Σελίδες

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

8/12. Δυό καταφρονεμένοι ξένοι στη γειτονιά μας!...



Του Στέργιου Μπακολουκά
    
    Ήρθε ένας γέρος στο χωριό  κουβαλώντας  μια περίσσια τέχνη. Στα παιδικά μου μάτια γέρος ζωγραφιζόταν, αν και δεν ήταν πάνω από εξήντα χρονών.  Ποτέ δεν έμαθα από πού κράταγε η σκούφια του. Μονάχα τ’ όνομά του θυμάμαι, «μπάρμπα Καραχάλιο» τον φώναζαν οι ταξιτζήδες της πλατείας.

Εμφανίστηκε, ξαφνικά, την άνοιξη του ’62 και κονάκιασε στο «Ξηρομερ’ταίικο χάλασμα», πάνω από το φούρνο του Αντώνη του Αλιφραγκή, στην πλατεία της Λάκκας. Έβαλε τα πράματά του, τι πράματα δηλαδή, να μια μικρή ξύλινη βαλίτσα γεμάτη με μεταλλικά κοπίδια, μικρά σφυριά, ένα πασέτο(πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο), μια σέγα για σίδερα και μια λινάτσα δεμένη γερά με σύρμα στο λαιμό, παραφορτωμένη  με διάφορα μπακιρένια τζουρτζούλια, ένα μικρό σιδερένιο αμόνι, καθώς και μια πλάκα από μολύβι, σε μια γωνία του ξέσκεπου σπιτιού, που από πάνω της τ’ ακρινό και τελευταίο πάτερο της σκεπής είχε γύρει, αλλά δεν είχε γκρεμιστεί ακόμα, παλεύοντας να κρατήσει τα λίγα κεραμίδια που του είχαν απομείνει, στηριγμένα στις ξεχαρβαλωμένες σανίδες, δημιουργώντας έτσι ένα μικρό απάγκιο.

Είχε ξιμηνυτέψει(ανακαλύψει)  κι ένα μεγάλο παμπάλαιο στρώμα, που τα γιουμίδια του(άχρηστα πανιά για γέμισμα στρωμάτων και μαξιλαριών) ξεφύτρωναν  από τις ξηλωμένες ραφές, λες και ήταν ξαπεταρούδια σπουργίτια έτοιμα να πάρουν φτερό! 

Αφού τ’ άπλωνε στο βάθος της γωνίας, τα βράδια, ξάπλωνε  σ’ αυτό  έχοντας για σκέπασμα μια παλιά καφετί τσέργα (φλοκάτη) γεμάτη τρύπες και ανάργιους ξεμαλλιασμένους φλόκους, που κρέμονταν σαν  γινωμένα κλωναράκια από φακές σε αραιοφυτρωμένο άνυδρο χωράφι.

Τα ρούχα του ήταν παλιά και μπαλωμένα,  ζήτημα αν τα είχε πλύνει μια - δυο φορές από τότε που τ’ απόκτησε. Με αυτά κοιμόταν, μ’ αυτά πήγαινε στην αγορά και με τα ίδια δούλευε σταυροπόδι στο δάπεδο έχοντας μπροστά του το σιδερένιο αμόνι, χρησιμοποιώντας επιδέξια τα περίεργα εργαλεία της ξύλινης βαλίτσας.  

  Αυτός ο άνθρωπος, κατά πως  καταλάβατε, δεν ήταν ζητιάνος, παρά δούλευε και μάλιστα σκληρά, από νύχτα σε νύχτα, κάνοντας ανάμεσα κάποιες παύσεις για να ξεκουραστεί, να φάει και να πιεί το κρασί του, με το οποίο είχε ιδιαίτερη  σχέση!  

Ήταν η εποχή που είχε αλλάξει το μετρικό σύστημα βάρους της χώρας από οκάδες σε κιλά. Τούτος εδώ, λοιπόν,  ο περίεργος μουσαφίρης, αποδείχτηκε  ο  …μάγος της μετατροπής! Ήρθε στο χωριό την κατάλληλη στιγμή, για να το ….σώσει από τη σύγχυση της αλλαγής,  μετατρέποντας όλα τα ζυγιστικά εργαλεία, που χρησιμοποιούσαν οι χωριάτες για τις συναλλαγές τους, από οκάδες σε κιλά.


