Σελίδες

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΑΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ



Του Λ. Μάμαλη

Αράχωβα. Ιούλιος 1916.  

Η δροσόλουστος κωμόπολίς μας κειμένη στας υπωρείας του χιονισμένου Παρνασσού, σε θέση αφαντάστως μαγευτικήν, τώρα το καλοκαίρι έχει την ζωηροτέραν κίνησιν και το μεγαλοπρεπέστερον θέαμα από τας πλέον ωραιοτέρας της Ελλάδος πόλεις.

Το φασμαγορικόν θέαμα της ανατολής του ηλίου από την υψηλοτέραν κορυφήν του Παρνασσού, την Λιάκουραν, προσελκύει πολλούς ξένους και όλην την αφρόκρεμα των πλείστων πόλεων. Τα γάργαρα και κρύα νερά του Παρνασσού είναι δια την πόλιν μας η τελοιοποίησις της υγείας και της απολαυστικής δροσιάς.

Εξαιρετικώς εφέτος η συρροή των παραθεριζόντων είναι πολυπληθεστάτη, λόγω των ευθηνών κρεάτων και της ζωογόνου δροσιάς από τας πολλάς οικογενείας διακρίνομεν την οικοκυρικήν αξιότιμον τοιαύτην του κ. Γ. Στράγκα, εκ Χρισσού, αι δεσποινίδες Στράγκα είναι κατενθουσιασμέναι επισκεπτόμεναι την πόλιν μας διά πρώτην φοράν. Επίσης και ο κ. Σπ. Στράγκας ιδιοκτήτης του εν Λεβαδεία καταστήματος νημάτων και εκ Γαλαξειδίου.

Πολλαί οικογένειαι παραθερίζουν. Ο μάλλον μαγευτικός περίπατος φημιζόμενος διά την δροσιάν που ανοίγει την όρεξι είναι των Πίσω Αλωνίων, εκεί λογιών λογιών καντάδες απαγγέλλονται και διάφοροι ήχοι απαγγελίας αλληλοσυγκρούονται ακριβώς σ’ αυτή τη συνοικία παρεσύρθη από το ρεύμα της ζωής και ο γράφων ενεπνεύσθη τα γραφόμενά του από κάτι μάτια μα τι μάτια που μεταρσιώνουν κάθε ζωή σβυσμένη.

Χωρίς ο αστυνόμος μας να εξετάζει τι μάτια διαβολεμένα είναι αυτά, απορούντες διά τούτο πως ο  τα πάντα πατάσσων κ. Μαρόπουλος και τα πάντα δια της επιμόνου δραστηριότητός του θέσας εις τάξιν δεν τα βγαίνει ή δεν τα διευθύνει εις τα γνωστά οφθαλμοϊατρεία!!...

Τα παντοπωλεία της πόλεώς μας τελειοποιημένα εύμορφα, μεταξύ όλων διακρίνομεν των κ. κ. Στ. Λιάκου και Ιω. Μαντά, γεμάτα από τα ευγεστώτερα και ορεκτικώτερα είδη δεν υστερεί και των κ. κ. Ι. Πλήτσου και Σύρου.

Ο Σύλλογος των Επιστράτων εις την δόξαν του, και δράσιν του. Τα εμπορικά με όλη τη φτώχεια κάνουν χρυσές δουλειές και τούτο οφείλεται εις την καλή διάθεση και φιλοπονίαν των Αραχωβιτών, οι οποίοι με όλην την απελπιστικήν κατάστασιν είναι πολύ ανθηροί. Τα κρεοπωλεία παχύτατα διακρίνομεν τα μάλλον λεβέντικα, των κ. κ. Π. Παπαλουκά, Γ. Γκίκα και Π. Γραντζιώτη.

Τα καφενεία μας λάμπουν και εργάζονται πυρετωδώς, μόνον εγώ ο δόλιος δεν πατώ σε καφενείον, διότι ο λόγος είναι της κενότητος των θηλακίων μου.
Το «Κέντρον» του κ. Σακελλαρίου καθημερινώς κατάμεστον. Ο τηλεγραφητής κ. Παπασπύρου πολύ ευγενής και προσηνής εις πάντας. Τοιούτοι υπόλληλοι τιμώσι και την ατομικότητά των και την υπηρεσίαν. Κατά πληροφορίας μου ουχί εξηκριβωμένας αντικαθίσταται ο αστυνόμος μας κ. Μαρόπουλος. Το τοιούτον αγνώς λυπεί την πόλιν μας, διότι το ενδιαφέρον και η ρηξικέλευθος δραστηριότης του μεγάλως μετέβαλε την πόλιν μας, κάθε πράγμα βρήκε τη θέση του, ενώ οι προκάτοχοί του τα θαλασσοποιούσαν.

Ο δοξασμένος και λατρευτός Ναύαρχος κ. Π. Κουντουριώτης ως επληροφορήθημεν θα προμηθεύεται τα τυριά και κρασιά Αραχώβης από τον κ. Στυλ. Λιάκον, ο οποίος άλλως τε είναι και παιδικός φίλος του Ναυάρχου. Έχουν κάμει μαζί στρατιώται.

Ο κ. Γ. Παπανδρέας επανήλθεν εξ Αθηνών όπου είχε μεταβεί δι’ υποθέσεις του ήκιστα χριστιανικάς.
Απέθανε προ ημερών και εκηδεύθη σεμνοπρεπώς ο τέως λοχίας Κ. Καμβασινός, ο μεταστάς εγκατέλειπε πένθος βαρύ εις τα οινοβάρελα.

Ο αγαπητός φίλος κ. Ευστάθιος Λιάκος καλείται την 15ην Αυγούστου υπό τα όλπα, ο νέος ούτος του Βασιληά μας στρατιώτης να γίνει δοξασμένος όπως τόσα άλλα ηρωικά της αθάνατης Αραχώβης  παλληκάρια.