Εν Αραχώβη, τη επί του Παρνασσού,
συμβαίνουσιν, ως εκείθεν γράφουσιν ημίν, σκηναί κωμικαί και τραγικαί, υπό της αστυνομίας
προκαλούμεναι. Πρότινος αύτη είχε θέσει εις ενέργειαν την μέθοδον της διαπομπεύσεως
των οπωσδήποτε περιπιπτόντων έστω και εις πταισματικήν παράβασιν.
Ούτω,
πρότινος, συλληφθέντος ορνιθοκλόπου τινός, αστυνομικός τις περιέβαλε τον
τράχηλον αυτού με ορμαθόν ορνιθίων και περιήγεν ανά την κωμόπολιν, επιδεικνύων
και διαπομπεύων τον κλέπτην.
Προχθές δε πάλιν παρέσχεν αφορμήν εις
αστειοτάτην σκηνήν.
Ποιμήν κρονόληρος, προ δεκαπενταετίας
παρακάμψας την μέσην ηλικίαν, εβουλήθη και δεύτερον να γευθεί των αγαθών του
συζυγικού βίου, χηρεύσας της πρώτης συζύγου. Εξήταζεν ο αφελής άνθρωπος τα
πράγματα από την γοητευτικήν μόνον όψιν, χωρίς να συλλογίζεται και την
αντίθετον, την ανάποδην.Όθεν συνεζεύχθη μετά ευειδούς και χαριτοβρύτου χωρικής νέας.
Ο βίος διέρρειν ήσυχος και γαλήνιος,
και ο ερωτύλος ποιμήν διένεμε την αγάπην του μεταξύ της νεαράς συζύγου και του
ολιγαρίθμου ποιμνίου του. Αλλά όμως το δυσάρμοστον της ηλικίας και η φτώχια,
σύντροφος αχώριστος και οχληρός του ποιμένος από νεαράς ηλικίας, επροκάλει
συχνάκις μεταξύ των συζύγων έριδας και ουχί σπανίως το σκουπόξυλον της ευρώστου
συζύγου εθώπευε την ράχην του ασθενούς συζύγου.
Μια δε των τελευταίων ημερών η έρις
παρωξύνθη επί τοσούτων, ώστε οι σύζυγοι ήλθον εις χείρας, και ως εικός ο
σύζυγος εγεύθη, βεβαίως χωρίς όρεξιν,
αφθόνως του προϊόντος του παραδείσου.
Αλαλητό, εκ τούτου, και φωναί, και
γόοι εν τη συζυγική οικία. Γείτονες τινες ενόμισαν πρέπον να ειδοποιήσωσι την
αστυνομίαν, ήτις αφ’ ετέρου ενόμισε καθήκον της να εισέλθει εις την συζυγικήν
οικίαν και επαναφέρει την διασαλευθείσαν τάξιν.
Μόλις εισήλθεν ο αστυνόμος και ο
δυστυχής σύζυγος ηθέλησε να κάμει τα παράπονά του κατά του τρυφερού ημίσεως,
ότι τον παραμελεί, μη φροντίζουσα να τω ετοιμάζει τα ενδύματά του, ίνα αλλάση
ταύτα τακτικώς. Ομιλών δε προς τον αστυνόμον έφερε βραχύ υποκάμισον, μόλις
φθάνον μέχρι των μηρών. Αλλά τα παράπονά του δεν εισηκούσθησαν και με την
ρηθείσαν στολήν, ανυπόδητος γυμνός και κλέων, οδηγήθη δια των κεντρικών οδών
εις την αστυνομίαν.
Ως έκαστος δύναται να φαντασθεί, το
θέαμα εις τας οδούς εξήγειρε, παρά το σκανδαλώδες, άφθονον ιλαρότητα και
παρέσχε τροφήν εις τους αστείους εφ’ ικανάς ημέρας.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΚΑΙΡΟΙ Ιούλιος 1894.