Σελίδες

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

1936: Στην Αράχωβα, την περήφανη αητοφωλιὰ του Παρνασσού!

 


Σὰν ἀετοφωλιὰ, ριζωμένη στὶς ἀπόκρημνες πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ, μοιάζει ἡ Ἀράχωβα, τὸ χωριὸ μὲ τὶς δροσιὲς καὶ τὸν καθάριο βουνίσιο ἀέρα, τὰ παλιὰ σπίτια, τ’ ἄφθονα κρύα τρεχούμενα νερὰ!
Τὴ γνωρίσαμε τὸ χειμῶνα, τυλιγμένη μέσα στὰ κάτασπρα σεντόνια τοῦ χιονιοῦ ποὺ ξαπολοῦσε ὁ βοριᾶς ἀπ’ τὶς κορφὲς τοῦ Παρνασσοῦ ἐπάνω της. Τὴν εἴδαμε καὶ προχτὲς μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ μ’ ἀλλιώτικη ἐντελῶς ὄψη. Τὸ χειμῶνα ἡ ἐρημιὰ, ὁ συννεφιασμένος οὐρανὸς, οἱ καπνοὶ κι οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια τῶν χωριατόσπιτων, τὸ κυνήγι.

Τὸ καλοκαίρι οἱ ξένοι παραθεριστὲς, οἱ ἐκδρομεῖς, τὰ γεμᾶτα ἀπὸ κόσμο ξενοδοχεῖα, οἱ περίπατοι ὡς τὸ μνημεῖο τοῦ Καραϊσκάκη καὶ στὸ δρόμο τῶν Δελφῶν, τὰ σκαρφαλώματα στὸν Ἅϊ Γιώργη, οἱ ἀναβάσεις στὸ βουνὸ, στὶς στροῦγκες τῶν τσοπάνηδων, στὸ καταφύγιο! Κάθε ἐποχὴ τὴ δικὴ της χάρι, τὴ δικὴ της ὄψι, τὴ δικὴ της ξεχωριστὴ ζωὴ! Μὰ κάθε ἐποχὴ γεμάτη ἀραχωβίτικο χρῶμα ἐκεῖ ψηλὰ, γεμάτη βουνὸ καὶ λεβεντιὰ!

Ἡ Ἀράχωβα ἀπὸ χρόνια τώρα, σὰν ὀρεινὴ ἑλληνικὴ ἐξοχὴ ἔχει προσελκύσει τὴν προσοχὴ τοῦ κόσμου ποὺ παραθερίζει, κι ἔχει πάρει μιὰ ξεχωριστὴ θέσι μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ παραθεριστικοῦ κοινοῦ, μέσα στὴν ἐκτίμησι τοῦ κόσμου τῶν ἐκδρομέων καὶ φίλων τοῦ τουρισμοῦ. Αἰτία τὰ πολλὰ της πλεονεκτήματα, ποὺ τὴν τοποθετοῦν πλάι σὲ τόσες ἄλλες ἑλληνικὲς ὀρεινὲς ἐξοχὲς ἀπὸ τὶς πιὸ φημισμένες, πλάι στὸ Σαραντάπηχο καὶ τὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας, πλάι στὰ Καλάβρυτα καὶ τὸ Σμόκοβο, πλάι στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Πίνδου, πλάι στὸ Καρπενήσι καὶ τὴ Σαμαρίνα καὶ τὰ Ζαγόρια τῆς Ἠπείρου καὶ πλάι στὶς μακεδονικὲς βουνίσιες ὀμορφιὲς! 

Γιὰ τὴν Ἀθήνα, εἰδικότερα, ἡ Ἀράχωβα εἶναι κοντὰ, ἔχει καλὸ δρόμο ἀφότου δόθηκε μετὰ τὶς δελφικὲς γιορτὲς προσοχὴ ἀπὸ τὸ ἐπίσημο κράτος στὸ δρόμο Λειβαδιᾶς – Ἀράχωβας – Δελφῶν – Ἰτέας σὰν σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς πιὸ ξεχωριστῆς τουριστικῆς σημασίας.

