Σελίδες

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

1933:Ανάβασις στη Λιάκουρα με σκαρπίνια…

 

Μια ωραία περιπέτεια

Καταλαμβάνομεν θέσιν εις το αυτοκίνητον το εκτελούν την συγκοινωνίαν Λεβαδείας – Αραχώβης (δρ. 50 έκαστος). Διερχόμεθα τον Καρακόλιθον (14 χιλ.) γραφικήν τοποθεσία πλατανοσκεπή με κρυσταλένια πηγή, ανερχόμεθα από τη Στενή (22 χιλ.) τον νέον δρόμον προς την Αράχωβαν αφίνοντες το Δίστομον και σταθμεύωμεν ολίγον εις το Ζεμενό, άλλην γραφικήν τοποθεσίαν με ολόδροσο πηγή μεταξύ Παρνασσού και Ξεροβουνίου. Εκκινούμεν εκείθεν και την 4 μ.μ. ευρισκόμεθα εις την Αράχωβαν.. Καθιστώμεν γνωστόν τον σκοπόν εις δύο άλλους εν Αραχώβη συναδέλφους μου, τους κ.κ. Στάθην Τράγον και Ευθύμιον Δάλκαν οίτινες και δέχονται να μας συνοδεύσουν, καθώς και ο παλαιός μου μαθητής κ. Μπακάλης.
Γίνεται αφ’ εσπέρας η δέουσα προετοιμασία τροφίμων και ευτυχώς χάρις εις την πρόβλεψιν των Αραχωβιτών και αρκετών κουβερτών και την πρωΐαν της Κυριακής 2 Ιουλίου 9 π.μ. γίνεται η εκκίνησις με τον οδηγόν Ανδρέαν Γρανιτσιώτην, όστις εθεώρησε καλόν να έλθη μεθυσμένος. Λαμβάνομεν το μονοπάτι το οποίον φέρει προς την τοποθεσίαν Μάνα οπόθεν η πηγή του ύδατος της Αραχώβης, διότι εις βαθείαν χαράδραν ευρίσκονται όγκοι πάγου οίτινες καθ’ όλον το έτος παραμένουν αναλλοίωτοι και διά τούτο το νερό της Αραχώβης είναι βαρύ διότι προέρχεται από χιόνια. Αφίνομεν το προς τη Μάνα μονοπάτι και ανερχόμεθα προς τον Τυριά. Αλλά τι ήτο θεούλη μου η ανάβασις αύτη, τρομακτική. Επί τέλους φθάνομεν, του οδηγού μας παραμείναντος οπίσω με το ζώον του. Ο Τυριάς είναι ένα μεγάλο σπήλαιο όπου τοποθετούν οι τυροκόμοι τα διάφορα τουλουμίσια τυριά του Παρνασσού και τας εξαισίας φορμαέλας από τας οποίας ηγοράσαμεν τινάς. Γίνεται ημίσεια ώρα ανάπαυσις διά να έλθη και ο… οδηγός μας και εκκινούμεν δι’ άλλην ανάβασιν. Την μεσημβρίαν ευρισκόμεθα στην Βρωμόβρυσιν. Μια στάνη κάτωθεν βράχου και πλησίον ολίγον νερό μας κάνει να σταθμεύσωμεν, ενώ δύο ποιμένες μας προσφέρουν τυρί. Αναγγέλεται το μενού του γεύματός μας από τυρί, αγγούρια, ντομάτες και κρασί Αραχωβίτικο από το οποίον ο οδηγός μας και ο ένας εκ των Αραχωβιτών συναδέλφων εφρόντισαν να είναι άφθονο. Η κόπωσις λόγω της σκληράς αναβάσεως και η επίδρασις του κρασιού, μας βαρύνει τους οφθαλμούς, αφού δε παρελάβαμεν έκαστος από μίαν κουβέρταν επέσαμεν εις τας αγκάλας του Μορφέως. Δεν παρήλθεν όμως 1)2 ώρα και ο νεφεληγερέτης Ζεύς, μένεα πνέων διότι τελείως ανεφοδίαστοι επιχειρήσαμεν να ανέλθωμεν εκεί όπου παρουσιάζεται το μεγαλείον της φύσεως κεραυνοβολεί ημάς με ισχυράν χάλαζαν πράγμα όπερ μας ηνάγκασε να καταφύγωμεν εις διαφόρους σχισμάς πετρών και μικρά σπήλαια.
