ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΦΗ
ΜΑΡΤΙΟΣ 1938
Ο Κούκ υπήρξε για μένα
η πρώτη κι’ αξέχαστη ποιητική γνωριμία. Ήτανε μια ζωντανή ποιητική καρδιά
γεμάτη απλότητα, ευγένεια και γέλιο αναβρυστό. Από αγάπη σήμερα στο μεγάλο
δάσκαλο γράφω τούτα τα λόγια απ’ τη ζωή του ερημίτη του Παρνασσού.
Τον πρωτογνώρισα στην
πατρίδα μου τους Δελφούς, που ονειρεύτηκε ν’ αναστήσει την παλιά δόξα τους ο
ποιητής. Ήτανε ένας φανατικός λάτρης της Ελλάδας, φιλέλληνας πέρα για πέρα.
Γεμάτος δύναμη, πόθους και πίστη, κατέβηκε στην πνευματική μας πατρίδα. Καθόταν
στο μικρό «Ξενοδοχείο των Ξένων» του μακαρίτη Παρασκευά του φημισμένου αυτού «πιλαφιτζή»
σ’ όλη την Ευρώπη. Ο Μπέντεκερ τον συνιστά στους ταξιδιώτες για το περίφημο
πιλάφι του, το μοναδικό στην Ελλάδα και στην Ανατολή. Ο ξενοδόχος αυτός δε
ζούσε πια και το ξενοδοχιάκι του με την απλή εμφάνιση ενός καλοπεριποιημένου
χωριατόσπιτου με τα πέντε-έξη δωμάτια, το είχε στην κατοχή της η Βασίλω, η
γυναίκα του. Κι’ αυτή το νοίκιασε στο νεόφερτο τότε ξενηταμένο πατριώτη, πούρθε
απ’ την Αμερική, τον Θανάση τον Τσάκαλο. Ο Τσάκαλος ανέλαβε την διατροφή και
την περιποίηση του Κούκ και της οικογένειάς του, της κόρης του Νείλας και της γυναίκας
του, επίσης συγγραφέως, Σουζάνας Κλάσπελ. Ο Τσάκαλος ήτανε ένας καλός οικονόμος
του ποιητή, άνθρωπος της δουλειάς, σπίρτο μοναχό. Ο πατέρας του ήτανε κάμποσα
χρόνια οδηγός του Παρνασσού, τον αποθανάτισε κι’ ο Μπέντεκερ. Τσακάλι του
βουνού, όνομα και πράμα.