Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Το φως της μέρας έγειρε σιγά-σιγά στο ζεστό του κρεβάτι. Ήταν τόσο αποσταμένο… Σήμερα είχε πολλή δουλειά. Φώτιζε την τελευταία μέρα του χρόνου. Κι έκανε τόσο κρύο, είχε τόσο πολύ χιονίσει, ξεπάγιασε στα πόδια του ολημερίς, βλέποντας κόσμο να τρέχη πάνω-κάτω, αριστερά, δεξιά. Το ’νοιωθε ότι κάτι συνέβαινε.
Έβλεπε ένα πλήθος από νέους, νέες, γέρους και κάθε ηλικίας ανθρώπους, να τρέχουν σε καταστήματα, σε σπίτια, σε αποθήκες, με τα μάγουλα και τη μύτη κατακόκκινα απ’ την παγωνιά του Δεκέμβρη, αλλά με πρόσωπο γελαστό και μάτια λαμπερά. Το ’νοιωθε ότι όλο τούτο το πλήθος ετοιμαζόταν να δεχτή το καινούργιο χρόνο. Να δεχτή το νεαρό αυτό, που γεμάτος ελπίδες, υποσχέσεις, όνειρα και γοητεία για το άγνωστο, ερχόταν στολισμένος χαμογελαστός. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν πανέτοιμες ν’ ανοίξουν τα μεσάνυχτα και να τον δεχτούν με λαχτάρα.
Μέσα όμως στην τόση χαρά και έξαρσι του κόσμου, ξέφευγε απ’ τη προσοχή πολλών μια σκυμμένη, γέρικη, κουρασμένη μορφή κάποιου που σιγά-σιγά ξεγλιστρούσε και που κανένας πια, δεν νοιαζότανε γι’ αυτόν.
Ήταν ο χρόνος που έφευγε. Ήταν αυτός που ήρθε κι έζησε μαζί μας ένα χρόνο ολόκληρο. Μπορεί να ’δωσε ευτυχία, σε άλλους δυστυχία και σε άλλους ίσως τίποτα. Τι μπορούσε όμως να κάνη ο καϋμένος! Είμαστε τόσοι πολλοί!
Εμείς όμως τι κάναμε τότε που ’ρχόταν, και τι κάνουμε τώρα που φεύγει;
Ένα σωρό χαρές στον ερχομό του, ενώ τώρα, λίγοι νοιαζόμαστε για το φευγιό του.
Πολλοί λίγοι. Μπορεί και κανένας. Εξαίρεση ίσως αποτελούν οι μαθηταί, οι μικροί μαθηταί του Δημοτικού Σχολείου, που τον κατευοδώνουν με λόγια σαν κι αυτά:
«Πάει ο παλιός ο χρόνος
ας γιορτάσουμε παιδιά».
Είναι μόνον οι μικροί μαθηταί, που με τη ψυχή τους γεμάτη καλωσύνη τον στέλνουν στην ιστορία του παρελθόντος τραγουδώντας με αγνότητα και αγάπη γι’ αυτόν.
Εμείς οι μεγάλοι; Πολύ λίγοι του λέμε ευχαριστώ.
Όσο όμως κι αν προσπαθούμε εμείς οι νέοι να τον αγνοήσωμε, έρχεται όπως κάθε φορά, η λαϊκή παράδοση με τα ήθη κι έθιμά της να μας θυμίση ότι οι παππούδες μας, πίστευαν κι αγαπούσαν πιο πολύ από μας το παλιό χρόνο που φεύγει αλλά και το καινούργιο που έρχεται. Η αφοσίωση και ο σεβασμός τους προς το παραδοσιακό στοιχείο ήταν παροιμιώδης.
Στην εποχή μας όμως, που ο αυτοματισμός των πάντων το άγχος και ο γρήγορος ρυθμός της ζωής μας μας έχουν κάνει κυριολεκτικά σκλάβους των, είναι αδύνατον να νοιώσουμε το μεγαλείο των τόσων λαϊκών εθίμων του χωριού μας. Πρέπει να στρέψωμε το βλέμμα μας προς τα πίσω. Πολύ πίσω.