Βρίσκεται σ’ ἕνα ὕψος 1.000 περίπου μέτρων, ποὺ κάνουν τὴ μέρα της εὐχάριστη καὶ τὸ βραδάκι δροσερὸ καμμιὰ φορὰ ὅλο ψυχροῦλα ποὺ κάνει ἀπαραίτητο καὶ τὸ ἐλαφρὸ παλτὸ. Ἔχει ὄμορφα χωριάτικα σπίτια καὶ κόσμο καλόκαρδο καὶ φιλόξενο γιὰ τοὺς ξένους. Ἔχει νερὰ.

Δὲν ἔχει ἀκόμα ξενοδοχεῖα ἀρκετὰ γιὰ τὸ καλοκαίρι, ποὺ ἀναγκάζουν πολλοὺς ξένους νὰ ζητᾶν καταφύγιο στὰ φιλόξενα ἀραχωβίτικα σπίτια. Δὲν ἔχει δρόμους τῆς προκοπῆς τὸ χωριὸ, καὶ δὲν ἔχει ἀκόμη καὶ φωτισμὸ ἀρκετὸ τὴ νύχτα, πράγμα ποὺ ἀναγκάζει τοὺς ξένους νὰ συμμαζεύονται νωρὶς στὰ σπίτια τους τὸ βράδυ καὶ νὰ ξυπνοῦν – εὐχάριστο αὐτὸ – πρωὶ πρωὶ, πρὶν ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς, ποὺ ἀπλώνεται ἐπάνω σ’ ὅλο τὸν Παρνασσὸ ἀρχίσει νὰ σηκώνεται ἀπ’ τὸ βουνὸ!

Οἱ Ἀραχωβίτες τὸ ’χουν παράπονο τὸ σκοτάδι αὐτὸ τῆς νύχτας μὲ τὴν Κοινότητα. Μὰ ἡ Κοινότης δικαιολογεῖται ὅτι εἶναι φτωχὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πληρώνει παρὰ μονάχα γιὰ νὰ φωτίζεται ὁ μεγάλος κεντρικὸς δρόμος, ὅπου εἶναι τὰ μαγαζιὰ τοῦ χωριοῦ. Κι ἔτσι τ’ ἀνηφορικὰ καλντερίμια, τὰ στενοσόκακα τοῦ χωριοῦ, γίνονται ἀπρόσιτα τὸ βράδυ στοὺς ἀσυνήθιστους «πεδινοὺς» καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῶν πόλεων, ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ περπατοῦν μονάχα στὴν ἄσφαλτο καὶ στὸ φῶς …

Παρ’ ὅλα αὐτὰ, ποὺ θὰ διορθωθοῦν, ἐλπίζουμε μὲ τὸν καιρὸ, ἡ Ἀράχωβα μένει ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ὀρεινὰ θέρετρα τῆς Ρούμελης, καὶ γι’ αὐτὸ πολὺς, πάρα πολὺς κόσμος τὴν ἀγαπάει καὶ τὴν ἐπισκέπτεται τὸ καλοκαίρι. Τὸ ἰδιαίτερο προσὸν της, ὅτι βρίσκεται ἐπάνω στὸ δρόμο τῶν Δελφῶν, καὶ πολὺ κοντὰ στὶς κορφὲς τοῦ Παρνασσοῦ καὶ στὰ μεγάλα ἐλατοδάση του, τὴν κάνει νἄχῃ πολλοὺς θαυμαστὲς !

-Στὴν Ἀράχωβα, ὁ κόσμος κινεῖται, σᾶς λένε.

