Του Ηλία Κ. Λιάκου
Έλεγε, που λέτε, κάποιος παληγ(ι)νός:
«Ψουμί, ξύλα κι άχυρα (δεν έχω), του σπίτι μ’ αξανάσουργου, η γ(υ)ναίκα μ’
λιχώνα, τι ανάγκ(η) έχου!!!»
Ήταν λοιπόν και τα ξύλα ένα
απαραίτητο εφόδιο, για να αντιμετωπίσεις το δριμύτατο Αραχωβίτικο χειμώνα.
Φυσικά και το καλοκαίρι ήταν αναγκαία, γιατί μ’ αυτά μαγείρευαν όξω στο
φουρναριό. Έτσι περνώντας η Λαμπρή, εκτός απ’ το ξεφύλλισμα, τα δειάφια, το
δεύτερο στ’ αμπέλια και τα πρώιμα στα σανά, ξεκίναγαν άλλοτε για ξύλα κι άλλοτε
για άχυρα. Τα ξύλα όμως αυτά, τα ανοιξιάτικα ας πούμε, ήταν λιανά πατοκλώναρα,
λατσούδια από ξεκλάρισμα.
Τα ξύλα που θα χρησίμευαν για το
τζάκι, ζέστη και μαγείρεμα, τα κουβάλαγαν πιάνοντας καλά το καλοκαίρι. Και μη
νομίσετε πως ήταν και τόσο εύκολη δουλειά!
Όποιος ήθελε λοιπόν να πάει για ξύλα,
έπρεπε να σηκωθεί πολύ πρωί γιατί στις 3.30 είχε ξεκίνημα κι απάχαζε το χωριό
γύρω, μέχρι να σκαπετίσουν τα ζα, απ’ τα κύπρια και την ποδοβολή.
Λένε πως παλιότερα το δάσος ήταν στην
άκρη στο χωριό. Τώρα όμως για να το φτάσεις και μάλιστα εκεί που ήταν τα
γεροντοπά τα έλατα, οι «γερομουσκλιάδες», έπρεπε να πας δυο με δυόμιση ώρες.
Ευτυχώς που πήγαινες τουλάχιστον καβάλα.
Το κάτω το χωριό πήγαινε στο
Ξεροβούνι, στο Σπέντζο. Δεν ήταν όμως τα ξύλα και τόσο σόι! Ήταν στριφτόξυλα,
σκληρά και δεν καιγόντουσαν εύκολα, χώρια που σκάζαν συνέχεια κι έπρεπε να
είσαι αλέστα για να σβήνεις τις σπίθες που πεταγόντουσαν αναμμένες έξω απ’ το
παράσταθο.
Το απάνω το χωριό πήγαινε στον
Παρνασσό, στη Λυποκαίσα, στη Σόλτς, στη Παλιοβούνα, στις Βίγλες, στα
Τουμπανάρια, αλλά οι πιο νέοι και παραμέσα. Κι έπρεπε να ξεκινάμε κάθε μέρα,
τώρα που ο καιρός σε κράταγε ακόμα και δε είχαν πλακώσει οι τρανές οι ζέστες αν
δω απάνω ζεσταθήκαμε ποτέ και μάλιστα θαμπά που κινάγαμε. Γιατί το κάθε σπίτι
ήθελε απάνω-κάτω τριάντα μπλαροφόρτια. Μερικοί, οι πιο γεροί, εκτός απ’ το δικό
τους το μουλάρι παίρναν και άλλα δυο-τρία ακόμη, από γείτονες ή φίλους, και τα
φόρτωναν όλα. Η μια στράτα πήγαινε στο σπίτι του και οι άλλες στα σπίτια που
δίναν τα ζα.
Τα «συνταίριαζαν» θυμάμαι το ένα πίσω
απ’ το άλλο, «γεντέκι», το καπίστρι του πίσω δεμένο στο πιστάρι, στο κολιτσάκι
του σαμαριού του μπροστινού – φορτωμένα ή ξεφόρτωτα – και μπροστά πάντα αυτό
που δεν έσερνε. Υπήρχαν ζα που έπρεπε να τα πηγαίνεις πάντα τραβώντας, ενώ
άλλα, αρκεί να τους έδενες το καπίστρι στο μπροστάρι και σε πήγαιναν κατ’
ευθείαν στο σπίτι.
