Σελίδες

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΩ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ

ΜΕΡΟΣ Β'

(ΑΤΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑ 1872 - 1873) 

Η μέχρι Αραχώβης ατραπός, ανάντης και απότομος επί των υπωρειών του Παρνασσού είναι επίπονος προς πορείαν και δη έν νυκτί , απεφάσισα να διανυκτερεύσομεν παρά το Ζεμενόν αφού πρότερον άψωμεν πυράς πέριξ. Η νύξ ην θαυμασία, ώς εκ της νηνεμίας και μόνη η παγερά ατμόσφαιρα, καθίστα την διαμονήν οχληράν, αλλά είμεθα εφωδιασμένοι, δια χλαινών και αι πυρραί καθίστων, την ατμόσφαιραν ήττον ψυχράν. Επί πρίνου πυκνοτάτου ερρίφθην και παρεδόθην, είς ύπνον όχι δυσάρεστον. Το άρωμα του πρίνου, αι σελλαγίζουσαι πυρραί αι εκ των καιομένων πρίνων, η φωνή του βύου (μπούφου), του νυκτινόρου τούτου πτηνού, με εβαυκάλιζον, τρόπον τινά και καθίστων ήττον αισθητή την από του υπαίθρου ύπνου τικτομένην δυσφορίαν. Βαθέως όρθρου, παρεκάλουν να γίνη η έγερσις και αφού, πρότερον ερροφήσαμεν, κύαθον καφφέ και εφάγομεν, άρτου τεμάχια πολλά, αναβάντες των ημιόνων, οδηγούμεθα δια των ατραπών, προς την ωραίαν κωμόπολιν της Αραχώβης, όπου εφθάσαμεν μετά παρέλευσιν τριών ωρών. Όταν δε ο Ηλέκτωρ Υπερίων, (ο ακτινοβόλος ήλιος), εφάνη εις τας κορυφάς των οικιών, της ωραίας κωμοπόλεως, ημείς διεσχίζομεν τας οδούς της, χαίροντες και επάτουμεν τας κορυφάς του Παρνασσού, όπου εγγύς του, των Δελφών μαντείου του Απόλλωνος, εύρηται. 


Η Αράχωβα ωκοδόμηται, επί τινός του Παρνασσού κλιτύος και κατοικείται, υπό πεντακισχιλίων περίπου ψυχών. Οι κάτοικοι κύριον πόρον, έχουσιν τον καρπόν της ελαίας και το εξ αυτών εκθλιβόμενον έλαιον μα και τον οίνον, όν παράγουσιν εκ των ωραίων αμπελώνων. Οι κάτοικοι της Αραχώβης, έχουσιν αναστήματα υψηλά, άνδρες τε και γυναίκες, αι δε γυναίκες φημίζονται δια την καλλονήν των. Το διάζωμα (μπροστέλλα), ο φέρουν αι γυναίκες , τον μεν των εγγάμων εστίν ερυθρούν, το δε των αγάμων ερυθρούν διηνθησμένων δια πλεκτών κεντημάτων ποικιλοχρωμων, το δε των χηρών μέλανος χρώματος. Αι κόμαι των γυναικών, είνε πλούσιαι και πάσαι αι γυναίκες είνε ευπλόκαμοι.

Εν γένει, αι γυναίκες της Αραχώβης είνε φαιδραί και χαρίεσαι και αυστηρών άμα ηθών.
Παρέμεινα εν Αραχώβη επί πολλάς ημέραις ίνα περαιώσω τας ανακρίσεις και κατόπιν, επειδή η απόστασις του εν Φωκίδι μαντείου των Δελφών, από της Αραχώβης είνε σύντομος, απεφάσισα να επισκεφθώ αυτό και να θαυμάσω, τον ναόν του Απόλλωνος, εις όν ην αναγεγραμμένον το «γνώθι σ’ αυτόν» και το «μηδέν άγαν». Οι σοφοί Έλληνες, εκ μεν Ιωνίας Θαλής μεν Μιλήσιος και Βίας Πρινεύς, Αιολέων δε των εν Λέσβω Πιττακός Μιτυληναίος, εκ δε Δωριέων των εν Ασία Κλεόβουλος ο Λίνδιος και Σόλων τε Αθηναίος και Σπαρτιάτης Χίλων. Ο δε έβδομος Πλάτων ο Αρίστωνος, αντί Περιάνδρου του Κυψέλου Μύσονα, κατείλοχε τον Χηνέα. Ούτως, αφικόμενος εις Δελφούς, ανέθεσεν τω Απόλλωνι τα αδόμενα Γνώθι σαυτόν και Μηδέν άγαν, ώς ιστορεί ο Παυσανίας εις τα «Φωκικά» Liber X§ XXIV, γράφων επί λέξεσιν «εν δε τω προνάω τω εν Δελφοίς γεγραμμένα εστίν οφελήματα ανθρώποις ές βίον, εγράφη δε υπό ανδρών ούς γενέσθαι σοφούς λέγουσιν Έλληνες»

