(Απο έρευνα του ιστορικού Τάκη Λάππα)
Αφού η Ελλάδα ησύχασε απ' τον
πολύχρονο αγώνα για τη λευτεριά της κι έγινε πια κράτος, βάλθηκαν και οι
Ρουμελιώτες, όπως κι οι άλλες επαρχίες να ξαναχτίσουν τ' αφανισμένα τους
σπίτια. Γιατί στη Ρούμελη δεν υπήρχε πολιτεία ολόρθη, χωριό αγκρέμιστο. Ο εχθρός
περνώντας τ' αφάνισε όλα. Ετσι και οι Καστρίτες άρχισαν να ξαναστήσουν τα
σπίτια τους και να φτιάξουν το χωριό τους, που τον Ιούνιο του 1823 το είχε
κάψει ο Μπερκόφτσαλης πασάς.
Δεν ήταν τυχερό όμως το χωριό τους
Καστρί να ριζώσει για πάντα. Κάτω απ' τα θεμέλιά του βρισκόταν θαμμένη πριν απο
αιώνες μια άλλη πόλη : οι Δελφοί! Πως λοιπόν ήταν μπορετό ο “Ομφαλός της γής”
να μείνει θαμμένος κάτω απ' ένα χωριουδάκι...; Το Καστρί ήταν καταδικασμένο να
παραμερίσει για χάρη της αρχαιότητας.
Τον Αύγουστο του 1839 η τότε “επί των
εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία” με υπουργό τον Γλαράκη
υπόβαλε στον Οθωνα ένα υπόμνημα που σώθηκε (Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχείον
Ανακτοβουλίου Οθωνος). Γράφει λοιπόν ο Γλαράκης μεταξύ άλλων :
“ ... επι πολύ η θέσις του
περιφήμου Ναού ήτο άγνωστος και ενομίζετο οτι παν ίχνος του είχεν απωλεσθεί.
Περιηγηταί είχον εύρει εντός του χωρίου τείχη κεκαλυμμένα μ' επιγραφάς, τας
οποίας ο Βοίκιος εξέδωκε κατά μέρος εις την συλλογήν του, αλλ' εσχάτως προ
τινων ετών εγχώριος τις εκ Δελφών, οικοδομών οικίαν, εύρεν εντός των θεμελίων
διάφορα και γλυπτικής και αρχιτεκτονικής λείψανα, εις αυτόν ανήκοντα τον Ναόν.
Τούτο έδωσεν αφορμήν εις την Γραμματείαν να ερευνήσει ακριβέστερον περί θέσεως
του Ναού, και τω όντι ανεκαλύφθη το έδαφος αυτού αμέσως υπεράνω του ρηθέντος
οικοπέδου. Η Γραμματεία σκεφθείσα οτι κατά πάντα λόγον είναι αναγκαίον να
καθορισθεί του Ναού τουλάχιστον η θέσις εκ των νέων εποικοδομημάτων, οτι τούτο
απαιτεί και του τόπου η αρχαία φήμη και η ελπίς της ευρέσεως γλυφών και
επιγραφών, έπεμψε επιτοπίως πρώτον μεν τον έφορον του Κεντρικού Μουσείου, μετά
δε ταύτα τον Υπουργικόν Σύμβουλον κ. Ραγκαβήν, δια να ίδωσιν αυτοψί και
συσκεφθώσι μεθ' ενός αρχιτέκτονος και των επιτοπίων αρχών, αν προς τούτα πρέπει
να μετακομισθεί αλλαχού ολόκληρον το χωρίον και που και πως, ή αν δύναται να
ληφθεί άλλο ανεφαρμοστότερον μέτρον”.
