Σελίδες

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Η Μαριγούλα των ωκεανών



Μαυρόπουλος Χρίστος


Έχω μια γάτα, τη Μαριγούλα στο χρημώνα μου σιμά στο ξωχοκκλήσι τ' Άϊ Μηνά.

Μου την έφερε πριν κανά δυο χρόνια ο καπτά Γιώργης, ο αργαστιάρης, σα βγήκενε στη σύνταξη κι άφησε το καπετανλήκι και τα μπάρκα.

Μια γάτα καραβίσια, γλυκομάτα, σταχτιά σαν της βροχής το σύγνεφο, τροφαντή, σάμπως υπάλληλος καθισιάρης της εξουσίας, με στρογγυλό κεφάλι, μπομπάρδας μπόμπα όμοιο και πόδια δυνατά και πετσωμένα, από τις καραβίσιες λαμαρίνες!

-Είναι μια γάτα "βουτηχτής", μούχενε πει αναθυμάμαι ο καπετάνιος.
Παραξενεύτηκα τότενες ακούγοντάς τονε, τι κατέχει, πως οι γάτες σκιάζονται το νερό, μα 'κείνος θαρρείς και διάβασε τους λογισμούς μου, βιάστηκε να μ' αλλαξογνωμήσει.

-Ετούτη δω, δεν σκιάζεται μήτε το νερό, μήτε θεούς και δαίμονες. Να τηνέ δεις, συνέχισε, στα μακρινά ταξίδια μας που οργώναμε τις θάλασσες, σαν είχε ημεράδα, ότε "κυαλάριζε" λιανόψαρα στα ίσαλα του μπάρκου, είτε αφρόψαρα κατάπλωρα, έδινε μια και έπεφτε απάνω τους μες στο νερό!

Και τότενες, που λες φίλε μου, γινότανε στην κουβέρτα ένας μικρός χαμός απ' τις φωνές του βατσιμάνη, καθώς γνοιαζόμασταν όλοι για του καραβιού τα ζωντανά!

-Η Μαριγούλα στη θάλασσαααα....φούγιαζε αλαφιασμένος.

-Κι ευτύς, μονοστιγμής θα έλεγα, άδραχνε με πρεμούρα ο λοστρόμος το δίχτυ και τό 'ριχνε στη θάλασσα.

Και το ζωντανό σαν άνθρωπος σκάλωνε τα μπροστινά της πόδια στα σκοινιά κι αγάλι-αγάλι την ανεβάζαμε βρεγμένη στο κατάστρωμα, τις πιότερες φορές μ' ένα ψάρι ανάμεσα στα δόντια της!

Κι εκείνη, τ' απότρωγε με ρέγουλα, τινάζονταν, γλείφονταν, για να διώξει το πολύ νερό απ' το κορμί της, τη σφουγγίζαμε με "βούτες" κι εμείς γελώντας, μουθούνιζε στο κατόπι, αναβλεμμάτιζε τον πάσα έναν μας ξεχωριστά, σάμπως να έλεγε "φχαριστώ" κι έδινε μια και νάσου την πάλι κατάπλωρα καθισμένη!!

- Γι' αυτό σου λέω, έχει κότσια, τσαγανό και τρέλλα μπόλικη ετούτο το ζωντανό. Κι αν έχεις στο χτημιώνα σου ποντικούς, φίδια στο χέρσο και στο περιβολάκι σου ακρίδες, πάρτο και δεν θα μετανιώσεις. Οι ποντικοί, ξέρεις, στου μπάρκου τα αμπάρια, ίσα π' ακούγανε τον ανασασμό της πηδάγανε λεφούσι στη θάλασσα παρά να πέφτανε στα δόντια και στανύχια της.

Ο φίλος μου! Ο αργαστιάρης, ο καπτά Γιώργης, αγάλι-αγάλι πουντέλιαζε το 'στόρημα της Μαριγούλας και μ' είχενε στ' αλήθεια κάμει κουζουλό!

Λαλάδιζαν τα μάτια μου, μαϊνάριζε το φεγγί μου κι από κοντά η καρδιά μου να ψυχανεμίζεται απ' τη συγκίνηση για την αγάπη πού 'δειχνε ο θαλασσινός για το γατί του.

Αλλά κι απ' την άλλη, τόσο φουρφούρισμα για μια γάτα βρε αδερφέ!
-Γιατί δεν τ' άφηνες στο καράβι; του πέταξα στο άξαφνο, θαρρώντας πως ήταν κι αυτή μια λύση.

Κούνησε το κεφάλι του βαλαντωμένος.

-Πάει το μπάρκο Χρίστο. Πάει ο "θαλασσομάχος" μου. Πήρε σύνταξη κι αυτός. 

Γένηκε παλιοσίδερα, μουρμούρισε και πότισαν τα μάτια του!

Όμως εγώ επέμενα. Όχι βέβαια πως δεν ήθελα τη Μαριγούλα, αλλά να, δεν μπόραγα να ξεδιαλύνω, γιατί το έδινε αφού το αγαπούσε τόσο το ζωντανό.

-Στο σπιτικό σου...Στο σπιτικό σου δεν μπορείς να το πάρεις;

-Ας όψεται η καπετάνισσα, μούγκρισε σφίγγοντας τους γρόθους του.

-Δεν τη θέλει τη Μαριγούλα;

Φάνηκε ν' αγαναχτεί με την επιμονή μου.

-Δεν την ξέρεις την αρχοντοξεπεσμένη την κυρά μου, τη Ματθίλδη; "Δεν θέλω καραβίσια γάτα στο σπιτικό μου να βρωμάει ψαρόλαδο και λίπος" μου παράγγειλε.

Είχενε δίκιο.

Κράτησα τη Μαριγούλα κι έχουν περάσει κανά δυο χρόνια από τότενες, κι ο καπτά Γιώργης μούχενε πει θυμάμαι φεύγοντας.

-Να την αγαπάς, να την προσέχεις, γιατί οι γάτες και τα σκυλιά, νοσταλγούν κάποιες φορές, τις πρώτες, τις παλιές τους αγάπες και φεύγουνε!!


Πήρα τη Μαριγούλα στα χέρια μου, τη χάϊδεψα και τα στερνά του καπετάνιου λόγια, λύσαν την απορία μου: γιατί το ζωντανό ανέβαινε στη σκεπή του καλυβιού μου ώρες-ώρες κι έστεκε εκεί αγναντεύοντας κάτω στην Ιτέα, ένα κομμάτι θάλασσας φαρδειό, που άστραφτε στον ήλιο σαν καθρέφτης !!! 

ΠΗΓΗ: http://vivi.pblogs.gr/