Από Αραχώβης αναχωρήσας, τη πρωία έφιππος, επορεύθην οδόν όχι ανώμαλον και χαλεπήν, αλλά ομαλήν μεν, προ πάντων ώς λέγομεν σήμερον, ανηφορικήν. Βράχοι υψηλοί και αποτομότατοι, υψούνται, δεξιά τω αναβαίνοντι την ατραπόν και λίθοι ογκώδεις, πρόκεινται τη ατραπώ πολλαχού, αποσπασθέντες και κατακυλισθέντες εν των τού Παρνασσού βράχων υπό σεισμών ισχυρών και ολεθρίων, επισυμβάντων εν Φωκίδι κατά το έτος 1871. Ευρίσκομαι προ του μαντείου του Απόλλωνος και ενθυμούμαι το αρχαιότατον ότι Γής, είναι το χρηστήριον και υπό της Γης ότι ετάχθη, πρόμαντις η Δάφνις, ήτις είναι των περί το όρος νυμφών. Λέγουσι δε, το αρχαιότατον κατεσκευάσθη εκ δάφνης, ότι δε εκομίσθησαν οι κλάδοι, από της δάφνης της εν Τέμπεσι. Κατά δεύτερον λόγον λέγουσιν οι Δελφοί, ότι ο ναός εγένετο υπό μελισσών, από του τε κήρου των μελισσών και εκ πτερών. Λέγεται δε και έτερος λόγος, ότι τον ναόν τον κατεσκέυασε ανήρ Δελφός, όστις ονομάζετο Πτεράς και ως εκ τούτου του οικοδομήσαντος τον ναόν, έλαβεν ούτος και το όνομα του Πτερά. Ότε δε Παυσανίας ο περιηγητής, επεσκέφθη τους Δελφούς, αναφέρει ότι ,«την δ’ εφ ημών τω θεώ ωκοδομησαν από των ιερών οι Αμφικτυονες χρημάτων, αρχιτέκτων δε τις Σπινθαρος εγένετο αυτού μεν Κορίνθιος …» (Παυσανίας, «Ελληνικά», Χ, 5,13)

Και ταύτα μεν πανθ’ όσα φέρονται περί του μαντείου τού Απόλλωνος και περί τού τρόπου της κατασκευής αυτού και του αρχιτέκτονος, εγώ δε συναντώ ευθύς ώς καταφθάνω επί του ιερού τόπου και ορώ πηγήν κατά τα δεξιά και ύπερθεν αυτής αναβαθμίδας λελαξευμένας επί τού βράχου, διηκούσας δε μέχρι ανοίγματος μεγάλου, ού είς το άκρον χαίνει βάραθρον και ούτινος, ύπερθεν λέγεται ότι έκειτο ο Τρίπους, επί τού οποίου αναβαίνων ο Πύθιος Απόλλων εμαντεύετο τούς λοξούς εκείνους χρησμούς, οίτινες και εζητούντο συχνότατα. Επί τού βράχου αυτού εύρον διάφορα άνθη άγρια, ών μεταξύ και ανεμώνην. Τα άνθη ταύτα φυλάσσονται επιμελώς και ευλαβώς υπό φιλτάτης μοι αυταδέλφης. Καταβαίνω τας αναβαθμίδας και προχωρώ. Ευρίσκομαι απέναντι χώρου ευρέως ούτινος είς τας παρειάς ή κάλλιον τας πλευράς, εκ λίθου μαρμάρου κατασκευασμένας ορώ μυριάδας επιγραφών. Ο χώρος ούτος εις το εμβαδόν περιέχει ποικίλλα γεωμετρικά. Το σύνολον του χώρου με βεβαιοί ο εξηγητής ότι ην το μαντείον ή ο ναός του Απόλλωνος. Ο μέγας αρχαιολόγος Μύλλερος, αναγινώσκων τας επιγραφάς ταύτας προ πολλών δεκαετηρίδων και εκτεθειμένος είς την επίδρασιν των καυστικών ακτίνων του ηλίου προσεβλήθη ο τάλας υπό τύφου και υποκύψας εις την νόσον απέθανεν, ο δε τάφος αυτού εύρηται επί του Κολωνού, δεξιά τω βαίνοντι εις την Κολοκυνθούν. 