  Σε λίγες μέρες, μόλις ο μπάρμπα Μήτσος ο Τσιμπεράς, ντελάλης του χωριού,  φώναξε τα νέα, πρώτα στην αγορά, ύστερα από το βράχο του ρολογιού, όπως και απ’ τα κορ’φ’νά σκαλοπάτια του Αϊ Γιώργη, άρχισαν να του κουβαλάνε, γεμίζοντας την άδεια ταράτσα μπροστά από το μικρό στέγαστρο που κοιμόταν,  διαφόρων λογιών  ζυγαριές για να τις μετατρέψει: παλάντζες, καντάρια μικρά, μεγαλύτερα και πολύ μεγάλα.  μετρικά δοχεία λαδιού και γάλατος, δράμια για μικρές και τρανότερες  ζυγαριές κι ένα σωρό άλλα τέτοια εργαλεία που  χρησίμευαν στο  ζύγισμα  διάφορων προϊόντων, διευκολύνοντας έτσι τις εμπορικές  δραστηριότητες του χωριού.

Στοιβάζονταν, λοιπόν, όλα αυτά σ’ ένα  μεγάλο μεταλλικό αρμακά (σωρό), και φάνταζαν στα παιδικά μου μάτια σαν λάφυρα μετά από ένα φανταστικό πόλεμο με ασπίδες και δόρατα!

 Ο γερο Καραχάλιος έπιασε αμέσως δουλειά. Με τέχνη χάραζε τις σιδερένιες βέργες, από τις  χαλκωματένιες παλάντζες  και τα  βαριά καντάρια με τις αλυσίδες και τους γάντζους, με τις νέες αποστάσεις που επέβαλαν οι αποτιμήσεις των κιλών, αφήνοντας στην άλλη πλευρά από κάθε βέργα τις παλιές χαρακιές των οκάδων, για κάθε ενδεχόμενο.  Στο κάτω μέρος απ’ τα δράμια πρόσθετε, αφού το έλιωνε,  αντίστοιχη ποσότητα από μολύβι,  εναρμονίζοντας έτσι την ισοτιμία, παραγκωνίζοντας την οκά! και αποθεώνοντας το κιλό! Ήταν η γέννηση ενός απαιτητικού νέου αυτοκράτορα στο ζύγι, που ζήτησε την, με μικρή προθεσμία, υποταγή των υπηκόων του.  Στα σκεύη ο γέρος αποτύπωνε, με μαεστρία, ευδιάκριτες γραμμές, που μ’ αυτές  αυτόματα  οι γερασμένες βαριές οκάδες   παραγκωνίζονταν από τα νεαρότερα και ελαφρύτερα κιλά. 

 Δούλευε  μέχρι αργά το γιόμα  και κατά το σούρουπο, αφού δεν είχε ρεύμα και δεν έβλεπε, παράταγε τη δουλειά και έπαιρνε σβάρνα τους μπακαλοκαφενέδες του χωριού, κουτσοπίνοντας και κουβεντιάζοντας  χωρίς ….περίσκεψη την πολιτική επικαιρότητα της εποχής. Δεν παράλειπε τα πρωινά, γύρω στις έντεκα που έρχονταν οι εφημερίδες και τα περιοδικά με το λεωφορείο, να στέλνει κάποιο απ’ τα παιδιά της γειτονιάς να του αγοράσουν τη δική του φυλλάδα, την οποία, στο διάλειμμα που όριζε μοναχός του, …ξεκοκκάλιζε έχοντας έτσι … πνευματική τροφή για τις βραδινές  του συζητήσεις.  


