Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Αναμετρώ και συλλογιέμαι τους ανθρώπους
που περάσανε κι αγάλι-αγάλι γράψανε την ιστορία της ΑΡΑΧΩΒΑΣ, σα χρυσοφάδιαστο
και ωραίο παραμύθι, πάνω στου Κόσμου το ατλάζι !
Εκείνους που κατά καιρούς υψώσανε
φωνή, υψώσανε σπαθί, υψώσανε καλέμι και χαρτί και γράψανε στορήματα και
ποιήματα, κουβέντες, κι έγνοιες της κάθε μέρας, που τώρα τις συλλογιέμαι, τις διαβάζω
στην καθιστάρική μου τη ζωή και μελετάω τα περασμένα.
Και χαίρομαι γι’ αυτό Φίλε μου.
Χαίρομαι που το φεγγί μου θύμησες
ξεχωριστές κρατάει, μες στα παλιά κιτάπια του και έτσι μπορώ να ξεδιαλέγω τις δικές
μας κάθε τόσο κι αντάμα σου να κουβεντιάζω.
Ν’ αναθυμάμαι το χαρτί και το καλέμι
σου, το Λόγο σου τον καθάριο στα παιδικά αφτιά να ξεστρατίζει κι η αγωνία σου
μεγάλη και ζωηρή να μην «ΦΡΑΓΚΕΨΗ», η ΑΡΑΧΩΒΑ τώρα που είμαστε εις τας ΩΓΡΩΠΑΣ.
Γι’ αυτό ορμήνευες, στις πέτρες μας σιμά να μείνουν τα παιδιά, στ’ ανωγοκάτωγα
τα σπίτια μας, στα χούγια και στις παραδόσεις μας και στην ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΚΗ φτιασιά μας.
Γραμματοδάσκαλος ήσουνα φίλε μου
Αντρέα, που βρήκε χατήρι, σέβας και τιμή, σε τόπο κοντινό με τον δικόνε μας.
Γραμματοδάσκαλος, φίλος καλός και
πατριώτης, ήσυχος φαμελίτης, που έκαμε το χρέος του στο Θεό, στη φαμελιά του
και στην μικρή μας κοινωνία.
Έτσι φαντάζομαι πως θα ‘πρεπε να
ήσαντε οι άνθρωποι, σαν Εσένα, για να προκόψει ο Κόσμος και η ζωή να πάει
μπροστά.
Όμως οι λογισμοί αυτοί, απλοί είναι
και της λογικής.
Μα η ζωή δεν έχει λογική.
Μήτ’ έχει και σειρά, με τα δικά μας όρντινα.
Γι’ αυτό και οι Καλοί, κάποιες φορές
ξοφλάνε το χρέος τους νωρίς-νωρίς.
Έτσι και εσύ Φίλε μου ΑΝΤΡΕΑ, Πέμπτη
θυμάμαι κουβεντιάζαμε και λέγαμε, πως τάχατες θα είχε γραφτεί η ΟΔΥΣΣΕΙΑ, αν ο
Οδυσσέας απ’ τα παράλια της ΙΩΝΙΑΣ γύριζε στην ΙΘΑΚΗ του και όχι από τα
ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΑ.
Μιλήσαμε και για περιστατικά απλά,
του τωρινού κι αλλοτινού καιρού.
Και μου ‘πενες θυμάμαι ακόμα, πως τα
παιδιά, τους μαθητές σου, κάποιες φορές τους έβγαζες στα χωράφια, στην εξοχή,
για να δούνε πως δουλεύει η αγροτιά, πως βγαίνει το ψωμί.
Και την Παρασκευή Φίλε μου, του
Αυγούστου στις 30, στα ξάφνου και ίσως αδικαιολόγητα, έδωσες μια και πέταξες
σαν το πουλί απ’ του σπιτιού σου την αυλή.
Σαν τον χρυσαετό του Παρνασσού,
άνοιξες τα φτερά σου και χάθηκες στα βάθη τ’ ουρανού.
Εκεί ταιριάζουνε οι αετοί, πάνω,
ψηλά, στο λεύτερο αγέρα, μου ‘πενε ο Τάκης, ο κοινός μας Φίλος, σαν άκουσα μ’
οδύνη το χαμό σου.
Στ’ αλήθεια Φίλε μου… εκεί
ταιριάζουνε οι αετοί !
Κι ο πόνος κάτωνε στη γη. Σ’ αυτούς που
μένουν πίσω.
Γονικά, αδέρφια, γυναίκα και παιδιά…
Φίλοι, συγγενείς και συντοπίτες.
Τους είδα όλους, ξέρεις, το «μαύρο
Σάββατο», και ήσαντε εκατοντάδες μέσα και όξω απ’ την εκκλησιά του ΑΙ ΓΙΩΡΓΗ.
Κι όλοι τους εκεί, κι ο Παρνασσός
ακόμα που μούχτωσε, σκοτείνιασε, μπροστά στους θρήνους και στη βαριά στιγμή.
Όλοι τους εκεί, για το στερνό Αντίο
στον Αετό που «έφευγε.»
Στο παλληκάρι κι όλους τους εδικούς
του.
Κατέχω το πώς είν’ βαρύς ο πόνος κι ο
καημός, όμως περφάνεια και Τιμή από ολάκερες Βοιωτία – Φωκίδα και από του
Παρνασσού τη θλίψη που αγάλι-αγάλι γένηκε βροχή !
ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΑΝΤΡΕΑ