Σελίδες

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

H διπλή μας λογική

η αυτοκαταστροφική κουλτούρα μας

Κατά πρώτον ας δούμε μερικά, γνωστά σε όλους,  ενδεικτικά παραδείγματα από τη μονίμως ταραγμένη ελληνική καθημερινότητα: 
Περιμένουμε με ανυπομονησία σε στάση αστικού λεωφορείου για να επιβιβαστούμε, κι αγανακτούμε με όσους παραμένουν στις πόρτες του οχήματος εμποδίζοντας  την επιβίβασή μας. Όταν, όμως, την επόμενη φορά ανεβούμε χωρίς πρόβλημα σε λεωφορείο, δεν προχωρούμε στους διαδρόμους του οχήματος, με το δικαιολογητικό ότι σε λίγο θα κατεβούμε, κι έτσι εμποδίζουμε με τη σειρά μας την επιβίβαση άλλων αγανακτισμένων συμπολιτών μας.

Εξοργιζόμαστε με τη ρύπανση στους δρόμους, στις ακτές, στο γύρω περιβάλλον, αλλά όταν βρεθούμε σε δρόμο, πάρκο, παραλία ή δάσος αποθέτουμε τα δικά μας απορρίμματα, όπου τύχει, χωρίς φροντίδα και χωρίς τύψεις για τη ρύπανση που αφήνουμε πίσω μας.

Χρησιμοποιούμε δημόσιους χώρους υγιεινής κι αγανακτούμε για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. οι ίδιοι όμως στους χώρους αυτούς αποφεύγουμε να προβούμε στις αυτονόητες πράξεις καθαριότητας.
Εξοργιζόμαστε, οσάκις δεν τηρούνται από άλλους οι ώρες κοινής ησυχίας λόγω εκτέλεσης εργασιών ή διασκέδασης. Όταν, όμως, εμείς μαστορεύουμε ή λόγω κάποιας δικής μας γιορτής γλεντούμε, τότε ξεχνούμε τους κανόνες κοινής ησυχίας.

Βρισκόμαστε στην “ουρά” και περιμένουμε, για να πληρώσουμε κάποιο λογαριασμό ή για να ανεβούμε στο πλοίο ή κυρίως για να πάρουμε κάτι που προσφέρεται δωρεάν. Κάποιοι “έξυπνοι” προσπαθούν μέσα στη σύγχυση της αναμονής να πλησιάσουν μπροστά και τότε γινόμαστε έξαλλοι. Σε παρόμοια περίπτωση που άλλοι ήδη βρίσκονται στη σειρά τους και εμείς φτάνουμε αργοπορημένοι, προσπαθούμε να παρακάμψουμε τεχνηέντως την ουρά και τότε, βεβαίως, εισπράττουμε την αγανάκτηση όλων όσων ήδη περιμένουν επί πολύ ώρα. 

Υπάρχει πορεία στο κέντρο της πόλης στο πλαίσιο κάποιας απεργιακής κινητοποίησης. Κάποια στιγμή αποφασίζεται από τους απεργούς, αυθαίρετα, κατάληψη του δρόμου και αποκλεισμός της κυκλοφορίας. Τότε, όσοι βρίσκονται μέσα σε λεωφορεία ή Ι.Χ. αγανακτούν και βρίζουν για την ταλαιπωρία που υφίστανται λόγω διακοπής της κυκλοφορίας. Όταν, όμως, οι τελευταίοι συμμετέχουν σε διαμαρτυρία του κλάδου τους, παρακινούν έντονα τους συναγωνιστές απεργούς για να κλείσουν άμεσα το δρόμο, ώστε να εμποδίσουν με τη σειρά τους την κίνηση των συμπολιτών τους.

Αγανακτούμε για τους στενούς δρόμους που υπάρχουν σε πόλεις και χωριά εξαιτίας της πλεονεξίας των οικοπεδούχων, οι οποίοι καλύπτουν όσο το δυνατόν περισσότερη έκταση της ιδιοκτησίας τους και δομούν όσο το δυνατόν περισσότερο οικοδομικό όγκο. Μόλις, όμως, έλθει η σειρά μας να οικοδομήσουμε, ενεργούμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεν αφήνουμε, δηλαδή, ούτε ένα (1) τετραγωνικό χιλιοστό ανεκμετάλλευτο.

Κατακρίνουμε τους “έχοντες και κατέχοντες” ότι αποκρύπτουν εισοδήματα, όταν όμως  υποβάλλουμε τη δική μας φορολογική δήλωση, προσπαθούμε να αποκρύψουμε και εμείς εισοδήματα. Μάλιστα, πολλές φορές οι ίδιοι, όταν αγοράζουμε σε κάποιο κατάστημα π.χ.  ρούχα ή εξοπλισμό ή ακόμα όταν προχωρούμε σε κάποια κατασκευή και συντήρηση ακινήτου, ζητούμε διακανονισμό για καλύτερη τιμή, προτείνοντας τη μη έκδοση σχετικής απόδειξης ή τιμολόγιου. Επίσης, απαιτούμε από το Κράτος να μας δώσει ό,τι μας χρωστάει σε κάθε τομέα της ζωής, ενώ δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε εμείς ό,τι του χρωστάμε.

Μας αρέσει να αναφερόμαστε, γενικώς και αορίστως  σε δικαιώματα και ιδεολογίες, αλλά είμαστε έτοιμοι σε πρώτη ευκαιρία να τσαλαπατήσουμε το δίκιο του άλλου, προκειμένου να εξασφαλίσουμε το συμφέρον μας, όπως  βεβαίως οι ίδιοι το εννοούμε και το ερμηνεύουμε.

Μιλάμε για έλλειψη αξιοκρατίας στη χώρα μας, αλλά όταν έλθει η ώρα να αποκατασταθούν επαγγελματικά τα παιδιά μας, παρακαλούμε γνωστούς και φίλους με επιρροή ή κομματάρχες και πολιτικούς, προκειμένου να τα βολέψουμε  σε βάρος άλλων σε κάποια καλή θέση.

Κάνουμε κριτική για την ανικανότητα όλων όσων κατέχουν  θέσεις κι αξιώματα, αλλά οι εμείς οι ίδιοι χωρίς ειδικά προσόντα, χωρίς απαραίτητη εμπειρία και ικανότητα θεωρούμε ότι είμαστε κατάλληλοι να αναλάβουμε οποιαδήποτε θέση στον τομέα μας. Είναι γνωστή, εξάλλου, η συνήθης φράση των Ελλήνων: «Ας με κάνανε πρωθυπουργό για ένα μήνα και θα ’βλεπες!»
Αγανακτούμε για τη γραφειοκρατία που μας ταλαιπωρεί, όταν απευθυνόμαστε σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς, αλλά αν τύχει και βρεθούν άλλοι συμπολίτες μας μπροστά στα δικά μας γκισέ, τότε γινόμαστε αδιάφοροι, απρεπείς κι ανάλγητοι, δηλαδή εξοργιστικοί.

Οι πολιτικοί μας,  ο καθρέπτης της κοινωνίας μας, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση κατηγορούν τους κυβερνώντες για αδιαφάνεια και για αδιαφορία στη διαφορετική άποψη, για  άρνηση σε συναινετικές λύσεις, για  αλαζονεία και ύβρη που πηγάζει από την εξουσία. Όταν όμως έλθουν στη συμπολίτευση ενεργούν κατά τον ίδιο απαράδεκτο τρόπο, που προηγουμένως στηλίτευαν με δριμύτητα.
***
Οι Έλληνες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αρέσκονται στην εξάσκηση της “διπλής λογικής”, όπου η μια αφορά εμάς και τους δικούς μας ή όποιους κάθε φορά θεωρούμε ως δικούς μας ενώ η δεύτερη αφορά τους άλλους.
Η διπλή λογική ενέχει πρωτογονισμό και είναι ίδιον των υπανάπτυκτων λαών όπου οι άνθρωποι εστιάζουν στο στενό και βραχύχρονο συμφέρον τους εν αντιθέσει με τους πολιτισμένους λαούς που αντιλαμβάνονται καλύτερα το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους, εντάσσοντας το δικό τους στο γενικότερο συμφέρον, και θεωρώντας ως απαραίτητα στοιχεία μιας σωστής κοινωνίας τη συνεργασία, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τον αλληλοσεβασμό και την ενότητα.
Τη διπλή λογική του Έλληνα εξέθρεψαν οι συνεχείς διαμάχες των ελληνικών πόλεων κατά την αρχαιότητα και κυρίως η επί αιώνες Ρωμαιοκρατία, Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία, καθώς τον ανάγκασαν να σκέφτεται,  κάτω από συνθήκες αναστάτωσης, δουλείας και καταπίεσης, την όπως - όπως προσωπική του άμεση επιβίωση μη γνωρίζοντας τι θα του ξημερώσει την επαύριο. Όμως, δεν επιτρέπεται μετά από δυο αιώνες ελεύθερου εθνικού βίου ο Έλληνας να παραμένει δέσμιος αυτής της καταστρεπτικής κουλτούρας που είχε διαμορφώσει. 

Η διπλή λογική είναι η βάση της κακοδαιμονίας την οποία βιώνουμε σ’ αυτή τη χώρα, αληθινή κατάρα θα έλεγα. Επιπολάζει στην καθημερινότητά μας και τη δηλητηριάζει αδιάκοπα.

