Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Καλοκαιράκι στο
ξεπερδίκισμά μου, κοντά στα πέντε, έβγαινα συχνά στο μπαλκονάκι του σπιτιού
μας, και χάζευα τη φυλλουριά του κόσμου!
Στρατάριζαν τα
μάτια μου στον ουρανό, στο γέρσιμο του ήλιου, στα σπίτια του χωριού κι
ακούμπαγαν μακραγναντεύοντας την ασημολουρίδα που λίμπιζε πέρα στο ξάγναντο
αστραφτερή!
-Μάνα τι είν’αυτό
που στραφταλίζει; ρώτησα κάποια μέρα παραξενεμένος, δείχνοντας την
ασημολουρίδα.
-Η θάλασσα παιδί μου, μου αποκρίθηκε εκείνη
θαρρώντας πως αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβω.
Η θάλασσα!
Τι ήτανε
στ’αλήθεια η θάλασσα; Πράμα παρόμοιο δεν είχα ματαδεί.
Γι’αυτό και στάλα
δεν φέγγρισαν τα λόγια της στο φεγγί μου.
Όμως πολύ μου
άρεσε έτσι που στραφτάλιζε στο ασημόχρωμο σκουτί της, καθώς ο ήλιος έλουζε το
κορμί της!!
“Καμιά νεράϊδα
θάναι ξαπλωμένη στο γιατάκι της, σαν αυτές που μου ιστορούσε η γιαγιά ΑΓΓΕΛΩ”
συλλογίστηκα συνεπαρμένος.
“Μπορεί όμως να’ναι και καμιά λουσσάτη
αρχόντισα, σαν την κυρά – ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗ, τη γειτονισσά μας, που έσκαγε μύτη
πουρνό-πουρνό στο μπαλκονάκι της με το φανταχτερό της νυχτικό, τα ολόχρυσα
μαλλιά της, τα λιλιά στον αφρατολαιμό της κι όλα να λιμπίζουν, ν’αστράφτουν και
να μουρλένεται ο μαχαλάς μας”
Τέτοιες συλλογές
σαρκώνονταν στα μέσα μου, ώσπου το μυρίστηκε ο πατέρας μου και με γνοιάστηκε.
-Τι σε κατατρέχει
γιέ μου και μου χολοσκάς; με ρώτησε μια μέρα την ώρα που τσιλίκωνε μια
μπαλκονοσιδεριά.
-Τι είναι η θάλασσα πατέρα; του πέταξα
κατασκασμένος.
Απόμεινε με το
σφυρί στον αγέρα παραξενεμένος.
-Πως σούρθε τώρα
αυτό; απόρησε
-Να εκεί πέρα που
λιμπίζει… κι αστράφτει στον ήλιο όλη μέρα, του είπα δισταχτικά.
Για λίγο φάνηκε να συλλογιέται κι ύστερα μου αποκρίθηκε βαριά,
βαριά, κατεβάζοντας με δύναμη το σφυρί του στο αμόνι.
-Θυληκό είναι, μου
πέταξε ξερά.
-Σαν τη
χρυσομαλλούσα την κυρά-ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗ; αποτόλμησα να τον ρωτήσω.
-Ναι κι άμα
γνωρίζεις τη μια, είναι σα να κατέχεις και τις δυό, απόσωσε την κουβέντα του
κουνώντας το κεφάλι του.
Δεν καλοκατάλαβα
τι εννοούσε τότε, όμως πολύ αργότερα που γνώρισα τη θάλασσα θυμάμαι, είτε το
λίμπισμά της στον ήλιο αντίκριζα, είτε την κυρά ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗ πουρνό, πουρνό στο
μπαλκονάκι της, ένας γλυκός τάραχος μ’έπιανε κι ανατρέμιζε το κορμί μου και
γύρευε να χωθεί στην αγκαλιά και των δυονώνε!!!