Σελίδες

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Ωραίο έργο Ελληνικό ....

 

Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Αναγαλλιάζει  η  ψυχή  μου  όταν  θυμάμαι  κι  ανιστορώ, του  τόπου  μου  σκηνές  και  ιστορήματα!

Ξέρω  βέβαια  πως  τώρα  που  η  επιστήμη  μετασχηματίστηκε  σε  τεχνολογία, κι  ο  κόσμος  έγινε  μια  γειτονιά, κάποια  γραφτά, ίσως  σαν  τα  δικά  μου, δεν  έχουνε  πέραση  καμιά!

Όμως  αφήστε  με  να  πάω  πίσω.

Πίσω  στα  σπίτια  τα  παλιά, στις  κοντυλοσερμένες  στράτες, στις  φωτεινές  μας  τις  αυλές, στις  φτωχικές  μας  εκκλησιές, στα  μαυρισμένα  των  σπιτιών  φουρναριά, στα  όνειρά  μας  που  είσαντε  όσο  το  μπόϊ  μας  φτωχά, σ' ανηφοριές-κατηφοριές, και  στις  πολλές  τις  βρύσες  που  τραγουδούσαν  τα  νερά, ίσαμε  τη  μικρή  μας  αγορά.

Μια  απλωσιά, μια  αγκαλιά  κι  αυτή.

Και  τρόγυρα  τα  μαγερειά, οι  καφενέδες  με  τραπεζάκια  όξω, το  πραχτορείο, και  μπαρμπέρικο, η  νιόφταχτη, η  πέτρινη  του  ΤΟΜΑΡΑ  η  βρύση, κι  ανασαιμιές  ανθρώπων, που  μοσκοβόλιζαν  τ' αλισβερίσια, και  τα  κεσάτια  του  χωριού  μας.

Απρίλης  ήτανε  θυμάμαι. Μετά  την  ΠΑΣΧΑΛΙΑ.



Μέρα  λιοφώτιστη, κι  ο  κόσμος  λιγοστός  στους  καφενέδες, ότε  που  ο  ντελάλης  στάθηκε  μπρος  στου  "ΜΑΝΙΑΤΗ"  το  περίπτερο, νά 'χει τον  κόσμο  αντικρυστά, κι  έβγανε  μια  φωνή  δυνατή, και  κοφτερή, σαν  το  σπαθί  θαρρείς  του  ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ, που  ξέσουρνε  με  βιά  απ' το  φουκάρι.

Ακούστε  χωριανοί.

Απόψε  στης  Λάκκας  την  πλατεία, κινηματόγραφος  θα  παίξει, ωραίο  έργο  ΕΛΛΗΝΙΚΟ! Να  πάτε  ούλοι  κι  είναι  τζάμπα."

Απρίλης  ήταν  του  '50.

Κοντά  στο  γιόμα, ώρα  δυο, που  σκόλαζε  και  το  σκολειό.

Κι  άδραξε  η  "μαρίδα"  το  μαντάτο, και  το  σεριάνισε  σε  γειτονιές  και  ρούγες.

Τ' ακούσαν  οι  γερόντισσες, οι  γέροντες, κι  ετοίμασαν  τα  καλά  τους, σα  θα  σκαπέταγε  κι  η  μέρα θα 'ρχόσαντε  κι  οι  άλλοι  απ' τη  δουλειά  τους, κι  όλοι  αντάμα  θα  κατέβαιναν  δίχως  πολλά-πολλά, και  χασομέρια, στης  Λάκκας  την  πλατεία  παρακαλώντας  τ' ουρανού  να  μην  κακιώσει  απόψε.

Απόψε  θα 'ρχότανε, ξανά  το  τζίπ  με  τους  φαντάρους. Θα  κρέμαγαν  στον  τοίχο  του  σπιτιού, του  ΞΗΡΟΜΕΡΙΤΗ, το  άσπρο, το  μεγάλο  το  πανί, κατάχαμα  ένα  μεγάφωνο  να  ξεσκολίζει  τις  φωνές  για  τα  γερόντια, και  θα  ξεκίναγαν  με  "Τα  νέα  απ' τον  Κόσμο", όπως  το  όρντινο  της  εποχής.

Και  στο  κατόπι  "Ωραίο  έργο  ΕΛΛΗΝΙΚΟ!"



Κι  όλα  θα  γίνονταν  με 'κείνο  το  "μαγικό"  κουτί, που  έβγαζε  καμώματα  και  θεατρίνους  στο  πανί.

Του  συναφιού  μας  ανθρώπους, της  φυλής  μας, όλο  τερτίπια, παραμυθιάσματα, και  τράβαλα  ερωτικά.

Μαζεύτηκε, θυμάμαι, κόσμος  και  κοσμάκης, και  κάπως  έτσι  γένηκαν  τα  πράματα  σαν  έπεσε  το  σκοτάδι.

Κι  ότε  που  το  φως  απ' το  κουτί, έπεσε  στο  άσπρο  το  πανί, "θάνατος", βουβαμάρα, και  σύγκορμη  σιωπή.

Διαπλάτωσαν  τα  μάτια  ευτύς, λασκάρισαν  τα  πρόσωπα, και  οι  ανασαιμιές  στ' αβόζο.

Άρχιζε...η  Μαγεία.

Γελούσε  ο  θεατρίνος, γελούσε  κι  η  πλατεία.

Πρεμούρα  στο  πανί, πρεμούρα  και  στον  κόσμο.

Κι  ο  φίλος  μου  ο  Δημητράκης, κατάχαμα, στο  χώμα  καθισμένος, με  μάτια  ορθάνοιχτα  και  τη  μικρή  του  νιότη  φρονιμεμένη, μαγεμένη, να  παίρνει  δόσεις  ευτυχίας, ως  το  σωκάρδι  της  καρδιάς  του.

Απρίλης  ήταν  του '50.

Τότενες  που  οι  καρδιές  μαθαίνανε  να  ζούνε  με  του  πολέμου  τις  πληγές, και  τις  νιογέννητες  ελπίδες.