Σελίδες

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Η ΕΛΙΑ


 Το παρακάτω κείμενο του αγαπητού φίλου Χ. Μαυρόπουλου δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα "Η ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ" τον φεβρουάριο του 1974  
  
Η ΕΛΙΑ
Γράφει ο Χ.Μαυρόπουλος

Το καινούργιο μου θέμα, μοιάζει σαν παραμύθι κι όμως διαβάζοντάς το όλοι θα συμφωνήσετε πως είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Ήταν που λέτε μια φορά, πριν από πολλά χρόνια σε μια περιοχή έξω μακριά από το χωριό μας, που τη λένε «μπεχούβεσι» ένα μικρό περιβολάκι από αγριοελιές.
Τις είχε φυτέψει ένας γέρος.
Κάθε μέρα κούτσα – κούτσα με το γαϊδαράκο του, πήγαινε και περιποιόταν τα δεντράκια του.
Πέρασε λίγος καιρός έτσι κι ύστερα ο γέρος χάραξε το λεπτό κορμάκι κάθε αγριδιού με τον σουγιά του και «μπόλιασε» τα κορίτσια του.
Έτσι τα’ λεγε.
Πολλές φορές τον ρωτούσαν στο δρόμο περαστικοί αγωγιάτες.
… Για πού τό’ βαλες γέρο ;
… Πάω να δω τις κοπελλοπούλες μου απαντούσε και το πρόσωπό του φεγγοβολούσε από χαρά.
Μπόλιασε λοιπόν ο γεράκος τις κοπελλοπούλες του και τις έκανε ήμερες.
Ήμερες ελιές ευλογημένες από το θεό για τους ανθρώπους, έτοιμες να προσφέρουν το θείο δώρο, το καρπό τους σ’ αυτόν που θα τις αγαπούσε και θα τις περιποιόταν.
Κι άρχισε το κλάδεμα, το πότισμα, το αναμόχλεμα στα ριζά του κορμιού, για τα παράσιτα χορτάρια.
Και οι ελιές μεγάλωναν.
Κι ήρθαν κι άλλοι χωριανοί, φύτεψαν κι αυτοί το ευλογημένο δένδρο.


Γέμισ’ ο τόπος στα πόδια της Αράχωβας από ελιόδενδρα.
Ένα δάσος από αδελφωμένες κοπελλοπούλες, χαρούμενες, καμαρωτές, δροσερές.
Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσαν οι μικρές, γέρασαν οι μεγάλες και στα κορμιά των γερασμένων, το χέρι του έμπειρου κλαδευτή, άφηνε να καμαρώνουν, βλαστάρια νέα τα λουμάκια, περήφανα.

Κι όλα αυτά τα χρόνια, ένας κόσμος, ένα μελίσσι, όλη η Αράχωβα βούιζε κάθε πρωί στο ξεκίνημα, στο κατηφόρισμα για τον ευλογημένο τόπο !!
Διαβάτης περαστικός νά’σουνα,  όποιαν ώρα απ’ τον ελαιώνα, θ΄άκουγες φωνές, γέλια, τρεχαλητά, ραβδίσματα.
Φωτιές απ’ εδώ για να ζεστάνουν το μεσημεριανό φαί, καπνοί απ’ εκεί «πουμώνουν» το τόπο καίγοντας ξερά κλαδεμένα ‘λιόκλαρα, παιδιά μικρά ανήμπορα για δουλειά τραμπαλίζονταν σε κούνιες φτιαγμένες από τα σκοινιά των μουλαριών.
Που και που ακούγονταν και μερικές τουφεκιές, από κυνηγούς της ώρας !
Ήσαν πολλοί εκείνοι που το’φερνε η ώρα να γίνουν κυνηγοί.
Ανάδευες το θάμνο, τα κλαριά, να μαζέψης τις χαμάδες και «φράπ» πεταγόταν η τσίχλα από μέσα.
… Αύριο θα φέρω και τ’ όπλο, έλεγαν πολλοί.
Κι όταν με το καλό τελείωνε η μέρα, φόρτωναν το σακκιασμένο καρπό στα μουλάρια, τα μικρά παιδιά «πανωσάμαρα» κι άρχιζε η ώρα του γυρισμού.
Πόσο δύσκολο ήταν ν’ ανεβή κανένας, όλο αυτό τον ανήφορο!
Τα πόδια ώρες – ώρες κοβόντουσαν!
Ίδρωναν, αγκομαχούσαν αγωγιάτες και μουλάρια, μα συνέχιζαν τη δύσκολη ανάβαση.
Και η ψυχή ;
Όποιος και να ρωτούσε για τη ψυχή όλου αυτού του πλήθους που ανηφόριζε με γέλια, με κόπο, με ιδρώτα, με αγαθά πειράγματα ο ένας στον άλλον, θα’παιρνε την απάντηση, πως η ψυχή, γελά !
Ναι η ψυχή γελούσε, χαιρόταν.
 Καμάρωνε τον κόπο της, τη σοδειά της, στο μαύρο ευλογημένο καρπό που’ταν φορτωμένος στα μουλάρια.


