Σελίδες

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Η Αράχωβα των Χριστουγέννων!



Μαυρόπουλος  Χρίστος

Φίλε... ξέρω,

κοντοζυγώνουν  τα  Χριστούγεννα,
και  λες  κάπου  να  πας. Κάπου  που  νά 'χει  εμορφιά, παράδοση, κι  απλότητα.
Κάπου  που  νά 'χει  φως  Λαμπρό  από  κεριά, γλυκόλαλο  καμπάνας  ήχο, κι  ένα  σωρό  φωνές  από  παιδιά  ν' αναριοκυματίζουν  στον  αγέρα, των  Χριστουγέννων  προσευχές  και  ψαλμωδίες!

Νά 'χει  χαμόγελα  στα  χείλια  των  ανθρώπων, ευχές  από  καρδιάς, αχνοζαχαρωμένα  χιόνια, μεζέδες, κοντοσούβλια, μπρούσκο  στη  φχέτα  το  κρασί, και  μια  Χριστουγεννιάτικη  αστροφεγγιά  γιομάτη  προσδοκίες!

Νά 'χει  κι  ένα  λεβεντογέροντα  με  τα  δικά  του  χούγια, και  πρόσχαρη  λαλιά, να  ξεκρεμάει  αγάλι-αγάλι  από  τον  τρόγυρο  των  χρόνων, των  καιρών, παλιά, χαρούμενα  ιστορήματα  να  σου  μελώνουν  την  καρδιά, μπροστά  στο  τζάκι  στη  φωτιά, και  σα  να  λες: "Αξίζει  η  ζωή  για  να  τη  ζεις, έστω  μονάχα  και  για  των  Χριστουγέννων  τη  χαρά!"


 Όμως  ξέρω  φίλε  μου,
ίσως  να  μου  πεις, τάχατες  αυτό  το  τελευταίο, καλό  είναι, μα  είν' για  τα  παιδιά! Οι  γέροι...τα  στορήματα!

Ενώ  εσύ  γυρεύεις  να  ζήσεις, να  σφίξεις, να  ξεζουμίσεις, να  γιορτάσεις  τη  ζωή, και  του  Χριστού  τη  γέννηση  απ' όλες  τις  πλευρές.

Τότε  θαρρώ  πως  πρέπει  θά 'ρθεις  ψηλά  στον  Παρνασσό!

Στο  Μέγα  αυτό  του  Θεού  γλυπτό,
και  της  Πατρίδας  μου  φωτολαμπάδα  πέτρινη
στην  εκκλησιά  του  κόσμου!


Έλα  λοιπόν  στην  κόρη  του!

Στην  παινεμένη  Αράχωβα  πού 'χει  τον  ήλιο  στα  μαλλιά, στα  μάτια  λάμψη  και  ζωή, και  χιόνια  ανέγγιχτα  στο  λυγερό  της  το  κορμί!

Έλα  να  δεις  τα  σπίτια  να  δέρνονται  με  τους  αγέρηδες... Τις  βρύσες  του  Άϊ-Γιώργη  με  τα  κρεμάμενα  νερά... Το  δρόμο  σα  χρυσό  ζωνάρι  στη  μέση  του  χωριού...Το  βράχο, το  γιο  του  Παρνασσού, με  το  πυργίσιο  το  ρολόϊ... Τον  ήλιο  να  βλεφαρίζει  απ' τη  "Βλαχόλακα"...Τα  φαράγγια, τ' αχνάρια  του  Πλειστού... Ο  βόγγος  να  σε  διαπεράσει  ενός  "κατεβατού!". Ν' ακούσεις  τη  ντοπιολαλιά... Των  κοριτσιών  να  σε  σαστίσει  η  λαμπερή  ματιά... Γερόντων  να  μάχονται  μ' αποκοτιά, το  χρόνο, τους  καιρούς... Ξωτάρηδες  τσοπάνηδες, από  κορφή  σε  ξέλακκο  να  πέτουνται  σαν  τους  αητούς!

Να  οσμιστείς, να  λιγωθείς, να  φας  τα  κοντοσούβλια  που  ψήνουνε  τα  μαγαζιά  στην  αγορά... Να  πεις  το  μπρούσκο  και  να  ταξιδέψεις  σ' αντιφεγγίσματα  κεφιού... Να  δοκιμάσεις  φορμαγέλα, να  σου  λιανίσει  την  καρδιά  απ' τη  νοστιμιά... Κεριά  ν' ανάψεις  στις  δυο  Λαμπρές  του  τόπου  εκκλησιές... Τον  Άϊ-Γιώργη  στα  ψηλά, την  Παναγιά  στα  χαμηλά, κοντά  στους  πόνους  των  ανθρώπων!

Να  δεις  τ' απόβραδο  στη  βόλτα, στο  σεργιάνι, κόσμο, ξενούρα, και  ντουνιά, σε  μια  μεγάλη  αγκαλιά  να  σουλατσάρει, να  γελά... Αγόρια  και  κορίτσια  χαρωπά  στις  καφετέριες, στα  μπαρ, να  ζουν  το  σήμερα  μ' ορμή  και  να  ελπίζουν  στ' αύριο!

Τη  νύχτα  ν' αργοσαλεύει  και  στις  ταβέρνες  άρχοντες, παρακεντέδες, και  καραβίσιοι  πολυταξιδεμένοι, εκεί  που  πίνουν  και  γλεντάνε, ξάφνου  σιωπή  και  Θείο  Φως!

Έχει  ανοίξει  ο  ουρανός, τα  σύγνεφα  μεριάζουν, γλυκαίνει  ο  τόπος  τρόγυρα, μερεύει  κι  ο  καιρός, κι  οι  άνθρωποι  αντίκρυ  στη  ψυχή  τους, καθώς  γεννιέται  ο  ΧΡΙΣΤΟΣ!

Κι  ύστερα...

Ύστερα  γέλια, φωνές, χαρές, ευχές... Χαλκούνια  και  κρότοι  στον  αγέρα, και  χάνονται  ευτύς  όλες  του  κόσμου  οι  σκιές!

Μακρυά  και  χαρωπή  η  νύχτα  εκείνη  φίλε  μου!

Κι  ότε  με  το  καλό, την  άλλη  μέρα  ανεβείς  στον  Παρνασσό, μη  και  σκιαχτείς  τους  άσπρους  χορευτές  στον  τρόγυρο, στο  δρόμο... Είναι  τα  έλατα  ασπροντυμένα  απ' τα  χιόνια!

Γι' αυτό  εσύ  προχώρα  για  το  γαλαζοφώς  και  τα  ψηλά, στου  Παρνασσού  στα  στήθεια  τα  φαρδειά, όπου  χρυσαετοί  κι  άνθρωποι  με  φορεσιές  χιλιόχρωμες, άλλοι  πετούν, κι  άλλοι  γλιστρούν  με  σκι  στο  όνειρο, και  στου  χιονιού  τη  διαμαντένια  εμορφιά!

Κλείνω  το  γράμμα  φίλε  μου, και  κάμε  όπως  θες!


Μα  να  το  ξέρεις, πως  η  Αράχωβα  του  κόσμου  μια  πρωτόγνωρη  γητειά!