία, για να αναβαστηχτεί το όνομά του στους καιρούς και να διατρανωθεί η αγάπη του για τον ξεχωριστό μας Τόπο !

«Στο Πανηγύρι τ’ Άι Γιωργιού.

Στο Πανηγύρι τ’ Άι Γιωργιού
χορεύουν Νιοί με τα κλαρίνα,
με τις Νεράιδες του Χωριού
που ‘ναι χιονάτες σαν τα κρίνα !

Στο Πανηγύρι τ’ Άι Γιωργιού
ψένουν αρνιά, ψένουν κριάρια,
κι απ’τις κοπέλλες του Χωριού
διαλέγουνε τα παλληκάρια !»
…………………………………..

«Το Κορύκιον Άντρον.

Στ’ αθάνατα τα χρόνια τα παλιά,
στης Κορυκίας Νύμφης το παλάτι
μεγάλη μια θεόρατη σπηλιά,
που δεν την ξεπερνά ανθρώπου μάτι.

Η Ρούμελη μιλάει κι ο Μωρηάς
ποιος τάχα μες στην πλάση δεν την ξέρει,
του καπετάν Ανδρούτσου ήταν της Γραβιάς,
το ξακουστό κι απάτητο λημέρι.»
………………………………..

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, γεννήθηκε στην ΑΡΑΧΩΒΑ του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ στα 1890. Τελείωσε το γυμνάσιο στην ΑΜΦΙΣΣΑ (ΣΑΛΩΝΑ) και μετά από εξετάσεις, πέρασε στη ΣΧΟΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ.
Αποφοίτησε και υπηρέτησε σαν Διευθυντής στην ΑΘΗΝΑ, ΘΗΒΑ, ΧΑΛΚΙΔΑ, ΛΙΒΑΔΕΙΑ και για αρκετά χρόνια στην ΑΡΑΧΩΒΑ.
Έγραψε πολλά ποιήματα. Το δακτυλογραφημένο βιβλίο του που κρατώ στα χέρια μου, μου το έδωσε ο ίδιος στα 1950 όταν ήμουν μαθητής Δημοτικού με την προτροπή : «Να το διαβάσεις όταν μεγαλώσεις.»
Κατά την έρευνά μου βρέθηκαν και άλλα ποιήματά του (σε εφημερίδες) στα χέρια του ερευνητή ΛΟΥΚΑ Α. ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗ τα οποία λόγω έλλειψης χώρου θα δημοσιευθούν αργότερα στο συμπληρωματικό αφιέρωμά του.
Ο ποιητής αγάπησε τον άνθρωπο, την εμορφιά, το θάρρος και την αυτοθυσία των ΕΛΛΗΝΩΝ κατά την μακραίωνη ιστορία μας και ειδικότερα στην επανάσταση στα 1821.

«Έφυγε» απ’ τη ζωή στα 1962, σε ηλικία 72 χρόνων.

Τούτο το αφιέρωμα, σαν ένα κεράκι στη μνήμη του ποιητή.