Δεν ήταν και τόσο εύκολο τότε,
ολόκληρο χωριό που μόλις το είχανε ξαναχτίσει να το γκρεμίσουν. Ο Γλαράκης όμως
βρήκε κάποια προσωρινή λύση. Υιοθετώντας τα συμπεράσματα και τις γνώμες του
Ραγκαβή, του Εφόρου του Κεντρικού Μουσείου και του Διοικητή Φωκίδας, έκανε
εισήγηση στο υπουργικό του υπόμνημα προς το βασιλιά Οθωνα, να τις αποδεχθεί. Κι
εξακολουθεί αναλυτικά να αναφέρει την γενική κατάσταση, την τοπογραφία, το
κόστος της μετεγκατάστασης, τον αριθμό των οικιών και την ανάγκη να αποζημιωθεί
πρώτος ο ιδιοκτήτης της οικίας υπ' αριθμόν 159 που :
“.. είναι ανάγκη να κατεδαφιστεί
αμέσως , διότι ούσα νεόκτιστος και ευρύχωρος θέλει κατέχει πάμπολλα έτη ακόμη
την σημαντικοτέραν του παλαιού περιβόλου (σημ. του Ναού) θέσιν, και εις αυτόν
δε τον οικοδεσπότην και εις τους των λοιπών καταδεδικασμένων οικιών είναι
ανάγκη να παραχωρηθεί τόπος ίσος με τον υπ' αυτών εγκαταλειπόμενον, εκ των
χώρων των κειμένων αριστερώς και εμπρός του χωρίου. Εις την παραχώρισιν
τοιαύτην δύναται να συμπράξει ο Διοικητής Φωκίδος μετά του αρχιτέκτονος
Λαυρεντίου, όστις επιμελώς καταμέτρησε των Δελφών το χωρίον και κατέστρωσεν
αυτού τον πίνακα. Τα νέα οιόπεδα κατά τινα ευρυθμίαν διατεθειμένα δύνανται να
παραχωρηθούν αμέσως εις τους ιδιοκτήτας, κλπ, κλπ “.
Στο σύνολο του υπομνήματος προκύπτει
οτι ο Γλαράκης πρότεινε να μείνει προσωρινά το χωριό στο ίδιο μέρος. Οι λόγοι
ήταν οικονομικοί. Ολο το Καστρί το είχαν εκτιμήσει σε 186.594 δραχμές!... Εκτιμητές
: ο Δήμαρχος Καστριού, Α. Διαμαντόπουλος, ένας υπάλληλος απ' τη Διοίκηση
Φωκίδας και ο Λαυρέντιος. Ο Λαυρέντιος ήταν ο Ευρωπαίος αρχιτέκτονας Charles
Laurent, καθηγητής στο Πολυτεχνείο, που σε πολλά τότε έγγραφα αναφέρεται
με εξελληνισμένο τ' όνομά του.
Η αναλυτική εκτίμηση του Καστριού απ'
την επιτροπή γίνηκε στο τέλος του Νοέμβρη του 1838 και σώζεται, αλλά θα ήταν
κουραστικό να την δημοσιεύσω ολάκερη. Μας δίνει ονομαστικά τους κατοίκους με
τον αριθμό που αναφέρεται στο σχέδιο το σπίτι τους και με την αξία .
Απ' όλα τα σπίτια θα δούμε μονάχα
ποιό ήταν με τον αριθμό 159 που βρισκόταν μπροστά στον περίβολο του Ναού του
Απόλλωνα και μάλιστα σε μέρος που κατά τον Γλαράκη : “.. εκοιλίσθησαν
πολλά των στηλών και των ζωφόρων αυτού λείψανα..”.
Το σπίτι αυτό, το πιο καλό του
χωριού, ήταν του ηρωικού Καστρίτη αγωνιστή Δήμου Φράγκου, που πολέμησε στην
Αλαμάνα, στη Γραβιά, τα Βασιλικά κι αλλού.Ενα χαρακτηριστικό επεισόδιο είναι
αρκετό να μας δείξει την παλληκαριά του Φράγκου.
Σε μια μάχη κοντά στα Σάλωνα είδε απο
μακριά να έρχεται προς το μέρος του ένας ντελής, καβάλλα στο ατίθασο άτι του. Ο
Φράγκος που βρέθηκε μ' αδειανά όπλα, κρύφτηκε πίσω απο ένα λιόδεντρο. Τη στιγμή
που προσπερνούσε ο ντελής αρπάζει το άλογο απ' την ουρά ο Φράγκος και
στριφογυρίζοντάς το με δύναμη κατάφερε να ρίξει κάτω τον καβαλλάρη και να τον
σκοτώσει με το γιαταγάνι του. Για τούτο ο ποιητής λέει: “ Ο Φράγκος
απο την ουρά έριχνε τους ντελήδες”.
