Σελίδες

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

1937: ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕ ΠΑΡΝΑΣΣΟ ΚΑΙ ΓΚΙΩΝΑ


ΟΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΣΚΙΕΡ ΜΑΣ κ.κ. ΣΟΦΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Π. ΠΑΝΩΡΙΟΣ

Η Δνις Ερατώ Αγγελοπούλου και Π. Πανώριος σε σπάνια φωτογραφία
από αγώνες  χιονοδρομίας στον  Παρνασσό το 1936.

Του Α. ΣΚΑΝΔΑΜΗ

Κάθε περιπέτεια των χιονοδρόμων μας έχει και το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν της, που την κάμνει ενδιαφέρουσα, τόσον προς παραδειγματισμόν, όσον και διά την πρόληψιν των ατυχημάτων που πολλές φορές κοστίζουν την ζωή πολλών ανθρώπων. Γι’ αυτό θα έπρεπε όλοι οι φίλοι του βουνού να εκφράσουν τις γνώμες τους εν προκειμένω και να υποδείξουν τι πρέπει να γίνη αφ’ ενός για να διαδοθή ευρύτερα η αγάπη προς τα χειμερινά σπορ, αφ’ ετέρου δε τι ακριβώς πρέπει να έχη υπ’ όψιν του κανείς για να μη πέση θύμα επικινδύνων περιπετειών.

***

Ο γνωστός σκιέρ κ. Πάνος Πανώριος, λάτρης των χειμερινών σπορ, μας αφηγείται την κάτωθι ρωμαντικήν και περιπετειώδη ανάμνησίν του στον Παρνασσό:

     - Πέρυσι, σαν τέτοιον καιρόν, με μια καλή συντροφιά από τον κ. Καισ. Αλεξόπουλον, υφηγητήν του Πανεπιστημίου και την εκ Πατρών γνωστήν σκιέρ δεσποινίδα Ερατώ Αγγελοπούλου, ξεκινήσαμε από την Αράχωβα το βράδυ στις 8 για ν’ ανέβουμε στον Παρνασσό… Το βουνό ήταν χιονισμένο, και η νύχτα φωτιζόταν από ένα ολόγιομο φεγγάρι, και παρά το τσουχτερό κρύο, ήταν σωστή μαγεία. Πήραμε, λοιπόν, τα σκι μας και τα λοιπά σχετικά σύνεργα κι’ αρχίσαμε την πορεία μας μέσω των τυροκομείων (Τυριάς). Περάσαμε το Φαρατόπλαγο και συνεχίσαμε την ανάβασιν κανονικά. Στις 11 ½ είμαστε στην κορυφή σε ύψος 2.457 μέτρα. Αλλά ό,τι και να σας πω, δεν θα μπορέσετε να εννοήσετε το μυθικό μεγαλείο της φύσεως, όταν την αντικρύζη κανείς με πανσέληνον από ψηλά… Είνε ανέκφραστο αυτό το συναίσθημα. Και εγώ που το που το έννοιωσα, είνε αδύνατον να το διατυπώσω. Μετά λοιπόν, από τον ολιγόωρον αυτόν νυκτερινόν ρεμβασμό μας, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε με προσοχή πάνω στο κρυσταλλωμένο χιόνι ίσαμε που φθάσαμε στο καταφύγιο του Ορειβατικού σε ύψος 1900 μέτρων, όπου και διανυκτερεύσαμεν. Το πρωΐ ξεκινήσαμε πάλι για την κορυφή και μετά από καμμιά ώρα, αρχίσαμε την κατάβασι. Η περιπέτειά μας άρχιζε τώρα, χάρις εις τον ξαφνικόν αέρα που σηκώθηκε. Κίνδυνο δεν δοκιμάσαμε, βέβαια, γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που ανεβαίναμε στον Παρνασσό. Οπωσδήποτε, κουραστήκαμε αρκετά και καθυστερήσαμε πολύ. Μείναμε συνεχώς 8 ώρες μέσα στα χιόνια και αν δεν είνε κανείς μαθημένος και δεν έχει κάποια σχετική πείρα του βουνού, ασφαλώς δεν θα καλοπεράση.. Η ικανότης όμως της ομάδος μας δεν μας άφησε να χάσουμε το θάρρος μας και παρά τον δυνατόν άνεμον και τους όγκους του χιονιού που κατέβαιναν ορμητικά από τις πλαγιές, δεν διατρέξαμε κανένα κίνδυνον.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Τα Καλυβιώτικα (Ι)


Ιστορίες από το Λιβάδι και τα Καλύβια


«Μαμαλιγκάδες»  και «Φατσήδες»