Καὶ σωστὰ. Ξένοι διαρκῶς περνοῦν ἀπ’ τὴ Λιβαδειὰ γιὰ τοὺς Δελφοὺς καὶ τὴν Ἰτέα, ἀπ’ τὴν Ἄμφισσα καὶ τὸ Γαλαξείδι γιὰ τὴ Λιβαδειὰ. Γάλλοι, Γερμανοὶ, Ἄγγλοι, Σλάβοι ἀκόμα, Αἰγύπτιοι, ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ κόσμου κυκλοφοροῦν ἐπάνω στὸ δρόμο αὐτὸν χειμῶνα – καλοκαίρι καὶ πᾶν νὰ θαυμάσουν τὰ ἐρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῶν Δελφῶν, τὰ εὑρήματα τοῦ Μουσείου, τὴν ὡραίαν ἐν τῇ

ἀγριότητί της φύσιν τοῦ Παρνασσοῦ καὶ τὸν «ὀμφαλὸν» τῆς Γῆς ποὺ βρίσκεται ὡς γνωστὸν, στοὺς Δελφοὺς καὶ αὐτὸς.

Νὰ λοιπὸν γιατὶ καὶ τὰ ξενοδοχεῖα τῆς Ἀράχωβας, τὰ τέσσερα ξενοδοχεῖα της, τὸ «Κέντρον» τοῦ Βασιλόπουλου, τοῦ Δήμου Καλύβα, τοῦ Ξενοδόχου καὶ τοῦ Καλμαντὴ εἶναι πάντα σχεδὸν γεμᾶτα καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ περὶ τὰ ἑκατὸ – διακόσια σπίτια ἀραχωβίτικα, ποὺ νοικιάζουν δωμάτια ἤ διαμερίσματα σὲ οἰκογένειες μὲ τὸ μῆνα, μὲ σχετικῶς πολὺ φθηνὸ ἐνοίκιο, ποὺ κυμαίνεται ἀπὸ 500 ἕως 1.200 δραχμὲς γιὰ τὰ πιὸ ἄνετα χωριατόσπιτα.

***

Ἡ ζωὴ στὴν Ἀράχωβα, ἡ ζωὴ τῶν παραθεριστῶν καὶ τῶν ξένων, ποὺ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μένουν λίγες ἡμέρες, εἶναι πολὺ εὐχάριστη. Γιατὶ ἡ Ἀράχωβα ξεφεύγει ἀπὸ τὰ συνηθισμένα χωριὰ τοῦ βουνοῦ καὶ παρουσιάζει γιὰ τὸν ξένο ἀνεξάντλητο ἐνδιαφέρον.

Πρῶτα - πρῶτα οἱ γέροι Ἀραχωβίτες μὲ τὶς φουστανέλες τους, μὲ τὰ κάτασπρα γένια τους, μὲ τὴ σεβάσμια ἐμφάνιση τῆς ἡλικίας τους, ποὺ ξεκουράζονται στὸ χωριὸ, ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὁλόκληρη βασανισμένη βουνίσια ζωὴ. Ζοῦν πάρα πολλοὶ τέτοιοι γέροι στὴν Ἀράχωβα, τσοπάνηδες οἱ περισσότεροι ποὺ ἡ συντροφιὰ τους εἶναι τόσο ἐνδιαφέρουσα, μιὰ κι ἔχουν ζήσει ὅλη σχεδὸν τὴ ζωὴ τους στὸν Παρνασσὸ, κι ἔχουν τόσα νὰ διηγηθοῦν στοὺς ξένους, ὅταν τοὺς ρωτοῦν.

Γι’ αὐτό βλέπει κανεὶς στὴν μικρὴ πλατεῖα τῆς Ἀράχωβας συχνὰ συντροφιὲς ξένων κι Ἀραχωβιτῶν νὰ κάθωνται στὰ κεντρικὰ καφενεδάκια, στὸν ἴσκιο καὶ στὸν καθαρὸ ἀέρα καὶ νὰ συζητοῦν γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ χωριοῦ καὶ τοῦ βουνοῦ, σὰν νὰ εἶναι χρόνια καὶ χρόνια γνώριμοι. Καὶ βλέπει ἀκόμη κοσμικὲς κυρίες τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λιβαδειᾶς, τῆς Χαλκίδος, τῶν Θηβῶν νὰ κάθωνται μὲ τσοπάνικες γκλίτσες - ἐνθύμια τῆς Ἀράχωβας - στὰ ἴδια κέντρα μαζὶ μὲ Ἀραχωβίτισσες κοπέλες καὶ κυρούλες, στοῦ Παπαϊωάννου, τοῦ Αντώνη Ζάμπα, τοῦ Παπανδρέου, τοῦ Σιδηρᾶ νὰ τρῶνε στὴν ρομαντικὴ ταράτσα τοῦ Θανάση Καραθανάση καὶ νὰ βγαίνουν περίπατο ἕως τὸ Μνημεῖο τοῦ Καραϊσκάκη ἤ πιὸ μακριὰ σὰν βραδιάσει, στὴ βρύση Χτιριαροῦ, ποὺ πλένουν οἱ Ἀραχωβίτισσες τὰ σκουτιὰ τους.