Η πολιτική ήταν το χούι του, γι’ αυτό και πολλές φορές, λίγους μήνες αργότερα,  όταν η φούρια της  δουλειάς  είχε κοπάσει, γυρίζοντας πίσω στο χάλασμα και έχοντας καταναλώσει τα σχετικά ποτά του, έβγαινε στη μεσαία πέτρινη μπαλκονόπορτα  του κτηρίου, η οποία δεν είχε θυρόφυλλα, κι ούτε μπροστά της υπήρχαν  προστατευτικά  κάγκελα,  φαντάζοντας σαν άλλος  …«από μηχανής θεός», που όμως δεν επενέβαινε για να αποκαταστήσει την ανθρώπινη τάξη, παρά για να εκστομίσει τους δικούς του δεκάρικους  λόγους, κατακεραυνώνοντας τις συμπεριφορές των πολιτικών της εποχής.

Στην αρχή απευθυνόταν σε φανταστικό ακροατήριο και αργότερα, όταν έγινε γνωστή η πετριά του για την πολιτική, σε αυτό προστέθηκαν, τα παιδαρέλια της γειτονιάς που μαζεύονταν από κάτω για να τον γιουχαΐσουν, να τον χειροκροτήσουν και να σπάσουν πλάκα, όπως και οι ταξιτζήδες, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς ραχάτευαν  …απλωμένοι στα τραπέζια του μοναδικού καφενείου της πλατείας, αγναντεύοντας τους πελάτες με το κανοκιάλι και …λιώνοντας δυό κομπολόγια το χρόνο ο καθένας,  ….από την πολύ δουλειά, όπως χαρακτηριστικά σάρκαζε η συγχωρεμένη η μάνα μου, καθώς και στους περαστικούς, που η παρουσία του …..ρήτορα ψηλά στο μπαλκόνι, τάραζε  για λίγο τη μονοτονία του βίου τους.

Στα μέσα του Ιουνίου, όταν ο σωρός με τα μπακίρια και τα σιδερικά  μπροστά του είχε αρχίσει να κατακιάζει, τον επισκέφτηκε  ένα παιδαρέλι  ίσα με  οκτώ - δέκα  χρονών. Φόραγε κοντά παντελόνια και ήταν λιγνό, σαν  τις βέργες  από τις βάγιες που φύτρωναν στην «Πλάσα»  πίσω από το ιερό στην  εκκλησιά  της Παναγίας  και άσπρο σαν τ’ αλεύρι, με το οποίο  ο φούρναρης του ισόγειου ζύμωνε τα καρβέλια του! Είχε ξανθά μαλλιά  αναδεμένα  σε σγουρές πυκνές μπούκλες που κατέβαιναν ίσα με τα μάτια του μπροστά, αναγκάζοντάς τον να τα φυσάει  τον ανήφορο συνεχώς, μάλλον από συνήθεια και όχι επειδή τον ενοχλούσαν.

 Φώναζε το γέρο, με το αδιάφορα υποκοριστικό, «πατεράκο»  και ποτέ δεν διευκρίνισε   ή εγώ δεν κατάλαβα, αν ήταν πράγματι πατέρας του. Έμενε  μαζί του στο χάλασμα και από την πρώτη μέρα συμμετείχε στα παιχνίδια των παιδιών  της γειτονιάς. Τον έλεγαν Ναπολέοντα και το ύφος του ήταν γλυκό, χαρούμενο και  συνάμα ταπεινό. Τα μάτια του δεν έστεκαν σε μια μεριά, παρά γύριζαν συνεχώς, παρατηρώντας και καταγράφοντας αντικείμενα, ανθρώπους και γεγονότα.

Από τότε που ήρθε το παιδί στην πλατεία, ο γέρο Καραχάλιος σταμάτησε, μαχαίρι,  να βγάζει λόγους από την άκρη της ταράτσας, συνέχισε όμως να δουλεύει σκληρά, να διαβάζει καθημερινά με βουλιμία την εφημερίδα του και να επισκέπτεται τα βράδια τα καπηλειά του χωριού, όπου επιδιδόταν σε οινοποσίες, ακονίζοντας ταυτόχρονα  τον πολιτικό του λόγο στις γκλάβες των θαμώνων αυτών των μαγαζιών.