Του Γιώργου Ανδρέου

Σχεδόν μέχρι τη δευτέρα Γυμνασίου, θυμάμαι και αναπολώ, τη μια μέρα τέλειωνε το σχολείο,  γύριζα  στο σπίτι και πέταγα την τσάντα και   την άλλη παίρναμε δρόμο με τον αείμνηστο παππού μου, που οι περισσότεροι τον αποκαλούσαν με το παρατσούκλι του,   Γερολυμάτος –κουβαλάει  μια ιστορία   το παρατσούκλι αυτό, -  και  τη γιαγιά μου τη Ζαφείρα. Για το λιβάδι, στα Καλύβια.Με τα πόδια και τα ζώα, πεζοί ή καβάλα. Γίδες, μανάρια, κότες , γάτες, ξεσήκωμα κανονικό ( Ο δρόμος για το Λιβάδι έγινε αμαξιτός στα μέσα της δεκαετίας του ’50 οπότε και άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα τρακτέρ, του Βενιζέλου και του Μπεζεντέ, γειτόνων μεν πλην  αιώνιων ανταγωνιστών. Είναι γνωστή η, προφητική αποδείχθηκε,  ατάκα του μακαρίτη του μπάρμπα Γιάννη του Βέλιου -  Ανδρέου ήταν το επώνυμο,πατέρας του Λουκά και του Μήτσου που ζει, ήταν μέγας πότης, τράβλιζε λίγο και ιδιαίτερος τύπος, μόνιμος Λιβαδίσιος  - μόλις αντίκρισε το πρώτο τρακτέρ: Αμόνοια (Ομόνοια) το Λιβάδι είπε. Που να φανταζόταν την εξέλιξη). Ανέβαινα με τέτοια λαχτάρα που τη θυμάμαι έντονα(Ακόμα και σήμερα όταν αγναντεύω το Λιβάδι από το Σταυρό, αν και έχει γίνει Λούτσα, νοιώθω την ίδια σχεδόν  λαχτάρα  και σχεδόν πάντα θυμάμαι τη γριά Κοκκωνο- Μορφιά, γιαγιά του Γιάννη και της Μόρφως, μια μικρόσωμη  σβέλτη και αεικίνητη γριούλα, που μόλις αγνάντευε από το Σταυρό το Λιβάδι, μετά το Πάσχα  που ανέβαινε μόνιμα από τους πρώτους,   συγκινούνταν και φιλούσε γονατίζοντας το χώμα). Τη δικαιολογούσε  τη λαχτάρα μου αυτή το παιδομάνιμε  το συνακόλουθο ατέλειωτο παιχνίδι,   «των μαμαλιγκάδων»   και των «φατσήδων», έτσι αποκαλούσαν  κοροϊδευτικά οι αμετακίνητοι χωριανοί  τις  Αραχωβίτικες οικογένειες που καλλιεργούσαν  χωράφια στο  Λιβάδι και  ανέβαιναν  για θερινή εγκατάσταση στα Καλύβια. Για τη συγκομιδή  των σταριών, ποικιλίες διμηνιό και βλάχος παντανόστιμο ψωμί, των κριθαριών για τα ζωντανά και των οσπρίων , της φακής, των ρεβυθιών,  των λαθουριών,αλλά και του βίκου για ζωοτροφή , που τον λέγαμε «ρόβ», που ευδοκιμούσαν στο βραχώδες υψίπεδο. Ανεπανάληπτη ποιότητα οσπρίων, το ζουμί της πέτρας. Το «φατσήδες» προφανώς σχετίζεται με τις μεγάλες ποσότητες φακής  που κατανάλωναν  οι λειβαδίσιοι παραγωγοί  της ( πριν το 1960 η μετατροπή στην ομιλία  του κάπα σε (τσ) ειδικά στις οικογένειες των  κτηνοτρόφων  αλλά και τις γιαγιάδες μας, ήταν πολύ συνηθισμένη και συνοδεύεται από πολλά ευτράπελα).  Οι παραγόμενες ποσότητες, ειδικά φακής,  ήταν τεράστιες και προορίζονταν  κυρίως για ιδιοκατανάλωση και για πεσκέσια, εξ ου και η σχετική απάντηση του αείμνηστου μπάρμπα Γιώργη Κοτσάμπαση, λειβαδίσιου,  που ήταν μεγαλόσωμος και θηριώδης, στην ερώτηση πόση φακή  παρήγαγε - «έβγαλε»-  φέτος: πεντακόσιες οκάδες ίσα το «φαγιάρ» , τουτέστιν ίσα – ίσα την ποσότητα που χρειάζεται για να φάμε στο σπίτι.Το «Μαμαλιγκάδες» γιατί έτρωγαν  «μαμαλίγκα» που σε άλλα μέρη  είναι  πίτα χωρίς φύλλο, «ψαρέλλα» (γυμνή)  όπως τη λένε στην Αράχωβα, εδώ όμως, στο Λιβάδι, ήταν τα όσπρια, κυρίως λαθούρια, μισοβρασμένα  σούπα, που δεν καταδέχονταν η χωριανοί. Φαγητά της  φτώχειας.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Τα Κουκουριώτικα (Ι)

 Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60.