***

Μὰ ἡ ζωὴ τῶν ξένων στὴν Ἀράχωβα δὲν περιορίζεται ἕως ἐδῶ. Ἔχει μιὰ ἀνεξάντλητη ποικιλία. Μέσα στὸ χωριὸ τὴν αὐγὴ καὶ τὸ βραδάκι. Ἐπάνω στὸ βουνὸ καὶ στὶς στροῦγκες μὲ τὶς ἐκδρομὲς τους πολὺ συχνὰ ποὺ ὀργανώνουν γιὰ ἡμέρες ὁλόκληρες.

Τὸ πρωὶ μὲ τὴ δροσιὰ ἀνηφορίζουν στὰ καλντερίμια του ἀπάνου μαχαλᾶ και συγκεντρώνονται στὸν Ἅϊ Γιώργη, στὸ… «Λυκαβηττὸ». Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ἡ Ἀράχωβα μοιάζει μὲ τὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ ἔχει κι Ἄϊ Γιώργη καὶ «Λυκαβηττὸ», «Λυκαβηττὸς», ὅμως δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ὡραιότατο καφενεδάκι - μπὰρ στὸ πιὸ ψηλὸ μέρος τῆς Ἀράχωβας, ἀπ’ ὅπου ξανοίγεται πανοραματικὴ ἡ θέα τοῦ χωριοῦ, τῶν Δελφῶν καὶ τοῦ κόλπου τῆς Ἰτέας ἐκεῖ κάτω. Ἄγριες τζιτζιφιὲς καὶ πλατάνια στολίζουν τὸ μέρος. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄκρη τοῦ χωριοῦ καὶ πιὸ πάνω τὸ πεδίο τῆς ἱστορικῆς μάχης τῆς Ἀράχωβας, ὅπου ἡ Ἐπανάστασις τοῦ 1821, χάρις στὸν Καραϊσκάκη καὶ τὸ ἐπαναστατικὸ του στράτευμα κέρδισε μιὰ περίλαμπρη νίκη!

Ἀπ’ τὸ ἴδιο μέρος διακρίνεται ἡ θέσις «Πλατάνια», στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ἱστορικὴ κι αὐτὴ, γιατὶ ἐκεῖ μετὰ τὴ μέθη τῆς νίκης τους οἱ ἐπαναστάτες συγκέντρωσαν καὶ ἔκαψαν τὰ κεφάλια καὶ τὰ πτώματα τῶν σκοτωμένων Ὀθωμανῶν στρατιωτῶν.

Ἀπ’ τὴν ἴδια θέσι διακρίνονται καὶ οἱ ἄλλες συνοικίες τοῦ χωριοῦ, ὅπου συχνὰ κάνουν περιπάτους οἱ ξένοι. Τὸ Σφαλάκι, ὁ Πλάτανος ἤ Πληκόβρυση, Ἀφανὸς, Κούκουρας, Ρίτσα, Ἅϊ Γιάννη καὶ Οἰκονομόβρυση. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς θέσεις ὑπάρχουν βρύσες μὲ κρύα νερὰ καὶ στὸ κέντρο ἡ Τομαρόβρυση, ποὺ πῆρε αὐτὸ τὸ ὄνομα, ἐπειδὴ παλαιότερα, ὅταν ἐγένετο ἀπὸ τὴν Ἀράχωβα μεγάλη ἐξαγωγὴ μαύρου ἀραχωβίτικου κρασιοῦ, οἱ χωριάτες ἔπλεναν ἐκεῖ τὰ «Τομάρια», δηλαδή τὰ τουλούμια τους!