Ο Ναπολέων σε λίγο καιρό, απόκτησε   την εμπιστοσύνη των παιδιών της γειτονιάς κι έγινε μέλος της παρέας,  συμμετέχοντας ισότιμα ακόμα και στις ….ζαβολιές τους. Είχε το χάρισμα να γίνεται αγαπητός και να κερδίζει με το χαμόγελο και τα λόγια του, μικρούς και μεγάλους. Έτσι, γρήγορα άρχισε να  μπαινοβγαίνει στα σπίτια του μαχαλά  και  καταδεχτικός όπως ήταν, πολλές φορές δεχόταν να  φάει  ή ακόμα και να κοιμηθεί σ’ αυτά. Άλλες φορές έλεγε κάποια από τα μυστικά του και  κάμποσες  άλλες, έπλαθε με το μυαλό του ιστορίες, που όσοι τις άκουγαν  δεν μπορούσαν  να ξεχωρίσουν που έστεκε η αλήθεια και που ….άλεθε η φαντασία του.     

     Μίλαγε για κήπους ξωτικούς και σπίτια μεγάλα, ψηλοτάβανα, με φαρδιά  παράθυρα και ευρύχωρες αυλές. Μας προσκαλούσε σε φανταστικά γεύματα με πολλούς υπηρέτες και πλούσια εδέσματα, που εμείς δεν χρειαζόταν να κάνουμε τίποτα, παρά μοναχά έκπληκτοι να τ’ απολαμβάνουμε! Καλοντυμένοι μάγειροι κουβάλαγαν  φαγητά και οι βοηθοί τους ορεκτικά και γλυκά. Κορίτσια νέα και όμορφα, σαν τα κρύα νερά, κράταγαν στα χέρια τους μεγάλες πιατέλες με φρούτα. Μια μπάντα πάνω σε ένα βάθρο, έπαιζε τέτοια μουσική που λες και ήταν φτιαγμένη να σε ηρεμεί και να σου ανοίγει την όρεξη, που εμείς έτσι και αλλιώς είχαμε περίσσευμα!  Έντυνε  με διαφορετικές στολές όλους εκείνους, που έφερναν  τα τρόφιμα ή αυτούς που έστρωναν τα κρεβάτια, ή τους άλλους που σκάλιζαν τον κήπο. Κουβάλαγε στο τραπέζι τέτοια  ποικιλία φρούτων,  που κανένα από τα παιδιά, μέχρι τότε,  δεν είχε ματαϊδεί, αλλά ούτε και  γνώριζε  τίποτα για την ύπαρξή τους. Κάποια  φορά, παραμονές της Παναγίας θα ήτανε, θαρρώ, καθόμαστε πάνω στις μπάλες από ξεραμένο τριφύλλι για τα ζώα, ενός χωρίς πόρτα αχυρώνα, δίπλα από το πεταλωτήριο του Καραθανάση, καθώς  έφερε στο φανταστικό τραπέζι που μας προσκάλεσε, όλων των ειδών τα ψάρια. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε  ξανακούσει τα ονόματά τους, μήτε  είχαμε φανταστεί ότι τα μαγείρευαν ή τα έψηναν με τόσους τρόπους. Όμως, αυτός τα περιέγραφε και τα κένωνε στα πιάτα, μόνο για μας,  με ολοζώντανο τρόπο.  Κάποιο παιδί από την παρέα, παρασυρμένο απ’ τη ζωντάνια της περιγραφής,  έφυγε για λίγο και όταν γύρισε, κουβάλαγε μαζί του και τ’ άλλα παιδιά, από την κάτω Λάκκα, για να πάρουν μέρος στο …τραπέζι. Τους είχε υποχρεώσει να πλύνουν πριν τα χέρια και το πρόσωπό τους, στη βρύση στο στενό του Ανδρεούλη, και να πάρουν επίσημο και σοβαρό ύφος κατά την είσοδό τους!  

Ο ίδιος πίστευε τόσο πολύ σε ό,τι μας έλεγε και μας τα μετέφερε με τέτοιο πάθος,  που κάποιες φορές  εμείς οι φίλοι του που τον ακούγαμε, γυρίζαμε στα σπίτια μας χορτάτοι! γλυτώνοντας έτσι τις μανάδες μας από τη βάσανο του φαγητού, γιατί κι εμείς στα σπίτια μας, ταπεινά φαγητά τρώγαμε,  συνήθως όσπρια και λαχανικά από τους κήπους μας και μοναχά τις Κυριακές αρταινόμαστε με κρέας από χοντρό (πρόβατο) ή γίδα, συνήθως  μαγειρεμένο κοκκινιστό με μακαρόνια βρασμένα μέσα στην σάλτσα του.

