ΟΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΣΚΙΕΡ ΜΑΣ κ.κ.
ΣΟΦΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Π. ΠΑΝΩΡΙΟΣ
Η Δνις Ερατώ Αγγελοπούλου και Π. Πανώριος σε σπάνια φωτογραφία από αγώνες χιονοδρομίας στον Παρνασσό το 1936. |
Του Α. ΣΚΑΝΔΑΜΗ
Κάθε περιπέτεια των
χιονοδρόμων μας έχει και το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν της, που την κάμνει
ενδιαφέρουσα, τόσον προς παραδειγματισμόν, όσον και διά την πρόληψιν των
ατυχημάτων που πολλές φορές κοστίζουν την ζωή πολλών ανθρώπων. Γι’ αυτό θα
έπρεπε όλοι οι φίλοι του βουνού να εκφράσουν τις γνώμες τους εν προκειμένω και
να υποδείξουν τι πρέπει να γίνη αφ’ ενός για να διαδοθή ευρύτερα η αγάπη προς
τα χειμερινά σπορ, αφ’ ετέρου δε τι ακριβώς πρέπει να έχη υπ’ όψιν του κανείς
για να μη πέση θύμα επικινδύνων περιπετειών.
***
Ο γνωστός σκιέρ κ.
Πάνος Πανώριος, λάτρης των χειμερινών σπορ, μας αφηγείται την κάτωθι ρωμαντικήν
και περιπετειώδη ανάμνησίν του στον Παρνασσό:
- Πέρυσι, σαν τέτοιον καιρόν, με μια καλή
συντροφιά από τον κ. Καισ. Αλεξόπουλον, υφηγητήν του Πανεπιστημίου και την εκ
Πατρών γνωστήν σκιέρ δεσποινίδα Ερατώ Αγγελοπούλου, ξεκινήσαμε από την Αράχωβα
το βράδυ στις 8 για ν’ ανέβουμε στον Παρνασσό… Το βουνό ήταν χιονισμένο, και η
νύχτα φωτιζόταν από ένα ολόγιομο φεγγάρι, και παρά το τσουχτερό κρύο, ήταν
σωστή μαγεία. Πήραμε, λοιπόν, τα σκι μας και τα λοιπά σχετικά σύνεργα κι’
αρχίσαμε την πορεία μας μέσω των τυροκομείων (Τυριάς). Περάσαμε το Φαρατόπλαγο
και συνεχίσαμε την ανάβασιν κανονικά. Στις 11 ½ είμαστε στην κορυφή σε ύψος
2.457 μέτρα. Αλλά ό,τι και να σας πω, δεν θα μπορέσετε να εννοήσετε το μυθικό
μεγαλείο της φύσεως, όταν την αντικρύζη κανείς με πανσέληνον από ψηλά… Είνε ανέκφραστο
αυτό το συναίσθημα. Και εγώ που το που το έννοιωσα, είνε αδύνατον να το
διατυπώσω. Μετά λοιπόν, από τον ολιγόωρον αυτόν νυκτερινόν ρεμβασμό μας,
αρχίσαμε να κατεβαίνουμε με προσοχή πάνω στο κρυσταλλωμένο χιόνι ίσαμε που
φθάσαμε στο καταφύγιο του Ορειβατικού σε ύψος 1900 μέτρων, όπου και
διανυκτερεύσαμεν. Το πρωΐ ξεκινήσαμε πάλι για την κορυφή και μετά από καμμιά
ώρα, αρχίσαμε την κατάβασι. Η περιπέτειά μας άρχιζε τώρα, χάρις εις τον
ξαφνικόν αέρα που σηκώθηκε. Κίνδυνο δεν δοκιμάσαμε, βέβαια, γιατί δεν ήταν η
πρώτη φορά που ανεβαίναμε στον Παρνασσό. Οπωσδήποτε, κουραστήκαμε αρκετά και
καθυστερήσαμε πολύ. Μείναμε συνεχώς 8 ώρες μέσα στα χιόνια και αν δεν είνε κανείς
μαθημένος και δεν έχει κάποια σχετική πείρα του βουνού, ασφαλώς δεν θα
καλοπεράση.. Η ικανότης όμως της ομάδος μας δεν μας άφησε να χάσουμε το θάρρος
μας και παρά τον δυνατόν άνεμον και τους όγκους του χιονιού που κατέβαιναν
ορμητικά από τις πλαγιές, δεν διατρέξαμε κανένα κίνδυνον.
