Σελίδες

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΒΑΣΗ ΜΕ ΣΚΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ ΤΟ 1932



ΟΙ ΟΡΕΙΒΑΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟΝ
ΕΠΗΡΑΝ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΕΚΔΡΟΜΗΝ

Οι οδηγοί που εξεδίδοντο προ ολίγων ετών, έγραφαν:- «Η ανάβασις εις τον Παρνασσόν είναι δυνατή μόνον κατά τον μήναν Ιούνιον…»

Και εν τούτοις αι κορυφαί του βουνού, του αφιερωμένου εις τον Απόλλωνα, τας Μούσας και τον Διόνυσον, έχουν κατακτηθεί πολλές φορές εσχάτως από τους ορειβάτας μας.

Ομάδες διαφόρων συλλόγων, όπως του «Ορειβατικού», της «Υπαιθρίου Ζωής» και του «Πανός», όχι μια φορά αλλά πολλές μεσ’ στον χειμώνα επεχείρησαν και ανέβηκαν στις υψηλότερες κορυφές.

Θα έπρεπε λοιπόν οι νέοι οδηγοί να γράφουν: «Η ανάβασις του Παρνασσού είναι δυνατή κατά τον χειμώνα από τους ορειβάτας…»

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν μίαν ομάδα ορειβατών, η οποία ανέβηκε το δικόρυφον και ελατόδασον ποιητικόν όρος «εν μέσω χειμώνι και μηνί Ιανουαρίω», εις εποχήν δηλαδή, κατά την οποίαν ο Παρνασσός και δύσβατος είναι και κεκαλυμμένος από χιόνι τόσον πολύ, ώστε η λευκή του στολή να του προσδίδει μεγαλοπρεπεστάτην και θείαν όψιν.
Η ομάς που επιχείρησε την ανάβασιν στον Γεροντόβραχο και στην Λιάκουρα, είχε διπλό σκοπό. Πρώτα να προπονηθεί, να εξασκηθεί στο σκι και ύστερα να χρησιμοποιήσει ως μέσον συγκοινωνίας για τις κορυφές τα σκι. Ας σημειωθεί, ότι τα σκι είναι δια τον τόπον μας ένα νέο σπορ, ίσως ή μάλλον ασφαλώς το καλύτερον από όσα έχουν εισαχθεί έως τώρα. Τα σκι διέδωσε και διαδίδει με φανατισμόν ο Ορειβατικός Σύνδεσμος και αυτό, όχι για να προστεθεί στα τόσα αθλητικά αγωνίσματα ένα ακόμη, αλλά για να γνωρίσει ο Έλλην το ελληνικό βουνό και κατά τον χειμώνα. Γιατί ως τώρα, τον χειμώνα όχι μόνον τα βουνά μας με τα χιόνια ήσαν απρόσιτα, αλλά καθώς ξέρουμε και χωριά και πόλεις ακόμη απεκλείσθησαν απ’ το άφθονο χιόνι.

Οι διάφοροι οδηγοί και παρατηρητές του Ορειβατικού στις επαρχίες, μόλις χιονίσει. Αμέσως ειδοποιούν τον Ορειβατικό για το «χαρμόσυνο γεγονός» που πανηγυρίζεται από όλα τα παιδιά του Ορειβατικού με εξαιρετική χαρά και ενθουσιασμό. Και οι ετοιμασίες για τις ορειβασίες δίνουν και παίρνουν, ως που να’ ρθει η  ημέρα της εκδρομής.

Ας την ακούσουμεν αυτήν την εκδρομήν που έγινε στον Παρνασσό από  ένα ορειβάτην:

-«Ως την Αράχοβα πήγαμε με τα γνωστά μέσα συγκοινωνίας, δηλ. στην Ιτέα με βαπόρι και απ’ εκεί με αυτοκίνητο ως την Αράχωβα. Ο καιρός δεν μας βοηθούσε καθόλου. Αλλά μ’ όλην την αθλιότητα, όποια κι αν είναι αυτή, ένας εκδρομεύς η ένας ορειβάτης θα ξεκινήσει. Θα περπατήσει κι αν δει ότι είναι αδύνατον να προχωρήσει για τον ένα ή τον άλλον λόγο, δηλ. αν βρέχει δυνατά, ή αν φυσάει δαιμονισμένα (γιατί πολλές φορές είναι τέτοιος ο άνεμος, ώστε σαν φύλλο δέντρου να τον ρίχνει χάμω…) είτε επιστρέφει και κοιμάται, σε καμιά καλύβα, σε καμιά σπηλιά και περιμένει ως που να καλυτερέψει λίγο ο καιρός. 

Στην Αράχωβα βρήκαμε τον επίσημο οδηγό του Ορειβατικού Κοπανιά. Τον πήραμε και ξεκινήσαμε για τις «Καλύβες» που απέχουν 1 - 1/2 ώρα από την Αράχωβα κι είναι μια μεγάλη οροπεδιάς σε ύψος 1500 μέτρων. Οι «Καλύβες» είναι μεγάλα λειβάδια, που τα σπέρνουν οι Αραχωβίτες. Από τις «Καλύβες» ξεκινήσαμεν το πρωί με το χιόνι που άρχισε να πέφτει άφθονο. Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας και ως που να φτάσουμε στο Σαρανταύλι (σαράντα αυλαί) όλες οι λοφοσειρές, οι πλαγιές, οι βουνοκορφές ήταν στρωμένες με το πανάλευκο χιόνι. Το Σαρανταύλι είναι ένας λόφος με βάσιν επιμήκη. Η ανάβασίς μας ως εκεί έγινε με σκι. Διαφορετικά ήταν αδύνατον να γίνει. Στον επίπεδο χώρο του Σαρανταυλιού υπάρχει μια μικρή λίμνη και ένας πίδακας – σπάνιο φαινόμενο σε βουνό – ύψους 2 μέτρων.