Κι έφτανε ένα ολόκληρο χωριό στα σπίτια του σιγά – σιγά.
Άναβε καθ’ ένας το τζάκι, να ζεσταθεί, να ζεστάνει φαγητό να ψήσει κανένα στρογγυλό κρεμμύδι κι’ ύστερα να τρώει ορεξάτα γκαρδιωμένα πίνοντας μαύρο μπρούσκο κρασί απ’ το βαρέλι, και ρουφώντας λίγο ζεστό τραχανά, κι’ ύστερα…..
Ύστερα, ερχόταν εκείνη η γλυκιά κούραση, η ευχάριστη νάρκη της ψυχής και του κορμιού για τον εργάτη της γης, πού’ δωσε  στο σημερινό κάματο όλη τη δύναμη κι απαντοχή του κορμιού του.
Κι αποκοιμιόταν εκεί δα, κοντά στη φωτιά, στο μητέρι !
Την άλλη μέρα είχε πολλή δουλειά!
Είχε να πάει τις ελιές στη «μηχανή».
Στη ΒΙΟ, έτσι τη λέγαμε και τη λέμε ακόμα.
Έπρεπε να βγάλει λάδι.
Άλλο πανηγύρι δουλειάς, χαράς, κεφιού και τούτο.
Μουλάρια, αγωγιάτες από παντού, ξεχύνονταν στους δρόμους του χωριού σφυρίζοντας, γελώντας.
Κι έφτανε η ώρα του λαδιού.
Η πρώτη δοκιμή ήταν με το καψαλιστό ψωμί βουτηγμένο στο λάδι.
Τόσο για φόρο, τόσο για δικαίωμα της «μηχανής», τόσο για τα παιδιά.
Τι γινόταν θυμάμαι !
Τα παιδιά ήσαν εκείνοι που δούλευαν στη «μηχανή».
Στις πέτρες, στο ‘λιοκότσι, στο στίβιασμα της «σφυρίδας» κτλ.
Πάντα τους έδινε ο καθ’ ένας λίγο λάδι, για τον κόπο, για το καλορίζικο.
Φορτώνονταν μετά απ’ αυτό, το πολύτιμο φορτίο και κατ’ ευθείαν στη βυτίνα του σπιτιού.
Είχε πλέον τελειώσει το πρώτο μέρος της δουλειάς και ο κόπος ήταν μέσα στη βυτίνα.
Νόστιμος, κίτρινος σαν το πιο καθαρό χρυσάφι, ήσυχος καθόταν κουνιασμένος και περίμενε να δόση τη νοστιμιά του, την ευλογία του, την θεραπευτική του ιδιότητα μέσα στο πιάτο του καλού γεωργού που μόχθησε.


Όλα Αυτά μού’ ρχονταν στο μυαλό μου, σήμερα που ο δρόμος μου μ’ έφερε να περάσω από τον ελαιώνα του χωριού μου.
Ένα σωρό πράγματα που παιδόπουλο μικρό τα’ ζησα και τώρα τα θυμάμαι με θλίψη κι απογοήτευση βλέποντας τη σημερινή εγκατάλειψη.
Τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι της ελιάς ;
Τι απόγιναν εκείνοι που η σοδειά τους σε καρπό, ήταν δέκα χιλιάδες οκάδες για την κάδη ;
Τι απόγινε η Αράχωβα της Ρούμελης η ξακουστή για το λάδι της και τις τσακιστές «πατρινιές» της ;
Μα όλα χάθηκαν ;
Η εξέλιξη, ο εύκολος τρόπος εξοικονομήσεως χρημάτων, ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι απαιτήσεις, παρέσυραν τους πάντες.
Και η καημένη η ελιά, μοναχή, μαύρη απ΄την αρρώστια, με ξεραμένα τα κλωνάρια της, περιμένει μάταια, γεμάτη παράσιτα χορτάρια στα πόδια της που τις ρουφάνε το αίμα.
Περιμένει το παλιό καλό εκείνο τον καιρό.
Εύχομαι η ενεργειακή κρίση με τα προβλήματα που δημιούργησε, να δόση τη χαμένη αξία στο ευλογημένο αυτό δέντρο.