  Στις αρχές του Σεπτέμβρη, που άνοιξαν τα σχολειά, ο Ναπολέων  ήταν άφαντος, δεν πάτησε το πόδι του στην τάξη. Αν και τον περιμέναμε με αγωνία για να τον γνωρίσουμε στους δασκάλους μας και στ’ άλλα παιδιά, αυτός δεν φάνηκε ούτε την πρώτη, ούτε τις επόμενες μέρες!  Ήταν αφοπλιστικός, όταν με εγωιστική υπερηφάνεια καυχήθηκε  αργότερα,  ότι τον μάθαινε ο «πατεράκος», τάχα πολύ περισσότερα γράμματα από αυτά που εμείς θα διδασκόμασταν  στο σχολειό. Ειδικά, τώρα που η δουλειά του είχε λιγοστέψει και μόνο τα μερεμέτια τον απασχολούσαν  πλέον, θα μπορούσε να του αφιερώσει περισσότερες ώρες. Το δεχτήκαμε λες και ήταν φυσιολογικό και σε λίγο καιρό κανένας δεν ασχολήθηκε να ρωτήσει, αν το παιδί  μάθαινε ή όχι γράμματα και ούτε κανένας νοιάστηκε που αυτό δεν πήγαινε σχολείο. 

Αραίωσαν και τα παιχνίδια μας καθώς άρχισε να νυχτώνει νωρίς και ο τσουχτερός αέρας που κατέβαινε από τον Παρνασσό, μας ανάγκαζε να μαζευόμαστε  γρηγορότερα, αμέσως μετά  το σούρουπο, στα σπίτια μας. Όσο ο καιρός περνούσε, χανόταν  όλο και πιο πολύ και δεν ερχόταν πλέον στη συντροφιά μας.

Ένα κυριακάτικο  ηλιόλουστο πρωινό, στις αρχές του Οκτώβρη, τον συνάντησα στην κορφή της ανηφόρας της πλατείας του Αφανού. Ήταν όρθιος πάνω στο πεζούλι, φόραγε ακόμα το κοντό παντελονάκι του,  το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και σε μερικά σημεία το δέρμα του είχε σκάσει, ίσως από το κρύο. Είχε τα χέρια του στις τσέπες  και στους ώμους του είχε ριγμένο ένα μακρύ γκρι ψαροκόκαλο παλτό, τρία νούμερα μεγαλύτερο. Ήταν, όμως, χαμογελαστός και αγνάντευε ψηλά προς το λόφο του «Μουστάμπεη»  πάνω απ’ τον Αϊ Γιώργη.          

«Θα γίνω αρχιτέκτονας» είπε, με θριαμβευτικό ύφος,  πριν προλάβω να τον ρωτήσω ο,τιδήποτε.

«Χτίζουμε ένα σπίτι, να εκεί ψηλά στην κορυφή του λόφου, δίπλα από το καμαράκι που στεγάζει το κανόνι». Ισχυρίστηκε  ότι τα σχέδια ήταν δικά του και πως τον δίδασκε  ο «πατεράκος», τον τρόπο να τα φτιάχνει. 
«Είμαστε ακόμα στην αρχή, ισιάζουμε τον τόπο και βάζουμε τα θεμέλια», καυχήθηκε.

«Σε λίγες μέρες θ’ αρχίσουμε να  κατασκευάζουμε το σκελετό. Διορθώνουμε σιγά-σιγά και λίγα-λίγα τα σχέδια και ύστερα τα δίνουμε στους μαστόρους  για να παραγγείλουν τα υλικά. Τέτοιο όμορφο σπίτι δεν θα υπάρχει άλλο στο χωριό, θα το δεις», καμάρωσε.  