Το σπίτι της θεια Μαριώς
(στο κέντρο της φωτογραφίας, αυτό με τις λίθινες κολόνες )

Αμούρ και Αντζουλίνα
Τα σπίτια έχουν τη δική τους ιστορία κι επηρεάζουν τη ζωή, όχι μόνο των ιδιοκτητών τους, αλλά και των γειτόνων τους. Το πατρικό μου σπίτι ήταν με το διπλανό, του γερο Παναγιώτη Ζαβού, αδερφομοίρια. Συγκεκριμένα, πριν πολλά χρόνια (το 1897), ο παππούς μου είχε αγοράσει στον Κούκουρα το ένα από τα δυο αυτά αδερφομοίρια σπίτια, γιατί ο πωλητής του ήθελε να  φύγει από τη γειτονιά του και να κατοικήσει πιο ψηλά στο χωριό, κοντά στο δημόσιο δρόμο.
Η οικογένειά μου δέθηκε με τους Ζαβαίους με στενότερη γειτονική σχέση, συγκριτικά με τους άλλους γύρω γείτονες. Θες  γιατί τα σπίτια ήταν αδερφομοίρια και είχαν κοινή μπασιά, θες γιατί απλά “ταίριαξαν τα χνώτα τους”, θες γιατί δεν υπήρχαν επαγγελματικές αντιζηλίες, αφού τσοπάνης ήταν ο παππούς μου, ο Θανάσης, και γεωργός, ο Νίκος (ο πατέρας του Παναγιώτη Ζαβού). Πάντως συνέβη. Αυτή, λοιπόν, η καλή γειτονική σχέση συνεχίστηκε στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

1849: ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΙΣ του Αναγνώστου Ζαφειροπούλου κατοίκου Δελφών



ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΙΣ
του Αναγνώστου Ζαφειροπούλου κατοίκου Δελφών
κατά των
Δήμου Φράγκου Ταγματάρχου κατοίκου επίσης Δελφών, Ιωάννου Αλεξάνδρου Λοχαγού, Σταματίου Αποστολίδου ή Γουβάλη ανθυπολοχαγού, Κυριάκου Λουκατζίκου, κατοίκου Αμφίσσης και Παναγιώτου Γρίβα κατοίκου Βάργιαννης.

Εν Αμφίσση την 2 Μαρτίου 1849.

Προς τον Κ. Εισαγγελέα των εν Λαμία Πλημμελειοδικών.

Στυγερά πράξις καταμηνύεται ενώπιόν σας πραχθείσα κατ’ ελευθέρου πολίτου εν πλήρει μεσημβρία εκ μέρους εκείνων,οίτινες ήσαν διωρισμένοι διά την εξασφάλισιν της ζωής, τιμής και ιδιοκτησίας του, και εξαιτείται η σύντονος και σύντομος τιμώρησίς των προς ικανοποίησιν του νόμου και εμού του παθόντος.
Κατά την 16 του μηνός Μαΐου π.ε. οι ανωτέρω εγκαλούμενοι αξιωματικοί της Β. Κυβερνήσεως Δήμος Φράγκος, Ιωάννης Αλεξάνδρου και Σταμάτης Αποστολίδης ή Γουβάλας, διατάξαντες δεκαπέντε περίπου εμμίσθους πολιτοφύλακας, εξ ων τα ονόματα γνωρίζω μόνον των εγκαλουμένων, και επί κεφαλής των οποίων ήτον, ως αποσπασματάρχης ο Κυριάκος Λουκατζίκου, ελθόντες εις την εν Δελφοίς οικίαν μου, και αφού ως άλλοι κακούργοι μου ήρπασαν παν ό,τι εν αυτή εύρον ήτοι
1. τουφέκι Σασενάν με εννέα αύλακας δραχ. 120
1. κουμπούρα αργυρά δραχ. 120
1. χαρμπί αργυρόν δραχ. 35
1. γιαταγάνι πρώτης καλλιτάς με τόμη δραχ. 80
1. φουσεκλήκι αργυρόν με 9 χαντζούδια δραχ. 130
1. ζευγάρι μπαλάσκαις μπρούζινες δραχ. 6
1. σωγιά με θήκη αλεφαντική δραχ. 3
1. τριάστο με διάφορα ήδη, ήτοι δακτυλίδια, σκουλαρίκια και άλλα γυναικεία και με είκοσι ρηγήνας δραχ. 200
Σύνολον δραχ. 694.
Ακολούθως με έδεσαν οπισθάγκωνα τας χείρας, με προσήγαγον το εσπέρας εις τας 16 Μαΐου εις Χρυσόν εις την οικίαν του Λουκά Αθανασίου Μπαρκούτα. Αι αικίαι, τα τραύματα και αι μαστιγώσεις καθ’ όλην την νύκτα, είναι ανεκδιήγητα εις τον υποφαινόμενον. Βασανίζοντάς με διά να τους δώσω χρήματα καθ’ ας είχον διαταγάς των αξιωματικών των, βιασθείς, αν και άκων διά να μη μου αφαιρέσουν την ζωήν μου, εδανείσθην είκοσι ρηγανάτα τάλληρα από τον Σπυρίδωνα Κλήμην Χρυσαΐτην, τους έδωσα παρρησία του Λουκά Αθανασίου Μπαρκούτα Χρυσαΐτου, Αναγνώστου Διαμαντοπούλου, Μικρού, Νικολάου Καραθάνα εκ Δελφών και του δημάρχου Κρίσσης Δημητρίου Μηταντζή.