Οι Δελφοί επί των οποίων ευρίσκετο το χωρίον Καστρί ερειπωθέν υπό του σεισμού ός έσεισε την Φωκίδα εν έτει 1871 ανωκοδομήθησαν διά καλύβων εκ ξύλου, είς μίαν των οποίων στεγάζεται ο οπλαρχηγός του αγώνα Φράγγος, αγαθώτατος γέρων, όστις με εφιλοξένησεν επί τινάς ώρας και μοί επέδειξε την πολύτιμον οπλοθήκην του, είς ην είχεν ανηρτημένην και σπάθην Δαμασκηνήν, ην τινά είχεν αποκτήσει αφαιρέσας εκ του νεκρού πασσά, όν ιδίαις χερσί κατά τον αγώνα της παλιγγενεσίας είχεν αποκτείνει. Η λεπίς της σπάθης της Δαμασκηνής κέκτηται την ιδιότητα της ελαστικότητος, τόσον μεγάλην, ώστε λυγιζόμενη ευκόλως, ενώνει τας δύο άκρας, σχηματίζουσα σχήμα ωοειδές. Είνε δε βαρύτιμος η τοιάυτη λεπίς. Παραλείπω να διηγηθώ, πανθ’ όσα μετριοφρονέστατα, μοί αφηγήθη ο Φράγγος περί τού Ελληνικού αγώνος. Ο Φράγγος, γενναίος πολεμιστής, ην αναστήματος μετρίου και είχε φωνήν γυναικώδη, ην δε πατήρ επιστήμονος ικανού, επαγγελομένου τον ιατρόν εις Άμφισσαν και τιμωμένου παρά των συμπολιτών του. Δι’ Αραχώβης επιστρέφων εκ Δελφών και κατερχόμενος τας υπωρείας του Παρνασσού μετέβαινον είς χωρίον Δαύλια του Δήμου Διστόμου , χωρίου μικρού, ούτινος αι λιθόκτιστοι οικίαι εισίν αραιώς οικοδομημέναι. 

Το χωρίον είνε η αρχαία Δαυλίς περί ής ο Παυσανίας λέγει « Οι δε ενταύθα άνθρωποι πλήθος μεν εισίν ού πολλοί, μεγέθει δε και αλκή και είς εμέ έτι δοκιμώτατοι Φωκέων.» («Φωκικά», Liber X) Ενταύθα εν τη Δαυλίδι διηγείται ο αυτός Παυσανίας «παραθείναι τω Τηρεί τον παίδα αι γυναίκες λέγονται και ανθρώποις των επί τραπέζη μιασμάτων τούτων ήρξεν. Ο δε έποψ είς όν έχει λόγον τον Τηρέα αλλαγήναι, ούτος ο όρνις, μέγεθος μεν ολίγον εστίν, υπέρ όρτυγα, επί τη κεφαλή δε τα πτερά εις λόφον σχήμα εξήρται». (Παυσανίου «Φωκικά» X, IV Θαυμάσαι δε άξιον, ότι εν τη γή ταύτη, χελιδόνες ούτε τίκτουσιν, ούτε εκλείπουσι δε τα ωά, ούδ’ άν αρχαί προς οικήματος ορόφω νεοσίαν χελιδών ποιήσαιτο. Λέγουσι δε οι Φωκείς ώς τη Φιλομήλα και όρνιθι ούσηΤηρέως δείμα και της πατρίδος έπεστι τής Τηρέως.» Περί της αλκής των κατοίκων της Δαυλίδος, εγενόμην αυτόπτης μάρτυς ότε απόσπασμα στρατιωτικόν εκλείσθη υπό των Δαυλιέων, εντός οικήματος πολιορκηθέν και ηναγκάσθη, ίνα σωθή υπό της επαπειλούσης καταστροφής να προβή είς συνθηκολόγησιν.