Κατήφεια, απελπισία, απογοήτευσις μας καταλαμβάνει μη εξαιρουμένου ούτε του οδηγού μας όστις εθεώρησε καλόν να πιη κατά την ανάβασιν όλο το ούζο το οποίον εύρε μεταξύ των τροφίμων, ίσως διά να επιφέρη εσωτερικήν θέρμανσιν ως αντίδοτον της εξωτερικής παγωνιάς από τα βρεγμένα ρούχα του.
Κάποιο γνωμικό λέγει «ει μη υπήρχον οι ιατροί ουδέν μωρότερον των διδασκάλων». Τούτο έχουσα υπ’ όψιν ίσως η Αθηνά, μεσιτεύει εις τον πατέρα του Θεού υπέρ των θεραπόντων της!!! Και ω του θαύματος καταπάυει η χάλαζα και μετ’ ολίγον ο υιός του Διός και της Λητούς, ο διφρηλάτρης Απόλλων, ο θείος Ήλιος κάμνει μικράς εμφανίσεις πράγμα όπερ μας δίδει θάρρος διά να εξακολουθήσωμεν την ανάβασιν. Ανερχόμεθα και ευρισκόμεθα δεξιά και αριστερά από πλαγιές με χιόνια, εκεί ο υποφαινόμενος με τα πέδιλά του και την ράβδον του και ο συνάδελφος κ. Δάλκας με τα σκαρπινάκια, επιχειρούμεν να μιμηθώμεν τους σκιέρ με την διαφοράν ότι ως σκι είχομεν τας ράβδους μας.
Ανερχόμεθα εις το επάνω μέρος της πλαγιάς και αρχίζομεν την κατάβασιν, ήτις του μέσου έβαινε δι’ εμέ κανονικώς, απ’ εκεί όμως δεν γνωρίζω πως ευρέθην εις το κάτω άκρον και πέντε μέτρα μακράν της χιόνος επί των πετρών. Ψηλαφώ τα μέλη μου και ευρίσκω αρκετάς εκδοράς εις τας κνήμας και περισσοτέρας εις τα παχύτερα οπίσθια μέρη του σώματός μου. Κατά την στιγμήν εκείνην ενεθυμήθην τον «δεκάλογον του εκδρομέως» όπου συνιστώ διά τας διαφόρους πτώσεις ότι ο εκδρομεύς πρέπει να είναι εφοδιασμένος με οξυζενέ, ιώδιον, γάζα επιδέσμους…
Αλλά τοιαύτα δεν υπήρχον, αντικατέστησε όμως το οξυζενέ το υπολειφθέν από τον οδηγόν ούζο. Ο καιρός όμως αρχίζει και πάλιν απειλητικός πράγμα όπερ μας αναγκάζει να επισπέυσωμεν την ανάβασιν ώστε να φθάσωμεν επί τέλους την 7 μ.μ. εις την θέσιν Κοτρώνα, απ’ εκεί η κορυφή δεν είναι παρά 400 μ. Μία στρούγκα προφυλαττομένη από τσίγκους και δύο ποιμένες μας υποδέχονται καθώς και τα ουρλιάσματα δύο τεραστίων ποιμενικών σκύλων. Δεν είχομεν ακόμη εγκατασταθή μέσα εις την στρούγκαν και νέο ισχυρότερο χαλάζι μας επισκέπτεται, επακολουθεί δε έπειτα επί ημίσειαν ώραν… χιών.
