Του Στέφανου Ζώτου
Ιούνιος 1946
Σε ποια κατηγορία μεγαλείου, σε ποια
σειρά εθνικού μαρτυρίου ανήκει άραγε το Δίστομο; Δεν είναι μόνον βωμός μπροστά
στον οποίον οι προσκυνηταί γονατίζουν με την ψυχή πλημμυρισμένη από συγκίνηση
και με μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν είναι αρκετή, για τη θυσία του Διστόμου, ούτε
συγκίνηση, ούτε η ευγνωμοσύνη μας, είναι κάτι περισσότερο από ότι μπορεί να συλλάβει
η ανθρώπινη φαντασία, που θα έπρεπε να προσφέρουμε. Και αυτό βέβαια είναι
αρκετό για να αποδείξει την αδυναμία μας μπροστά στο μέγεθος της περιπτώσεως.
Το Δίστομο είναι ένα μεγάλο
νεκροταφείο. Εδώ στις 10 Ιουνίου του 1944 ξέσπασε η θηριωδία του ανθρώπου, το
οργανωμένο και ομαδικό έγκλημα της Γερμανικής κτηνωδίας.
Ποιος ξέρει γιατί;
Τα εγκλήματα του βαθμού αυτού δεν
έχουν οίκτο, απορρέουν από ψυχολογικές καταστάσεις, από την αχαλίνωτη εκδήλωση ενός
σαδισμού που κατέλαβε, στον τελευταίο πόλεμο, ολόκληρο ένα έθνος, όταν βρέθηκε
πρώτα, στον εύκολο δρόμο ενός θριάμβου και αργότερα στον όλεθρο της καταστροφής.
Η Γερμανική μανία ξέσπασε σαν τραγική
θύελλα επάνω στο γραφικό Δίστομο.
Τι έφταιγε το μικρό ελληνικό χωριό;
Σε τι μπορούσαν να αλλάξουν την τροπή
των μεγάλων γεγονότων οι εκτελέσεις, οι διώξεις, οι σφαγές;
Ο τελευταίος πόλεμος δημιούργησε μια
καινούρια μορφή εγκλήματος, χωρίς ελατήρια, χωρίς τίποτα άλλο από την ανάγκη
του φόνου, τη δίψα του αίματος. Το Δίστομο πλήρωσε κι αυτό – και πλήρωσε ακριβά
– τον φόρο της τιμής για να μπει στην ήδη μεγάλη ιστορία της Ελλάδος και ίσως
να βρει και θέση στην ιστορία του κόσμου.
Σήμερα ένα πέπλο δυστυχίας απλώνεται
στο άλλοτε χαρούμενο χωριό. Υπάρχουν αναμνήσεις που δεν σβήνουν ποτέ. Κάθε
σπίτι του Διστόμου κλαίει τουλάχιστον ένα θάνατο. Οι γυναίκες όλες είναι
μαυροντυμένες και στα πρόσωπά των ζωγραφίζεται με ένταση το τρομερό παρελθόν.
Οι κάτοικοι του μαρτυρικού χωριού
ανήκουν σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο, ενωμένο με την ανάμνηση των συγγενών, των
φίλων που εσφάγησαν. Για πολλές γενεές θα μεταδοθεί σαν ιερή κληρονομιά, από
πατέρα σε παιδί, η ανάμνηση μιας τραγωδίας, η οποία δίδοντας δικαιώματα τα
οποία εμείς δεν έχουμε, αφαιρεί ταυτοχρόνως την δυνατότητα της χαράς.
Όταν σήμερα το πρωί χτύπησαν οι
καμπάνες της εκκλησίας πριν από την τελετήν της επιμνημοσύνου δεήσεως, οι μαυροντυμένες
γυναίκες που έκλαιγαν και φώναζαν ήρθαν να σταθούν απέναντι στους επισήμους που
κοίταζαν με βαθειά και πραγματική συγκίνηση.
Δεν έλειπε κανείς. Την Ελληνική Κυβέρνηση
αντιπροσώπευσε ο υφυπουργός του τύπου κ. Παραβάντης, ο οποίος εξιστόρησε το
δράμα του Διστόμου. Και μετ’ αυτόν πολλοί εξεφώνησαν λόγους. Παρέστησαν οι
αντιπρόσωποι της Γαλλικής Πρεσβείας, της Βρετανικής, Της Αμερικανικής, της Τουρκικής,
της Αργεντινής. Ο κ .Στυλ. Γονατάς, ο κ. Ν.Ζέρβας, ο υφυπουργός της Γεωργίας κ.
Ευταξίας, βουλευταί, πρόεδροι Δήμων, Κοινοτήτων και διαφόρων οργανώσεων και
επιτροπών και πλείστοι άλλοι επίσημοι, αλλά και ιδιώται, οι οποίοι ήλθαν από
τας Αθήνας δια να αποτίσουν φόρον τιμής εις το μαρτυρικόν Δίστομον. Εις το
μικρόν νεκροταφείον του χωριού κατατέθησαν πολυάριθμοι στέφανοι. Ουδέποτε
προηγουμένως το ειρηνικό είδε τέτοια μεγαλοπρεπή συγκέντρωση και ίσως να
κατάλαβε ότι η θυσία και τα μαρτύρια που υπέστη αποτελούν κάτι το οποίον δεν
ξεχνιέται εύκολα και που δίδει δικαίωμα στην εκτίμηση και στο σεβασμό.
Αλλά κι αυτά τα συναισθήματα δεν
είναι αρκετά. Στα σπίτια του χωριού, που το καθένα των γράφει στους τοίχους του
τα ονόματα και την ηλικία των σφαγιασθέντων (οι Γερμανοί δεν εσεβάσθησαν ούτε
τα μωρά, ούτε τους γέρους) κατοικούν σήμερα περίπου 350 ορφανά. Αυτά τα παιδιά
πρέπει να ζήσουν, πρέπει να τους δοθεί η δυνατότης να ξεχάσουν, η πιθανότης
μιας καλύτερης ζωής. Εδόθηκαν υποσχέσεις. Τις ακούσαμε με πραγματική ευχαρίστηση.
Αλλά θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκτελεσθούν. Το Δίστομο κέρδισε το δικαίωμα να
τεθεί πρώτο στη σειρά του προγράμματος της ανοικοδομήσεως και της φροντίδος.
Αυτό δεν πρέπει να ξεχασθεί.
‘Ίσως η πραγματική εικόνα της δυστυχίας
του Διστόμου να μην αποδοθεί απολύτως κατά τη διάρκεια της τελετής. Χθες όμως το
βράδυ, όταν από σπίτι σε σπίτι ακούσαμε την τραγική ιστορία του καθενός και
ενώσαμε το δράμα της μιας οικογενείας με το δράμα της άλλης, καταλάβαμε
καλύτερα το μέγεθος της εθνικής συμφοράς.
Στο γραφικό Δίστομο, οι βάρβαροι σφάζοντας αθώους, δημιούργησαν ήρωες, μπροστά στους οποίους κύπτομε την κεφαλή με ευλάβεια και υπερηφάνεια.