Σημ 1 Σχολιάζοντας την φράση του Δραγούμη. ...επί πρίνου...ερρίφθην και παρεδόθην...δεν θα παραλείψουμε να εγκωμιάσουμε, την σπάνια περιγραφή αυτή, μιάς πρακτικής των ποιμένων του Παρνασσού, τις βροχερές χειμωνιάτικες ημέρες, όπου επέλεγαν ένα κοντοπούρναρο η ένα πυκνό σχίνο, για να ξαπλώσουν διπλώνοντας την γιδόκαπα, πού ο Δραγούμης αποκαλεί χλαίνη, με τρόπο πού ονομαζόταν " ραφ'τκους", ώστε σε ύψος από το έδαφος, λόγω της φυτικής σκληρής μάζας, να αποφεύγουν την υγρασία και τα νερά, αφού οι γιδοκαπες ήσαν αδιάβροχες, όχι για όλο το σώμα βέβαια. Πράγματι όποιος έχει κατακλιθεί κατάκοπος έτσι, θα θυμάται εφ όρου ζωής την αξέχαστη στιγμή, με την μυρωδιά τού πρίνου και τού σχίνου,το βεβαιώνω ώς παλιός κυνηγός και ορειβάτης.

Σημ 2. Παλαιότερα οι Αραχωβίτες και οι Διστομίτες, μέχρι το 1940,κατέβαιναν στην Ελάτεια, με φορτωμένα τα ζώα τους, με ασκια με κρασί και λάδι και τα έδεναν στο χάνι της Μαρδίτσας. Εκεί γινόταν το αλισβερίσι, δηλαδή το μικρεμποριο, η ανταλλαγή, με όσπρια, κριθάρι, σιτάρι κλπ. Επίσης έστω και σήμερα να προσθέσω, την μαρτυρία μου, για το εξαιρετικό κρασί αυτό, με το βαθυκόκκινο χρώμα, πού γινόταν ανάρπαστο, θυμάμαι τους αδελφούς Σφουντουρη, παλιά οικογένεια αγωνιστών του 1821. Οι Αραχωβίτες, άνδρες και γυναίκες ήσαν ευσταλεις και μεγαλόσωμοι, όπως καταγράφουν σχεδόν όλοι οι περιηγητές, οι δε γυναίκες είχαν φαντασία και ικανότητα στον αργαλειό και ήσαν διάσημες γι αυτό, όπως και για την παράσταση και την φορεσιά τους.

Σημ.3 Η Δαύλεια και οι Δαυλειώτες, πού διετήρησαν το αρχαίο Ομηρικό και Φωκικό τους όνομα, ήσαν διάσημοι για τους γενναίους και υψηλόσωμους άνδρες, αλλά και τους ωραίους και αδίκως λησμονημένους Μύθους, ανάλογους με τον αιματηρό Θηβαϊκό Κύκλο, πού ακροθιγώς αναφέρει ο Δραγούμης (βλ περισσότερα Π Γ Δημάκης Flora+Fauna 2012 σελ 12. Ο Εποψ.) Η αιματηρή τραγωδία της Δαύλειας με τον βασιλιά Τηρέα, ποιμένα Λαών, την Πρόκνη και την Φιλομήλα, ανήκουν σ έναν συναρπαστικό δραματικό κύκλο, πού ο μόνος, σύγχρονος μάρτυς παραμένει, ο Τσαλαπετεινός με το φτερένιο στέμμα του, πού τεντώνει το αδύνατο κορμάκι του, με πόζα, θορυβώντας, για να μάς θυμίσει ότι ήταν βασιλιάς κάποτε.

Σχόλια Παναγιώτης Δημάκης