Ήδη όμως ευρισκόμεθα υπό την προστατευτικήν στέγην της στρούγκας των φιλοξένων ποιμένων, οίτινες μεταφέρουν εκείθεν τα τυριά και το γάλα των, ανάπτουν πυρά ζεστενόμεθα, καταπαύομεν τας διαμαρτυρίας του στομάχου και περί ώραν 11 μ.μ. σιγή επικρατεί, διότι όλοι μας αφού εστρώσαμεν τας κουβέρτας εκοιμήθημεν ενώ έξω ακόμη ο καιρός ήτο απειλητικός. Είναι 3 πρωϊνή και διακρίνω άστρα εις τον ουρανόν, χαράς ευαγγέλια φωνάζω εις τους συναδέλφους μου, εγειρόμεθα και γίνεται η προετοιμασία διά την ανάβασιν εις την Λιάκουραν. Ο οδηγός μας όμως κοιμάται και μετά πολλάς προσπαθείας τον ξυπνούμεν διά να μας οδηγήση τουλάχιστον εις τους πρόποδας. Είναι 4 ½ πρωϊνή οπότε αρχίζει η ανάβασις καθ’ όν χρόνον επικρατεί διαβολεμένο κρύο. Είναι 5 ½ πρωϊνή οπότε ευρισκόμεθα επί της κορυφής, διά να μη ίδωμεν, της μεγαλοπρεπούς ανατολής του ηλίου, το μάγον εκείνο θέαμα, διότι πυκνή ομίχλη περιέβαλε ημάς, νέφη δε ολόγυρα είχον καλύψει τα πάντα. Ήτο αδύνατον να παραμείνωμεν επί πολύ εις την κορυφήν, διά τούτο κατερχόμεθα και επιστρέφομεν και πάλιν εις την στρούγκαν διά να θερμανθώμεν με ολίγα κύπελα ζεστού γάλακτος. Είναι 7 πρωϊνή και διά να μας ειρωνευθή ο Θείος Ήλιος εξαποστέλλει τας θερμάς ακτίνας του, ο ουρανός γίνεται αίθριος, εν τούτοις αποφασίζομεν να κατέλθωμεν, αλλά από τον Γεροντόβραχον και Καλύβια. Κατερχόμενοι συναντώμεν μίαν ομάδαν νέων με δύο Δας οίτινες ανήρχοντο διά την Λιάκουραν εκείθεν δε θα μετέβαινον εις Γκιώνα και Βαρδούσια. Διερχόμεθα από άλλην στρούγκαν όπου οι ποιμένες μας προσφέρουν εξαίσιο τυρί, προχωρούμεν και την 11 π.μ. ευρισκόμεθα εις του Πασά το πηγάδι.
Είναι μια μαγευτική ελατοβριθής τοποθεσία και μια σπηλιά με κρυσταλένιο νερό. Γίνεται τρίωρος εκεί ανάπαυσις και λαμβάνομεν την κατωφέρειαν προς τα Καλύβια και το Λιβάδι. Σταθμεύομεν εις μιαν ελατοβριθή σπηλιά άνωθεν του Λιβαδιού οπόθεν αντικρύζομεν το Κωρύκειον άντρον. Προχωρούμεν και φθάνωμεν την 4 ½ εις την θέσιν Σταυρός οπόθεν απ’ εκεί βλέπομεν την Αράχωβαν. Προχωρούμεν και την 5ην μ.μ. ευρισκόμεθα εις Αράχωβαν, οι φιλόξενοι κάτοικοι της οποίας μετά δικαιολογημένης περιεργείας εζήτουν πληροφορίας διά την εκδρομήν μας. 
Και γράφων τας γραμμάς ταύτας κάτω από τον πλάτανο της Δαύλειας έχω απέναντι μου τον μεγαλοπρεπή Παρνασσόν και σκεπτόμενος το πόσον απαράσκευοι εξεκινήσαμεν διά την πραγματοποίησιν μιας τόσον κοπιώδους αναβάσεως απευθύνω προς τον εαυτόν μου την γνωστήν παροιμίαν «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμον δεν εκράτης».
Θ. ΚΟΝΤΕΡΗΣ
Καθηγητής του εν Λεβαδεία Γυμνασίου