Έχει για εργαλεία της δυο μέτρα και δυο σταθμά, αναλόγως του τι κρίνει ή τι αποφασίζει για δράση κάποιος για τον εαυτό του ή για τους άλλους. Είναι, επομένως, επιλεκτική (“αλά καρτ”), ιδιοτελής και εν τέλει καταντά στενοκεφαλιά, ενισχυμένη δε με πονηρία οδηγεί στο να κάνει ο ένας κόλαση τη ζωή του άλλου.

Εξ αιτίας της αναπτύσσεται μεγάλη καθημερινή τριβή και δαπανάται σημαντικό κοινωνικό κεφάλαιο, διότι συνεχώς η  προσπάθεια των ατόμων και ομάδων επικεντρώνεται σε λάθος κατεύθυνση, προκειμένου η κάθε πλευρά να προστατευθεί από τις ενέργειες της άλλης. Με απλά λόγια, καθημερινά ο ένας παρακωλύει τη δράση του άλλου, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του τη δική του κρυφή στρατηγική.  

Οδηγεί σε ατομική δράση, αποκομμένη “εν πολλοίς” από τη συλλογική, και αποβαίνει σε βάθος χρόνου  ατελέσφορη. Το αποτέλεσμα είναι ότι εμποδίζεται η σύνθεση των επιμέρους κοινωνικών συνιστωσών και αποβαίνει αδύνατη η εμφάνιση δημιουργικής εθνικής συνισταμένης. Είναι υπαίτια για την πολυνομία και τις τροπολογίες της, που δυναμιτίζουν το δίκαιο και διαμορφώνουν δύσκολες και άδικες  καταστάσεις.

Η διπλή λογική σε κάνει μαέστρο στο μερικό και στο προσωρινό αλλά κοντόφθαλμο κι αδύναμο στο ολικό και το μακροπρόθεσμο. Ανακυκλώνει τα προβλήματα, χωρίς να τα επιλύει, κι αυτά είτε λιμνάζουν είτε θεριεύουν. Έτσι, εξηγείται γιατί ενώ συζητούνται συνεχώς προβλήματα για επίλυση ή σχέδια για ανάπτυξη σε αυτή τη χώρα, τα περισσότερα από αυτά ούτε επιλύονται ούτε υλοποιούνται αντίστοιχα και χρονίζουν. Μόλις, για παράδειγμα, εμφανιστεί μια πρόταση ή μια ιδέα για ένα θέμα ή ένα ζήτημα, αμέσως παρουσιάζονται πολλές  ατεκμηρίωτες αντιρρήσεις απλώς και μόνον για να την ακυρώσουν, διότι δεν ενδιαφέρει η πρόταση αυτή καθεαυτή αλλά ποιος την υπέβαλε και ποιος την υποστηρίζει. 

Η διπλή λογική εστιάζει κάθε φορά στο δέντρο και χάνει τη θέα του δάσους. Καταλήγει σε άρνηση της σκέψης, των θέσεων και της βούλησης του άλλου. Ακυρώνει την ευφυΐα μας και τη μεταβάλλει σε ηλιθιότητα, εμποδίζει τη συνεργασία και τη δημιουργία σταθερού πλαισίου, αναγκαίου για την ανάπτυξη λειτουργικής και καρποφόρας δράσης. 

Η διπλή λογική φτιάχνει ιδιώτες και όχι πολίτες, μονάδες αλλά όχι σύνολο, διαμορφώνει πολιτικό σύστημα σαν αυτό που διαθέτουμε, ανίκανο να συνεργαστεί από το πιο στοιχειώδες ζήτημα έως το πιο κρίσιμο πρόβλημα για τη χώρα. Παραλύει τον κοινωνικό ιστό και έτσι η πατρίδα παραδέρνει χωρίς πηδάλιο, χωρίς πυξίδα μέσα στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης, εύκολη λεία για θηρευτές που παραμονεύουν γύρω μας και δεν είναι λίγοι.

Μας κατατρέχει σαν ύπουλο, εκφυλιστικό νόσημα. το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση αντιμετώπισής του. Ακυρώνει εμπειρίες, δυνατότητες, πλεονεκτήματα, όλα όσα οδηγούν τις προηγμένες κοινωνίες σε επιτυχημένες ενέργειες και αξιοθαύμαστες  προόδους.

Η διπλή λογική εμπεριέχει από τη φύση της σχίσμα,  φτιάχνει εχθρούς και όχι φίλους, φτιάχνει αντιπάλους και όχι συνεργάτες. Χαράζει συνεχώς σύνορα και υψώνει τείχη, ανάμεσα σε ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες, θεριεύει τη ζηλοφθονία. Εμποδίζει την πολιτισμένη συμβίωση, η οποία άλλωστε εξασφαλίζεται, μόνον όταν οι υφιστάμενοι κανόνες ισχύουν με τον ίδιο τρόπο από όλους “εν παντί χρόνω και τόπω”.