«Θα έχει και κήπο με μια στέρνα μεγάλη, ίδια με  τη θάλασσα! στη μέση, για να ποτίζουμε τα δέντρα και τα λουλούδια,  αλλά και  για να κολυμπάμε εκεί, εμείς τα παιδιά. Θα έχει και  πέτρινο μαντρότοιχο με κάγκελα γύρω του για να μας προστατεύει από τους κλέφτες. Κάθε βράδυ δουλεύουμε με τον ‘’πατεράκο’’ πολλές ώρες και σε λίγο καιρό θα είναι έτοιμο να το κατοικίσουμε.  Εκεί θα σας προσκαλώ όλους, όταν τελειώσει, να ερχόσαστε να παίζουμε, να τρώμε και να κολυμπάμε».

Τον ξαναείδα το μεσημέρι της 28ης  Οκτωβρίου, μετά την παρέλαση των σχολείων  και των προσκόπων  και αφού είχαν κατατεθεί τα  στεφάνια  στο  μνημείο  πεσόντων, που τότε βρισκόταν στην πλατεία της  Λάκκας.  Ήταν μόνος του στην πίσω μεριά του μνημείου, σε στάση προσοχής, κράταγε ένα στεφάνι στα χέρια του, το είχε πάρει  από αυτά που ήταν ακουμπισμένα στη βάση του Ηρώου  και ψιθύριζε  κάτι  που δεν ακουγόταν.

«Πρόσφερα  ένα  στεφάνι στους ήρωες,  γιατί γράμματα κι εγώ μαθαίνω και ξέρω τι γιορτάζουμε σήμερα», κορδώθηκε.     
                               
Πρόσεξα ότι  τα χέρια του, εκτός από το πρόσωπό του,  είχαν «σκάσει» σε μερικά σημεία από το κρύο, πριν καταλάβει ότι κοιτάζω και τα τραβήξει για να τα κρύψει μέσα στα μακριά μανίκια του παλτού  του. Ύστερα τα μάτια του έλαμψαν!

«Το σπίτι προχωράει πολύ γρήγορα, τον άλλο μήνα θα το έχουμε τελειώσει και θα πάμε να μείνουμε εκεί», μονολόγησε γεμάτος αυτοπεποίθηση.

Ο γέρος είχε σχεδόν τελειώσει τις  δουλειές με τα μπακίρια και τις παλάντζες και πέρναγε πλέον περισσότερες ώρες στα καπηλειά της αγοράς  κατά τη διάρκεια της ημέρας, πίνοντας και πολλές φορές μεθώντας.  Ύστερα, όταν ο ήλιος  κρυβόταν στο πλάι από τη ράχη στον «Πατσαντάρα», γύρναγε στην ξέσκεπη ταράτσα και αφού, μαζί με το παιδί,  κάθονταν  σταυροπόδι στο τρύπιο στρώμα, ρίχνοντας  στις πλάτες τους το παλιό σκέπασμα,  κοίταζαν  από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα ψηλά την όμορφη πλαγιά με τ’ αραιά πεύκα και καταπιάνονταν  να χτίσουν το πέτρινο σπίτι στην κορφή. Είχαν διαφορετική γνώμη σε πολλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες  και συχνά  μάλωναν, είτε για τα υλικά, είτε για τα χρώματα με τα οποία  έπρεπε να βάψουν τα παράθυρα, τις πόρτες και τα κάγκελα, την αυλόπορτα και το μικρό κοτέτσι του κήπου, ή ακόμα και για τα δέντρα που έπρεπε να φυτέψουν στον αυλόγυρο. Με τη φαντασία τους, έχτιζαν, διαφωνούσαν, γκρέμιζαν και ξανάχτιζαν συνεχώς, αλλά στο τέλος συμφωνούσαν και ήταν ευχαριστημένοι και οι δυο. Ύστερα μονιασμένοι, κοιμόντουσαν σκεπασμένοι με τα κουρέλια.