***
Ο κ. Σοφιανόπουλος,
ένας από τους καλούς μας χιονοδρόμους που χειρίζεται με δεξιώτητα το σκι, μας
διηγείται την ακόλουθον περιπέτειάν του:
- Προ διετίας περίπου, με την συντροφιά
του γνωστού σκιέρ και φίλου κ. Νικολοπούλου, ξεκινήσαμε απ’ εδώ για ν’ ανεβούμε
στην Γκιώνα. Φθάσαμε από το βράδυ στην Άμφισσα και τα χαράματα πήραμε τα σκι
και τους σάκκους κι’ αρχίσαμε την πορεία για το βουνό. Ύστερα από τρεις ώρες
ομαλής αναβάσεως πάνω στο χιόνι, εξέσπασε χιονοθύελλα, η οποία είχε την συνήθη
σφοδρότητα που δίνει η Γκιώνα στους ανέμους σε παρομοίας περιπτώσεις.Η ανάβασίς
μας κατέστη κατόπιν τούτου, πολύ δύσκολος. Όσο για επικίνδυνη αυτό δεν το
λαμβάναμε υπ’ όψιν. Οι χιονοστιβάδες έπεφταν γύρω μας και η ομίχλη είχε μειώσει
την ορατότητά μας εις το ελάχιστον. Εν τούτοις, συνεκεντρώσαμεν όλας μας τας
δυνάμεις και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθεια να φθάσουμε στο καταφύγιον οπωσδήποτε.
Έτσι και έγινε. Μετά κοπιώδη και εξαντλητική ανάβασι 14 ολοκλήρων ωρών, μέσα
στα χιόνια και στις ορμητικές διασταυρώσεις των χιονοστιβάδων, φθάσαμε στο
καταφύγιο, όπου ανάψαμε φωτιά και ξεκουραστήκαμε. Ήταν απόγευμα, όταν πάλι
ξεκινήσαμε για την κορυφή της Γκιώνας ύψους 2510 μέτρων. Μετά ολιγόλεπτον
παραμονήν, ενώ ο καιρός συνέχιζε την μανίαν του και το ψύχος ήτο πλέον
περιπετειώδης και εξαιρετικά δυσχερής. Εις μίαν στιγμήν, ενώ προσπαθούσα να
κόψω την ορμητική μου κάθοδον με το σκι γλυστρώ αποτόμως και βρίσκομαι δίχως να
το καταλάβω, 150 μέτρα μακρυά αναποδογυρισμένος και κατρακυλώντας σαν μπαλλόνι.
Ευτυχώς που κατώρθωσα να κόψω τη φόρα μου εγκαίρως, άλλως θα παρεσυρόμην εις
την εκεί πλησίον χαράδρα…
Εν τω μεταξύ επλησίασε
κανονικώς και ο κ. Νικολόπουλος και η κατάβασις εσυνεχίσθη πάντοτε με τα
δυσχερίας και πολύ αργά. Αρκεί να σας πω ότι σκάβαμε το χιόνι με «πιολέ» και
φτειάχναμε σκαλοπάτια για να μπορέσουμε να διαφύγουμε τον κίνδυνον να μας παρασύρουν
οι χιονοστιβάδες. Τέλος αφού περάσαμε 8 ώρες ανάμεσα στα μαινόμενα στοιχεία της φύσεως,
στις 2 τα μεσάνυχτα φθάσαμε στα πρώτα έλατα! Εκεί ανάψαμε φωτιά για να
ζεστάνουμε τα κοκκαλιασμένα μέλη μας και ν’αναπνεύσουμε ολίγον αέρα ύστερα από
την διαφυγήν μεγαλυτέρων περιπετειών. Και το πρωΐ κατεβήκαμε στο χωριό
Κουκουβίστα, όπου οι κάτοικοι δεν μας επίστεψαν πως κατεβαίναμε από την κορυφήν
του βουνού και ότι περάσαμε δυο νύχτες μέσα στα χιόνια. Το πράγμα τους εφαίνετο
τόσον καταπληκτικό… Τότε φορέσαμε τα σκι μας και «σκιάραμε» στην χιονισμένη
πλατεία του χωριού. Τοιουτοτρόπως κατορθώσαμε να τους πείσωμεν ότι μπορεί ν’
ανεβαίνη κανείς στα χιονισμένα βουνά όταν ξέρη την χρήσιν του σκι.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε σε ημερήσια εφημερίδα του Αθηναϊκού
τύπου τον Δεκέμβριο του 1937.