Εν πάση περιπτώσει, η μεταστροφή από τη διπλή λογική στη μια λογική απαιτεί χρόνο. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, για να επιτευχθεί η αλλαγή παραδείγματος, επειδή ουσιαστικά απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας. Αυτή όμως πρέπει να ξεκινάει “εξ απαλών ονύχων”, διότι οι αλλαγές  μπορούν να είναι βέβαιες και λυσιτελείς μόνον όταν έχουν την αφετηρία τους στο Νηπιαγωγείο, ενώ εάν ξεκινούν από το “Σύνταγμα” είναι ατελέσφορες, καθίστανται διχαστικές και εν τέλει αποβαίνουν καταστροφικές.

***
Θα κλείσουμε με ένα “αντιπαράδειγμα”, πραγματικό όμως συμβάν που μεταδόθηκε από όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μετά το φοβερό σεισμό της Φουκοσίμα στην Ιαπωνία, o οποίος προξένησε μεγάλες καταστροφές και πολύ θλίψη στην αναπτυγμένη αυτή χώρα, που ξεπεράστηκαν όμως γρήγορα, γιατί η κουλτούρα τους διαθέτει “Μια λογική”, που συνθέτει αποδοτικά και οδηγεί στην πρόοδο.

Σύμφωνα λοιπόν με Βιετναμέζο μετανάστη (προερχόμενο από άλλη κουλτούρα), ο οποίος υπηρετούσε ως αστυνομικός στην Ιαπωνία, κάποια μέρα από εκείνη τη δύσκολη εποχή επιβλέπει μια σειρά ταλαιπωρημένων κατοίκων της Φουκοσίμα, που κάθονται νηστικοί και διψασμένοι υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα, για να πάρουν ένα πακέτο φαγητό. Στο τέλος της σειράς ένα δεκάχρονο αγόρι χωρίς ρούχα με ένα φανελάκι μόνο, νηστικό και ταλαιπωρημένο περιμένει κι αυτό στην ίδια ουρά για το πακέτο φαγητού.
Ο Βιετναμέζος αστυνομικός το πλησιάζει, το ρωτά και μαθαίνει ότι έχει χάσει από την καταστροφή γονείς και αδέλφια. Το συμπονεί και ρίχνει πρόχειρα στην πλάτη του παιδιού, που τρέμει από το κρύο, το αμπέχωνό του. Στη συνέχεια, κατευθύνεται μπροστά στον πάγκο όπου βρίσκονται τα φαγητά, παίρνει ένα πακέτο και επιστρέφοντας το προσφέρει με συμπάθεια στο αγόρι. Ο μικρός Γιαπωνέζος, παραλαμβάνει το δώρο, κάνει βαθιά υπόκλιση σε ένδειξη ευχαριστίας και κατευθύνεται αμέσως στον πάγκο όπου αποθέτει το πακέτο, επιστρέφει στη σειρά του και αναμένει.

Όταν ο αστυνομικός το ρωτά με έκπληξη γιατί, ο μικρός τού απαντά ότι, εάν δεν φτάσει το φαγητό για όλους θα το έχει στερήσει από κάποιον που το δικαιούταν, αφού περίμενε νωρίτερα από αυτόν στη σειρά του. Ο αστυνομικός δακρύζει συγκινημένος από το μάθημα σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς που παίρνει και το όλο συμβάν το περιγράφει σε επιστολή προς τον αδελφό του, η οποία στη συνέχεια γίνεται γνωστή στο Διαδίκτυο.

Ένα λοιπόν δεκάχρονο αγόρι κάπου στην Άπω Ανατολή έχει μάθει από το Νηπιαγωγείο και προφανώς από το σπίτι του ότι δε υπάρχει διπλή λογική, αλλά μία, έχει μάθει να τηρεί τους κανόνες όπως τους τηρούν και οι υπόλοιποι, έχει μάθει να ερμηνεύει τους κανονισμούς με έναν τρόπο, είτε του αρέσει είτε όχι, είτε τον συμφέρει είτε όχι και  πάντως όχι με διπλό τρόπο, όπως πράττουν συνήθως οι Έλληνες.

Έτσι εξηγείται ευκολότερα, για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε μας και σε άλλους προοδευμένους λαούς που προχωρούν πολιτισμένα χωρίς ταλαντεύσεις και πισωγυρίσματα. Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν με απόγνωση, γιατί έχει γίνει η δική μας ζωή τόσο μίζερη, πολλές μάλιστα φορές σωστή  κόλαση.               
                 

             Στάθης Ασημάκης