Ἐθνικά κειμήλια
Μία αυτόγραφος επιστολή τοῦ Διάκου
Αγνωστες σελίδες από την νέα ιστορία μας
Του Νικ. Σ. Γκινόπουλου
Ἕνα ἀπό τὰ ἐθνικώτερα κειμήλια - κειμήλια πού ἀποπνέουν τὸ εὐγενικό καὶ ὑπεράϋλο ἄρωμα ἑνός ἄλλου κόσμου καὶ ζωντανεύουν μορφές ἡρωϊκές πού τὶς ἐνέπνεαν καὶ τὶς ἐθέρμαιναν κἄποια ὑπέρτερα καὶ θερμουργά ἰδανικά - τὰ ἰδανικά τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος - εἶναι καὶ μία αὐτόγραφος ἐπιστολή τοῦ ἐπικοῦ καὶ παρθενικοῦ ἥρωος, πού ἐδόξασε τὴν Ἀλαμάνα - ἐπιστολή, ποὺ μέσα σ’ ἄλλα βρῆκα στὴν ἱστορική μονή τῆς Βαρνάκοβας σὲ μια λαογραφική μου περιοδεία. Ἡ ἐπιστολή αὐτή γράφτηκε στὴν ἑξῆς περίστασι. Ὁ Διάκος - δοξασμένο γέννημα καὶ θρέμμα καὶ καύχημα τῆς Ἀρτοτίνας, ὅπως σὲ ἄλλο ἱστορικό μας σημείωμα θ’ ἀποδείξουμε - ὅταν πέταξε για τὸ γνωστό λόγο τὸ ράσο καὶ ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ ἀπό στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης τῆς πατρίδος κατετάχθη στὸ σῶμα τοῦ περιφήμου κατά τὴν ἐποχήν ἐκείνην ὁπλαρχηγοῦ καὶ συμπολίτη του Σκαλτσοδήμου κι ἀπό τὸ Σκαλτσοδῆμο ὁ θρυλικός ἥρως πῆρε τὰ πρῶτα διδάγματα τῆς τόλμης καὶ τῆς αὐτοθυσίας. γι’ αυτό μ’ ὅλες τὶς κατόπιν παρεξηγήσεις πού ἔφεραν τὸ χωρισμό τους, ὁ Διάκος ἔτρεφε τὸ βαθύτερο πρὸς τὸν ἀρχηγό του σεβασμό καὶ τὴν μεγαλύτερη στὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φιλοπατρία ἐκτίμησι. Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Σκαλτσοδῆμος τὸν πῆρε κατ’ ἀρχάς «γιά τὸ ἀσκί» - μιά δουλειά ὑπηρετική - ὁ Διάκος ἔδειξε σὲ λίγο ὅτι ἦταν γεννημένος γιὰ μεγαλύτερα. Γιατί διακρίθηκε ὄχι μονάχα γιά τὴν σύνεσι, τὴν τόλμη καὶ τὴν ἀνδρεία του, ἀλλά καὶ γιά τὴν ψυχική του εὐγένεια. Ἔτσι ὁ Διάκος ἔγινε πρωτοπαλλήκαρό του. κι ὅταν ἔλειπε ὁ ἀρχηγός, ὁ Διάκος τὸν ἀναπλήρωνε. Ἀργότερα, ὅταν ἐχωρίσθηκε ἀπό τὸν ἀρχηγό του - γιά τοὺς λόγους πού σ’ ἄλλο ἱστορικό μας σημείωμα θ’ αναφέρωμε - ἐπῆγε στὸν Ἀλῆ πασᾶ, και κατετάχθη στὸ σῶμα τῶν σωματοφυλάκων τοῦ τυράννου - τοὺς τσοχανταραίους. ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ πολλούς ὁπλαρχηγούς πού εἶχαν συναχθῇ στὴν Αὐλήν τοῦ Ἀλῆ κι ἔγινε φίλος καὶ ἀδελφοποιτός τοῦ ἥρωος τῆς Γραβιᾶς Ἀνδρίτσου. Ὅταν δὲ κατά τὸ 1816 ὁ Ἀνδρίτσος διωρίσθηκε ἁρματωλός τῆς Λιβαδειᾶς ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸ Διάκο γιά ἀξιωματικό του - Μπουλούκμπαση. Κι ὕστερα σὰν κηρύχθηκε ἀπό τὸ Σουλτάνο ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὁ Ὁδυσσέας ἀναγκάσθηκε νὰ φύγῃ ἀπό τὴν Λιβαδειά γιατ’ εἶχε χαρακτηρισθῇ ὡς ὀπαδός τοῦ τυράννου, τότε ὁ Διάκος ἀνακηρύχθηκε ἀπό τα παληκάρια τοῦ Ἀνδρίτσου καὶ ἀπό τοὺς προκρίτους τοῦ τόπου ὁπλαρχηγός τῆς Λιβαδειᾶς (26 Ὀκτωβρίου 1820) - ἐκλογή πού ἀναγνώρισε γιά τὸν τύπο κατόπιν καὶ ἡ τουρκική ἀρχή. Γι’ αὐτό στὶς παραμονές τῆς Ἐπαναστάσεως ὁ Ἀρτοτιναῖος Διάκος βρέθηκε ἁρματωλός τῆς Λιβαδειᾶς.
Λίγους μῆνες ὕστερα ἀπό τὴν ἐκλογή του - τὸ Μάρτη του 1821 - γύρισαν ἀπό τὴν Πόλη πού τοὺς εἶχε προσκαλέσει ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ γιά κάποια δῆθεν ὑπόθεσι τῆς Μονῆς [τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ], ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἄμφίσσης Ἠσαΐας καὶ δύο προεστῶτες τῆς Μονῆς, ὁ ἡγούμενος Ἰωάσαφ Χατζῆς καὶ ὁ σύμβουλος Θεοδόσιος, ἀδελφός τοῦ Ἠσαΐα. Καὶ ἡ πραγματική ὑπόθεσι, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐπροσεκλήθησαν νὰ συσκεφθοῦν δὲν ἦταν παρά ἡ ἐθνική ὑπόθεσι, ἡ παρασκευή τῆς Ἐπαναστάσεως!
Μόλις ἔγινε γνωστό ὅτι αὐτοὶ ἐγύρισαν εἰς τὴ Μονή, ἐμαζεύτηκαν ἐκεῖ στὴ 12 τοῦ Μάρτη ὁ Θανάσης Διάκος, ὁ ἀπεσταλμένος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας A. Ζαρίφης καὶ οἱ προεστῶτες καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν μοναχῶν. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς μὲ κλεισμένες τὶς θύρες συνεσκέφθησαν καὶ ἐψήφισαν τὴν ἐπανάστασι. ἐπάνω δὲ εἰς τὸ Εὐαγγέλιο ὡρκίσθηκε τότε καθένας νὰ ἐργασθῇ, ὅπως μποροῦσε, γιὰ τὴν ἐπανάστασι. Καὶ ὁ μὲν Ἠσαΐας ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάσῃ τὴν Ἐπανάστασι στὴ Δωρίδα καὶ Λοκρίδα κι ἔγραψε τὶς τελευταῖες του ὁδηγίες στὸ Σκαλτσοδῆμο, στὸν Πανουργιᾶ καὶ στὸ Δυοβουνιώτη. ὁ δὲ Διάκος μὲ ἀητοῦ γρηγοροσύνη ἐπροετοίμασε τὰ τῆς ἐπαναστάσεως στὴ Φωκίδα καὶ Βοιωτία.
Στὶς 26 τοῦ Μάρτη ὁ Διάκος ἀπατήσας τὸν Βοεβόδα τῆς Λιβαδειᾶς Χασάν Ἀγᾶ, παίρνει ἄδεια μπουγιουρντί, για νὰ στρατολογήσῃ ἄνδρες ἐναντίον δῆθεν τοῦ ἀποστάτου Ὀδυσσέα Ἀνδρίτσου. Τὴ χαραυγή τῆς 27ης Μαρτίου ἐψάλλη εἰς τὴ Μονή τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ λαμπρά δοξολογία ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Ἠσαΐα, εἰς τὴν ὁποία παρευρέθησαν ὅλοι οἱ μοναχοί καὶ μερικοί χωρικοί, ὁ Ζαρίφης καὶ ὁ Διάκος. στὸ τέλος ὁ Ἠσαΐας ὕψωσε στὸ προαύλιο τῆς Μονῆς τὴ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως. Τότε ὅλοι προσῆλθαν καὶ ἐφίλησαν τὸ χέρι τοῦ ἐπισκόπου καὶ ὕστερα ἀφοῦ ἐφιλήθηκαν ἀναμεταξύ τους - φίλημα ἀναστάσεως καὶ ἐλευθερίας, ἐχωρίσθηκαν. Ἔτσι ἡ Μονή τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ στὴ Στερεά ἦταν ὅ,τι ἡ Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας στὴν Πελοπόννησο. Καὶ ὁ μὲν Ἠσαΐας ἐτράπη πρὸς τὴν Ἄμφισσα, ὁ Ζαρίφης ἔμεινε στὴ Μονή καὶ ὁ Διάκος διηυθύνθηκε πρὸς τὴ Λιβαδειά. Στὶς 28 τοῦ Μάρτη ὁ Διάκος γυρίζοντας στὰ χωριά ἐστρατολογοῦσε φανερά - ἔχοντας τὸ μπουγιουρντί τοῦ Βοϊβόδα τῆς Λιβαδειᾶς - ἔφθασε δὲ εἰς τὴν Κάπραινα(Χαιρώνεια) ἀπό ὅπου ἔγραψε στοὺς Ἀραχωβίτας τὴν ἐπιστολή, ποὺ τὴν δημοσιεύομεν παραπλεύρως αὐτόγραφον. Τὸ κείμενό της, τηρουμένης τῆς ὀρθογραφίας, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Τοῖς ἀγαπητοῖς μου
Ραχωβήταις ὑγιῶς
εἰς Ράχωβαν
Αἰδεσιμώτατε ἅγιε Πρωτόπαπα καὶ Παπαδημήτρη, εὐλαβῶς προσκυνῶ καὶ ἀγαπητοί μου Γεωργάκη Σηδερᾶ καὶ Γιάννη Ἀλεξανδρῆ.
Σᾶς φανερώνω λαμβάνοντας τὸ παρόν μου ἀμέσως νὰ σηκωθῆτε νὰ μαζόξετε ὅλους τοὺς ραγιάδες νὰ μοῦ ξημερόσετε Τρίτη πουρνό εἰς Λυκούρεσιν (Μονή πού ἔκειτο κοντά στὴν Κάπραινα) ὅπου νὰ ἔλθετε ὅλοι: 200 διακόσιοι ὀνομάτοι καὶ τῆς ὥρας μαζί μὲ τὰ ἅρματά σας νὰ πάρετε καὶ 10 φορτώματα ψομί καὶ κρασί καὶ ἐλιές καὶ ὅλον τὸν τζημπεανέν (= πολεμοφόδια) ὅπου ἔχετε μπαρούτη καὶ κουρσούμια ( = βόλια) καὶ νὰ μοῦ φέρετε καὶ 6 ἕξη ἄλογα καλά μεζηλιάρηκα (= γρήγορα, ταχυδρομικά) καὶ ἔτσι νὰ μοῦ ἀκολουθήσετε ἐξ ἀποφάσεως.
Ὑγιαίνετε
1821: 28 Ὁ ἀγαπητός σας
Μαρτίου Ἀθανάσιος Διάκος
Κάπραινα (Τ. Σ.)
Εἰς τὸ περιθώριον: «Γιάννη Ἀλεξανδρῆ καὶ Παπαγεωργάκη ἀτοί σας νὰ πάρετε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐν τῷ ἅμα νὰ μοῦ εὑρεθῆτε ἐδῶ.»
Ἁπλῆ καὶ σύντομη ἐπιστολή, ἀλλ’ ἀπό μέσα της νομίζει κανένας ὅτι ἀναπηδᾷ ἡ σεμνότης καὶ ἡ ἀποφασιστικότης, ἡ ἀνδρεία καὶ φλογερή φιλοπατρία, πού ἐστόλιζαν σὰν λίθοι πολύτιμοι τὸ χαρακτήρα τοῦ Διάκου, προτοῦ ὁ ἐπικός ἀγών τῆς Ἀλαμάνας, τὸν ἀνυψώσῃ σὲ σύμβολο ἐθνικό καὶ στολίσῃ τὸ ἀθάνατο μέτωπό του μὲ τοῦ μαρτυρίου τὸ ἀμάραντο στεφάνι. Τὰ λίγ’ αὐτά λόγια τὰ σημείωσα ὄχι για ἄλλο λόγο παρά γιά νὰ μὴ γράψω εὐθύς ἀμέσως τὸ ταπεινό ὄνομά μου, κάτωθεν ἑνός μεγάλου ὀνόματος.
Νικ. Σ. Γκινόπουλος