Ο μικρός είχε κι εκείνο  το μεγάλο και χοντρό παλτό,  που το έριχνε στα μακριά, έτσι που όταν ξάπλωνε στο πλάι, η μια φτερούγα του γινόταν κουβέρτα από κάτω και η άλλη σκέπασμα και, αφού μάζευε τα γόνατά του, προσπαθούσε να γλυτώσει από τις κρύες βραδινές ανάσες του Παρνασσού,  βρίσκοντας καταφύγιο  στα πολύχρωμα αρχιτεκτονικά του σχέδια, απολαμβάνοντας το θρόισμα από το μαλακό πευκιά, κάτω από το σπίτι στο λόφο, που ευωδίαζε ζωογονητικά.

Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήρθε πολύ νωρίς. Στα μέσα του Νοέμβρη το πρώτο νερόχιονο  ανάγκασε τον γέρο Καραχάλιο να απλώσει ένα κομμάτι  νάιλον στη γωνιά του για να διώχνει τα σταλάματα.  Το σπίτι του Ναπολέοντα και του γέρου,  ψηλά στο λόφο και στην καρδιά τους, κόντευε να τελειώσει. Έμενε να τοποθετήσουν τα κάγκελα του μαντρότοιχου. Εκείνο το βράδυ τα κατάφεραν, αφού πρώτα διαφώνησαν για μια ακόμα φορά, για την απόληξη στην κορυφή τους. Το παιδί επέμενε να μην είναι μυτερά, όπως οι λόγχες, γιατί μπορεί κάποιος που θα πήδαγε πάνω από αυτά, έστω και αν ήταν κλέφτης, να τραυματιζόταν. Στο τέλος, συμφώνησαν και σ’ αυτό, προσθέτοντας στην άκρη από κάθε λόγχη ένα μικρό μεταλλικό σφαιρίδιο! Ύστερα είδαν το σπίτι πεντακάθαρα, να λάμπει φωταγωγημένο  εκεί ψηλά, έτοιμο να τους δεχτεί στη θαλπωρή του. Ακόμα και ξύλα είχαν αγοράσει για τα τζάκια και την ξυλόσομπα. Ήταν όλα πανέτοιμα!

Αποκοιμήθηκαν ευτυχισμένοι.

«Όταν οι πηγές είναι γλυφές, θέλει κουράγιο για να ονειρεύεσαι καθάρια νερά». Τούτοι οι δυο  είχαν περίσσευμα κουράγιου, γιατί το σπίτι τους το κουβάλαγαν μέσα τους, παρά έξω τους.

Τη νύχτα ο καιρός αγρίεψε, άρχισε να πέφτει ένα συνεχόμενο μουγκό, πυκνό χιόνι. Αργότερα στα βαθειά χαράματα ξαφνικά ο ουρανός άνοιξε κι άρχισε να στάζει αστέρια, μαζί με παγωμένες, δυνατές  διακεκομμένες ανάσες.
Ο γερο Καραχάλιος και ο Ναπολέοντας είχαν μπει σε πορεία σύγκρουσης χωρίς όμως να το ξέρουν. Η ζωή τους είχε αρχίσει να σώνεται,  να γίνεται ψυχή και ν’ ακολουθεί την  αντίθετη κατεύθυνση!

Το πρωί ξημέρωσε μια άλλη μέρα, καινούρια, λαμπερή και ξάστερη. Βρήκαν το γέρο και το παιδί ξυλιασμένους και άψυχους. Τα πρόσωπα και των δυο ήταν χαμογελαστά κι ευτυχισμένα.

Κατά το μεσημέρι ήρθε μια μεγάλη τρίκυκλη μηχανή με καρότσα και σ’ αυτή τοποθέτησαν τις δυο ξύλινες κάσες που είχε μαστορέψει, χωρίς να τις  βάψει, από πλανισμένες ελάτινες τάβλες,  απ’ το πρωί,  ο μπάρμπα Παναγιώτης ο Καστέλας («Τσουρίκ»).

Η μοτοσυκλέτα έκαμε τον κατήφορο, παίρνοντας μαζί της δυο ανθρώπους που έφυγαν όπως είχαν έρθει, καταφρονεμένοι και άγνωστοι, αλλά που είχαν  καταφέρει να παντρέψουν το θρίαμβο με την τραγωδία!...