Λοιπόν το σπίτι του αγωνιστή Φράγκου
θεωρούσε αναγκαίο ο Γλαράκης να γκρεμιστεί πρώτο και συντομότατα.Ο Φράγκος αφού
μάταια διαμαρτυρήθηκε στον Δήμαρχο του Καστριού, στον Εφορο των Αρχαιοτήτων και
σ' αυτόν τον Υπουργό αναγκάστηκε να προσφύγει στο Βασιλιά με μια αναφορά που
γράφει :
“ Παλαιός της Πατρίδος
αγωνιστής, αφού προσέφερα το παν δια την ιεράν ανεξαρτησίαν της Πατρίδος εις
τον Θείον ναόν της, αφού παρήτησα εις την μανίαν του εχθρικού πυρός την προ της
Επαναστάσεως σημαντικήν κατάστασήν μου, φίλος ενταυτώ του ησύχου και ειρηνικού
βίου, πατήρ πολυαρίθμου οικογενείας, προτιθέμην σκοπόν να αναγείρω κατά το 1832
οικίαν εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα του Δήμου Δελφών”
Και αφού εκθέτει την παρέμβαση των
αρμοδίων, προτείνει ο ίδιος λύση :
“ Αον, Υποχρεούμαι ν' ανασκάψω
δι εξόδων μου και όσα τυχόν αγάλματα ή άλλον τι τοιούτον Αρχαίον ήθελον εύρει,
ή να το παραδώσω προς τον Δήμαρχον Δελφών κατά διαταγήν της Β. Κυβερνήσεως ή να
θέτω ταύτα εντός περιφράγματος προς θεωρίαν του κοινού και να τα δίδω πάλιν εις
την Κυβέρνησιν όποτε αυτή ήθελεν να ζητήσει.
Βον, Παραχωρώ το δικαίωμα εις την
Κυβέρνησιν του να κάμη ανασκαφήν όποτε ήθελε λάβει τοιούτον μέτρον, εις το υπό
της οικίας μου οικόπεδον, χωρίς όμως να επιφέρη βλάβην τινά της οικοδομής μου
και όσα τυχόν αγάλματα ήθελεν εύρει να ανήκουσι εις αυτήν.
Γον, Εάν η Σ. Κυβέρνησις δεν ήθελεν
εγκρίνει καμμίαν των ανωτέρω δύο προτάσεών μου, και θέλει να αποκτήση το περί
ου ο λόγος οικόπεδόν μου, υποκύπτει εις την θέλησην αυτήν, αφού προηγουμένως :
1ον, Με αποζημιώσει δια τα γενόμενα
έξοδα της μέχρι τούδε οικοδομής, επι υποχρεώσει τακτικών αποδείξεων και
λογαριασμών, και όχι κατά την οποίαν έκαμεν εκτίμησιν ο Αρχιτέκτων, διότι εις
αυτήν παρέλειψε την εκτίμησιν των θεμελίων και τινων άλλων.
2ον, Με αποζημιώσει δια το οικόπεδον
με άλλο επιφυλάττομαι το δικαίωμα να ονομάσω εις ιδιαιτέραν μου αναφοράν, ότε η
Γραμματεία ήθελεν εγκρίνει το τελευταίον τούτο μέτρον”.
Απ' τη σεμνή και δίκαιη αυτή αναφορά
του Φράγκου αποδείχνεται οτι οι Καστρίτες γενικά είχαν συναίσθηση του μέρους
που κατοικούσαν. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να προφυλάξουν τα μνημεία των
Δελφών, όσα ήταν σκορπισμένα δω και κεί ή τυχόν αποκαλύπτανε. Στα 1834 υπάρχει
αίτησή τους που ζητούσαν απ' το βασιλιά να ιδρυθεί μουσείο στο χωριό τους και να
προφυλαχθούν τα ευρήματα.
Τάκης Λάππας
* Στη φωτογραφία το
σπίτι του Δήμου Φράγκου απο τα αρχεία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής.