Σελίδες

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

1936-ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ

 

ΕΘΙΜΑ – ΤΟ ΨΗΣΙΜΟ ΤΩΝ ΑΡΝΙΩΝ – Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.

Το Πάσχα της Αράχωβας είνε κάτι απερίγραπτο, κι’ ανώτερο από κάθε ευφάνταστη περιγραφή, κι’ υψηλότερο από κάθε χαρά και δυνατώτερο από κάθε αίσθημα.
Πάσχα στην Αράχωβα, είνε ένα ανείπωτο γλέντι, που μια φορά αν το δοκιμάσεις, μένει μεσ’ στην ψυχή σου ακέρηο πάντα, σαν ένα μάγο ονειροπόλημα, που θα γιομίζη την ψυχή σου θαυμασμό κι’ ευχαρίστηση.
Σαν σήμερα, όπου κι’ αν ρίξης τη ματιά σου, μεσ’ στην Αράχωβα, διακρίνεις απλωμένη ολοζώντανη τη χαρά. Ολόγυρά της οργιάζει ένα απλό ελληνικό αίσθημα γλεντιού, που γλυστράει στην απέραντη μυροβόλο κνίσσα.
Κάθε ενέργεια και κάθε εκδήλωσις της ζωής, σήμερα, στην Αράχωβα, είνε απόκοσμο τόσο, που να μην μπορεί να το συλλάβη η φαντασία, ή να το απεικονίση ο λογισμός.

Σήμερα, όλη η έκτασις της Αράχωβας, έχει κατανεμηθεί εις τριακόσιους, περίπου, «Λάκκους». Στον καθένα ψήνουν δέκα, ως δέκα πέντε γειτόνοι μαζί τα αρνιά τους για την «αγάπη».
Στις επτά το πρωΐ, όταν οι Αραχωβίτες βάζουν φωτιά στους λάκκους που αποτελούν τους τριακόσιους τομείς της Αράχωβας, μια ανατριχιαστική ομίχλη από καπνούς απλώνεται απάνω σ’ όλο το χωριό, που νομίζεις πως καίγεται πέρα για πέρα. Τη γλύκα της ανατριχίλας δυναμώνουν οι επτά καμπάνες του χωριού, που χτυπούν όλες μαζί σαν σε συναγερμό.
Σε λίγο, που τα ολόξηρα κλήματα διώχνουν με το «λαμπρό» τους τους καπνούς, σε κάθε γειτονιά μια ολόξανθη φλόγα ανεβαίνει, λες και θέλει να φιλήση τα σύννεφα. Ύστερα απ’ αυτό το εκθαμβωτικό θέαμα της πυρκαϊάς, όταν κατακιάση ο «λαμπρός» και στρώνεται η θράκα, οι Αραχωβίτες βάζουν στις ψησταριές τα αρνιά και τα συχνογυρίζουν, για να μην «αρπάξουν». Τα θέλουν λαφρορόδινα, τόσο που να τριζοβολούν οι «πέτσιες» και να τρίβωνται σαν καλοψημένο στραγάλι.
Αλλοίμονο σε ’κείνον τον Αραχωβίτη, που δεν θα σταθή σβέλτος, καπάτσιος, αλλά και μερακλής, κι’ αφήσει το αρνί του να «αρπάξη». Όλοι οι άλλοι θάχουν μ’ αυτόν να κάνουν για πολλές μέρες και θα τον λένε ατζαμή.
Κι’ όλο αυτό το συχνογύρισμα είνε δουλειά μιας ώρας. Έπειτα δεν υπάρχει λόγος να πολυπροσέχη κανείς. Γι’ αυτό και οι Αραχωβίτες τα παρατάνε αργότερα τα αρνιά στις γυναίκες και ρίχνονται στο γλέντι, τριγύρω στο λάκκο.
Και τι δεν κουβαλούν οι Αραχωβιτοπούλες στο λάκκο: Πήτες, σηκοτάκια, γιαούρτες, σπληνάντερα, κοκορέτσι, τυριά φρέσκα και διαφόρους άλλους μεζέδες. Κι’ η κάθε μια προσπαθεί να υπερβάλη την άλλη.
Τα τραγούδια αρχίζουν σε λίγο. Όλοι τους μαγνητίζονται και μαγνητίζουν, και ακτινοβολεί η χαρά μεσ’ στην απλότητα, που θεριεύει η ευθυμία. Τώρα σκεπάζεται το χωριό ολόκληρο με γέλια, φωνές και ωραία τραγούδια, κι’ ένας τόνος χαράς σαν μεθύσι αντιλαλεί σ’ όλη την αμφιθεατρική μορφή της Αράχωβας. Ξένοι και ντόπιοι λησμονούν κάθε ταπεινό υπολογισμό, κι’όλοι τους ζούν σε κάποιο πρωτοφανή ίλιγγο, που δημιουργεί η έκτασις της λησμονιάς…

Και εδώ δεν σταματάει το γλεντοκόπι.

Όταν εξαντληθούν οι μεζέδες στη ψησταργιά πρέπει να κάμουν βόλτα όλοι μαζί στο σπίτι των γειτόνων, για την «αγάπη». 
Μέσα στο χρόνο πολλοί γειτόνοι απ’ αυτούς που ψήνουν σήμερα μαζί τ’ αρνιά, έχουν μαλώσει μεταξύ των, για τις κόττες, που μπήκαν στον κήπο και ξέχωσαν τα νειόσπαρτα λαχανικά. Άλλοι πάλι έχουν μαλώσει για τη γίδα που μάδησε την αμυγδαλιά, κι’ άλλοι για το νερό, και για τόσα άλλα μικρονιτερέσια. Όλοι αυτοί οι μαλωμένοι γειτόνοι πρέπει σήμερα να αγαπήσουν για το έθιμο και για την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να πάνε ο ένας στο σπίτι του αλλουνού για να αγαπηθούν πρώτα, κι’ έπειτα να φάνε με ευχαρίστησι το αρνί της Λαμπρής. Στις δώδεκα τελειώνει κι’ αυτό το καθήκον, κι’ έπειτα ξανά γυρνούν στο λάκκο και παίρνουν τα ψημμένα αρνιά για να φύγουν, καλοκαρδισμένοι. Κι’ όλα αυτά δεν θα τελειοποιούσαν το γλέντι, και προ πάντων το γενναίο φαγοπότι, εάν οι Αραχωβίτες δεν κάναν το απόγιομα ομαδικό χορό στα «αλώνια» που είνε προς το δυτικό μέρος του χωριού, στο χοροστάσι.
Εκεί δεν γίνεται ο χορός μόνο για συμπλήρωση της υγιεινής διαίτης, για το χώνεμα, αλλά πρέπει κι’ όλας να βγουν κι’ οι λυγιρές και οι νέοι της Αράχωβας να επιδείξουν την ικανότητα στο «τσάμικο» και στο «συρτό» που παίζει το ρυθμό η σβελτάδα του ποδιού, το σείσιμο της μέσης και η κορμοστασιά.
Εδώ μια άλλη γραφική ομορφιά απλώνεται στο πλούσιο αισθητικό φόντο, σαν ένα όραμα.

Η ψυχή του επισκέπτου γιομίζει από μια άλλη λαχτάρα. Και ο νους άθελα βρίσκει την διαφορά της ζωής του χωριού, πούναι γιομάτη χαρά, απ’ την ζωή της πόλεως πούναι γιομάτη σκοτούρες…

Και η σκέψις αποφαίνεται: Να ζης λεβενταράχωβα.