Τότε που στα στενά δρομάκια του χωριού μας παρπατούσαν οι αγωγιάτες με τα μουλάρια των φορτωμένα σακκιά, που μέσα των είχαν το καρπό μια αγροτικής συγκομιδής. Είχαν τον κόπο τους και την αμοιβή τους. Είχαν τις προσευχές τους στο Θεό. Είχαν το δώρο του, αγνά κι απέριττα δοσμένο, σ’ αυτούς που μόχθησαν οργώνοντας τη γη, σ’ αυτούς που προσευχήθηκαν για μια καλή χρονιά.
Τότε λοιπόν, το παλιό καλό καιρό, λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα της τελευταίας νύχτας του Δεκέμβρη, σε κάθε σπίτι είχαν μαζευτή αδελφωμένοι φίλοι και εχθροί και περιμένοντας τον ερχομό του καινούργιου χρόνου, έπαιζαν το «ΜΟΥΤΖΟΥΡΗ».
Ποιος ξέρει πόσοι θα τον θυμούνται!
Ο «ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ» ήταν ένα παιχνίδι που παίζανε με τραπουλόχαρτα. Ο χαμένος ήταν εκείνος στον οποίο θα τύχαινε ο ΡΗΓΑΣ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ.
Οι άλλοι θα του έβαζαν μια μουτζούρα απ’ το τηγάνι.
Κι έβγαιναν τόσο δύσκολα οι μουτζούρες του τηγανιού!
Έπρεπε να πλυθή κανείς με ελαφρόπετρα ή κεραμύδι για να καθαρίση το πρόσωπό του.
Εμείς πιστεύαμε ότι με το παιχνίδι του «ΜΟΥΤΖΟΥΡΗ» κάναμε την τελευταία κακή πράξη μουτζουρώνοντας κάποιον.
Και θέλαμε όλοι μας να βάλουμε μια μουτζουριά σε κάποιον, για να κάνουμε την τελευταία κακή μας πράξη και την επομένη, την πρώτη μέρα του χρόνου ν’ αρχίσουν με καλές πράξεις μια νέα ζωή.
Αλλά κι αυτός, ο οποίος χάρις στην ατυχία του δεχόταν τη μουτζουριά των άλλων, πίστευε ότι εδώ τελειώνει η ατυχία και το χάσιμό του κι έτσι από αύριο θ’ άρχιζε ένας καλλίτερος και πιο τυχερός χρόνος.
Αυτά γινόντουσαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Μόλις ερχόταν 12 η ώρα κι άρχιζε ο καινούργιος χρόνος, έφευγαν όλοι για τα σπίτια των να μη τους βρει η νέα μέρα να χαρτοπαίζουν.
Την επομένη το πρωί, πολύ πρωί, σκοτεινά σχεδόν, ξυπνούσαν οι γονείς τα μικρά παιδιά και τα ’στελναν στη βρύση μ’ ένα γλυκό αηΒασιλιάτικο να τ’ αφήσουν εκεί στη βρύση επάνω κι έπειτα να πλυθούν για να φύγουν οι «τσίμπλες» απ’ τα μάτια των.
Μ’ αυτό οι απλοϊκοί και αγνοί συγχωριανοί μας οι Αραχωβίτες, πίστευαν ότι, βγάζοντας τις «τσίμπλες» απ’ τα μάτια τους πρωί-πρωί, θα μπορούσαν ν’αντικρύσουν τον καινούργιο χρόνο με καθαρό βλέμμα.
- Πίστευαν ακόμη ότι οι «τσίμπλες» αντιπροσώπευαν την άγνοιά τους για πολλά θέματα, τα λάθη που έκαναν όλο το χρόνο και μια λέξη που χρησιμοποιούσαν τα περιελάμβανε όλα αυτά μέσα:
Τη «στραβομάρα τους»!
Αυτή λοιπόν τη «στραβομάρα τους» άφηναν στη βρύση και με καινούργια πείρα και όρεξη πλέον άρχιζαν ένα καινούργιο χρόνο.
Για τα γλυκά που άφηναν, οι Αραχωβίτες έχουν δώσει πολλές ερμηνείες.
Η πρώτη είναι ότι τ’ άφηναν μαζί με τις «τσίμπλες», τη «στραβομάρα τους», δηλαδή.