Δεν ξέρω αν έχετε ποτέ πάει για ξύλα,
αν έχετε καβαλικέψει «αντρίκια» τα ζα, αν σας έχει νανουρίσει, αχάραγα ακόμη,
το ρυθμικό το λίκνισμά του, αν φταρώθηκε απ’ το παράτερο φτεράκιασμα της πετροπέρδικας
ή απ’ της αλεπούς το σάλτισμα απάνω στους σωριάδες, αν σας μύρωσε το αυγινό
αγέρι με μόσκους που έκλεψε απ’ το τσάι και τη χαμορίγανη, αν σας έδειξαν το
δρόμο τα πεφταστέρια κι αν είδατε αλαφροΐσκιωτους, λάμιες και νεράιδες να σας παραφυλάνε.
Δεν ξέρω αν ακούσατε το αχολόγημα του κοπαδιού καταπλαγίς, και τα κοτρώνια που
ξεκολάνε τα γίδια στα ζαβά και στα ζαστάνια…
Ο χτύπος όμως του τσεκουριού, απάνω
στο γλυκοχάραμα ε αυτό ήταν άλλο πράμα. Και δεν ήταν μόνο ένα τσεκούρι. Και το
καθένα είχε το χτύπο του, ανάλογα με το μέγεθος που είχε το μεταλλικό του
μέρος, με το βάψιμο που είχε – τα καλύτερα ήταν αυτά που είχαν μελτζανί ατσάλι,
με το μπόλι πίσω που πέρναγε το στυλιάρι μαλακό σίδερο – με το μήκος του
στυλιαρού, γύρω στους εβδομήντα πόντους και πουρναρίσιο, με το ξύλο που έκοβες,
με την τοποθεσία που ήσουν και με χίλια δυο άλλα, που πλέον σε συνέπαιρναν.
Ήταν η συμφωνία των τσεκουριών, το μέγα εωθινό, που κανένας μουσικός δεν
μπόρεσε να γράψει και να παίξει, αλλά που όλοι όσοι πήγαν για ξύλα είναι οι
δημιουργοί της κι αυτοί που την απόλαυσαν.
Η απόλαυση αυτή μάλιστα ήταν τέλεια, όταν
ήσουν ανεβασμένος επάνω στον έλατο κι έχοντάς τον αγκαλιάσει με τα πόδια και το
ζερβί το χέρι, τούκοβες τα κλωνάρια – και τι κλωνάρια, να, κάτι βραχιόλια –
μέχρι να φτάσεις στο πατοκλώναρα, που τότε στεκόσουν να πάρεις μιαν ανάσα απ΄την
πλανταμάρα και να σφουγκίσεις τον ιδρώτα σου, απ’ τ’ αχνιστό σου πρόσωπο. Τότε,
από κει ψηλά που ήσουν ανεβασμένος…
Τότε, γιατί σήμερα θα πας με το
αυτοκίνητό σου, με το αλυσοπρίονό σου κι όποια ώρα της ημέρας θες. Θα φτιάξεις
τα ξύλα σου «μ’ ένα λελούδι» και θα’ ρθεις ξαπόστατος. Τα ξύλα όμως στην άκρη τους
δεν θα έχουν το γλυκό κόψιμο του τσεκουριού – αλήθεια σαν τεράστια μολύβια,
ξυμένα κι απ’ τις δυο πάντες – ούτε θ’ ακούσεις τη συμφωνία των τσεκουριών,
αυτή την έφαγε το ρέκασμα της μηχανής. Ούτε θα συναπαντήσεις τους ίσκιους, τις λάμιες
και τα φεγγαριάσματα.
Πρέπει να κινήσεις με ζω για ξύλα από
αχάραγα, πρέπει να περάσεις το τσεκούρι σου από θραμίσιο ακόνι και πάλι
δύσκολα. Κλείσαν οι στράτες και τα σύρματα, τα αφάνισαν οι δρόμοι, οι μηχανές,
η άνεσή μας ο πολιτισμός μας…