Η πορεία εσυνεχίσθει ως το Κωρύκιον άντρον, που είναι μια σπηλιά με ένα δρόμο τριγωνικό μικρό. Μέσα έχει ωραίους σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Απ’ έξω από το άντρον υπήρχεν άγαλμα του Κωρυκίου Διός. Το άντρον ήτο ιερόν του Πανός και των Νυμφών. Μέσα σ’αυτό ετελούντο τα όργια του Διονύσου. Εντός του άντρου και προς τα αριστερά, υπάρχει μια επιγραφή που σώζεται ακόμη, η εξής: «ΕΥΣΤΡΑΤΟΣ ΑΛΚΙΔΗΜΟΥ ΑΜΒΡΥΣΣΙΟΣ ΣΥΝΠΕΡΙΠΟΛΩ ΠΑΝΙ ΝΥΜΦΑΙΣ». Από την επιγραφή αυτή εξακριβώθη η ταυτότης του Κωρυκίου, το οποίον εκλήθη έτσι εκ της Κωρυκίας Νύμφης. Το άντρον αυτό έσωσε και τους Δελφούς κατά την εισβολή των Περσών και των Γαλατών. Εκεί μέσα έμεινε και το 1821 ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος με τα παλικάρια του.

Όλη την ημέρα μας την διαθέσαμε στο σκι. Μην ξεχνάτε πως τις 14 Φεβρουαρίου για πρώτη φορά στην Ελλάδα γίνεται σκι στον Παναχαϊκό. Γι’ αυτό όλα τα μέλη του Ορειβατικού προγυμνάζονται, προπονούνται.
Το χιόνι έπεφτε άφθονο και ο αέρας φυσούσε μανιασμένος. Πολλές φορές βρεθήκαμε σε δυσκολίες αλλά τα σκι δεν τα βγάλαμε από τα πόδια μας. Τη νύχτα πάλι με τα σκι γυρίσαμε στις Καλύβες.

Την άλλη μέρα ανεβήκαμε στην Άνω Πρόντολη. Η ανάβασις ήταν δύσκολη, γιατί το χιόνι άρχισε να παγώνει. Οι ξένοι σε τέτοιες περιστάσεις βάζουν ένα δέρμα φώκιας λείο με τρίχωμα στα σκι. Το τοποθετούν με τέτοιον τρόπο, ώστε το τρίχωμα να έχει κλίση αντίθετη από την διεύθυνση που περπατούν. Εμείς τα τυλίξαμε με σκοινί που είναι το ίδιο σχεδόν. Δηλαδή τα στερεώνει και δεν τα αφήνει να κατρακυλούν.



Όλη την ημέρα πάλι εκάναμε σκι και το βράδυ κατεβήκαμε στις Καλύβες, όπου μας περίμενε φωτιά, φασολάδα, κρασί αραχωβίτικο και ύπνος.
Το πρωί, νύχτα 4 η ώρα με ηλεκτρικά φανάρια ξεσηκωθήκαμε απ’ τις Καλύβες. Το χιόνι ήταν παγωμένο πια. Ένας αγέρας μούγκριζε. Η ανάβασις προς την κορυφήν ήταν απελπιστική. Όπου και αν πατούσαμε γλυστρούσαμε. Ανεβαίνουμε δεμένοι με σκοινιά. Ο αγέρας σήκωνε το χιόνι και μας στράβωνε τα μάτια. Με τα πιολέ (ορειβατική σκαπάνη) ανοίγαμε βήματα ως που φτάσαμε  στο πηνιγιόπλαγο που είναι μια οροσειρά του Γεροντόβραχου. Αν σας πω ότι η ανάβασίς μας έμοιαζε με ανάβαση των μεγαλυτέρων βουνών της Ευρώπης, δεν θα το πιστέψετε. Το μεσημέρι ο καιρός άλλαξε απότομα. Η χιονοθύελλα εσταμάτησε. Τα σύννεφα διελύθησαν. Και απλώθηκε μια λιακάδα, που μας έκανε να γδυθούμε για να το απολαύσουμε. Είχαμε πια φτάσει στην Λιάκουρα, την ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού (υψ.2457 μ.).

Απ’ την κορυφή της Λιάκουρας το γύρω θέαμα ήταν απερίγραπτο. Όλα τα βουνά χιονισμένα, πάλλευκα. Και τα φώτιζε ένας ήλιος λαμπερός. Και άφηνε την ψυχή σου ελεύθερη. Κι έδινε στην καρδιά σου ένα παλμό αλλόκοτο, που δεν τον εξεδήλωνε παρά μόνον ένα αίσθημα. Ο Θαυμασμός.

Ο Όλυμπος, τα Βαρδούσια, η Γκιώνα, τα βουνά της Πελοποννήσου, ο Κορινθιακός, όλα τα γύρω σου έξοχα, λαμπρά, υπέροχα, ΕΛΛΗΝΙΚΑ.
Φάγαμε στην κορυφή κι ύστερα ακολουθώντας τα βήματα της αναβάσεως, κατεβήκαμε στην Αράχωβα…»

Εδώ τελείωσε η αφήγησις του Έλληνος ορειβάτου.
Γ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