Όποιος έτρωγε απ’ αυτά έπαιρνε όλα τα λάθη εκείνων που τα είχαν αφήσει.
Γι’ αυτό οι μαννάδες μάλωναν τα παιδιά τους που έτρωγαν ξένα γλυκά απ’ τη βρύση.
Πολλοί από μας, μικροί όμως, καμμιά φορά τρώγαμε κανένα. Βλέπεις άλλα ήσαν φτιαγμένα με ζάχαρι άλλα με πετιμέζι… Είχε γλυκά για κάθε γούστο.
Η δεύτερη ερνημεία ήταν ότι τ’ άφηναν εκεί για τους φτωχούς, που δεν μπορούσαν να φτιάσουν δικά τους. Γι’ αυτό τα πήγαιναν πρωί-πρωί με το σκοτάδι έτσι ώστε αν κάποιος τάπαιρνε να μη τον έβλεπαν.
Στο χωριό μας φτωχοί και πλούσιοι έχουμε την υπερηφάνεια μας κι όσο κι αν μας λείπει κάτι, ποτέ δεν το δείχνουμε.
Η Τρίτη ερμηνεία ήταν ότι τ’ άφηναν για τον αη-Βασίλη. Τα μικρά παιδιά πίστευαν ότι, όποιο παιδάκι έχει αφήσει γλυκό στον αη-Βασίλη, θα πάρη ένα καλό δώρο.
Κι έτσι λοιπόν οι νέοι και οι νέες πήγαιναν το γλυκό στη βρύση κι έπειτα επιστρέφοντας στο σπίτι πριν φτάσουν ακόμη, έπαιρναν μια γερή πέτρα και μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο των άλλων την έριχναν στο πάτωμα φωνάζοντας: «Καλή χρονιά!».
Οι άλλοι ξυπνούσαν κι άναβαν το φως. Το φως το άναβαν για να δουν αν η πέτρα έγινε κομμάτια ή ήταν ακόμα γερή.
Αλλοίμονο στο σπίτι στο οποίο η πέτρα θα κομματιαζόταν. Ήταν κακός οιωνός.
Αυτό εσήμαινε ότι το σπίτι δεν θ’ άντεχε στα βάσανα του νέου χρόνου και θα ράγιζε. Αν όμως η πέτρα ήταν γερή, τότε όλα θα πήγαιναν καλά.
Θυμάμαι μερικούς φίλους μου που από βραδύς διάλεγαν μια γερή πέτρα και την έκρυβαν κάπου για να την πάρουν το πρωί.
Μαζί με την πέτρα έριχναν ένα ρόδι στο πάτωμα. Το ρόδι θάσπαγε κι όλοι προσεύχονταν νάναι γεμάτο.
Κι όταν ξημέρωνε η μέρα με το καλό, όλοι καθόντουσαν στα σπίτια. Κανείς δεν έκανε επισκέψεις. Φοβόντουσαν το «ποδαρικό».
Αν τύχαινε κι ήταν καλό θα τον μακαρίζανε όλο το χρόνο, αν όμως κι ήταν άσχημο ένα σωρό κατάρες θ’ άκουγε.
Σε μας τα παιδιά έλεγαν πως ό,τι κάναμε τη πρώτη μέρα του χρόνου, θα κάναμε όλο το χρόνο.
Θυμάμαι κάποτε διάβαζα από το πρωί ως το βράδυ.
Κι έτσι περνούσε η πρώτη μέρα του νέου χρόνου.
Πόσο όμορφα στ’ αλήθεια ήσαν όλα τότε!
Τώρα όμως! Τι κρίμα! Δυστυχώς η εξέλιξις, η πρόοδος, καταλύουν πολλά από τα όμορφα παραδοσιακά μας στοιχεία.
Τι να γίνη! Χαρά σ’ αυτούς που μπορούν ακόμα και τα διατηρούν. Ζεστοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι, αγκαλιασμένοι με το Θεό!
Το παραπάνω κείμενο του αγαπητού Χρίστου Ε. Μαυρόπουλου δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Η ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ» τον Ιανουάριο του 1974.