Ἡ Ἀράχωβα βλέπει πότε - πότε καὶ θέατρο. Περιοδεύοντες θίασοι τὴν ἐπισκέπτονται γιὰ μιὰ - δυὸ βραδιὲς. Ἔχει καὶ τὸ κομμωτήριον τῶν κυριῶν ποὺ ἔχει τ’ ὄμορφο ὄνομα: «Ἄδωνις» καὶ κομμωτὴν τὸν Θ. Φιλοσόφου. Ἔχει καὶ τὸν δαιμόνιο μικρὸ ἐφημεριδοπώλην της τὸν Γιαννάκη Ρεντίφη[1], 15 χρονῶν ποὺ τὸν μετωνόμασαν οἱ Ἀραχωβίτες «Ντούτσε» γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ του δραστηριότητα.

Ἔχει τὶς ψησταριὲς της, ποὺ σκορποῦν τὴν μεθυστικὴ «κνίσα» τῶν ἀρχαίων θεῶν, καὶ προσελκύουν ντόπιους καὶ ξένους στὰ μαγαζιά της. Ἔχει τοὺς δικοὺς της τεχνίτες, τοὺς ξυλογλύπτες ποὺ φτιάνουν περίφημες ἀραχωβίτικες γκλίτσες.

Ἔχει τοὺς ἀργαλειούς της καὶ τὶς κεντήστρες της - κάθε σχεδὸν σπίτι εἶναι κι ἐργαστήριο - ποὺ γι’ αὐτὲς γράψαμε ἄλλοτε. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον ποὺ παρουσιάζει ἡ ζωὴ ἐκεῖ πάνω στὰ 1.000 μέτρα ψηλὰ, στὶς πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ ἔχει καὶ τοὺς πολλοὺς ξένους της.

Ἐφέτος παραθερίζουν οἱ οἰκογένειες Κοφτεροῦ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, Λαμέρα καὶ Λοϊζίδου ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ὁ στρατηγὸς Μουτούσης μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βενιζέλου κ. Μητσοτάκης, ὁ καθηγητὴς κ. Δημόπουλος, ὁ στρατηγὸς Κακοσαῖος, οἱ δίδες Τσαφλαρίδου ἐκ Γαλαξειδίου, ὁ δικηγόρος κ. Ν. Τσικόπουλος ἐκ Λεβαδείας, ὁ μηχανικὸς κ. Ι. Καλαμποκιᾶς ἐξ Ἀθηνῶν, ἡ δις Λίτσα Παπαντωνάκου, ὁ ἀστυνόμος τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων κ. Γεώργιος Σερμεγὲς, ὁ κ. Ι. Φύσσας τοῦ ὑπουργείου Συγκοινωνίας καὶ πολλοὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι.

Οἱ παραθερίζουσες οἰκογένειες ποὺ ἔχουν νοικιάσει διάφορα ἀραχωβίτικα σπίτια ὑπολογίζονται εἰς ἄνω τῶν ἑκατὸ, ἐνῷ πέρυσι ὑπερέβαιναν τὶς διακόσιες. Καθημερινῶς ὅμως ἀνεβαίνουν νέοι παραθεριστὲς καὶ ἐκδρομεῖς, ποὺ ἐπιχειροῦν μάλιστα ἀναβάσεις στὰ δάση τοῦ Παρνασσοῦ, στὸ Καταφύγιο, στὶς στροῦγκες τῶν τσοπάνηδων καὶ στὶς κορυφὲς, εἴτε μόνοι, εἴτε βασιζόμενοι στὶς ὁδηγίες τῶν χωρικῶν, τῶν τσοπάνηδων καὶ τοῦ ὁδηγοῦ τοῦ Ὀρειβατικοῦ Νίκου Κοπανιᾶ.

Κ. Στούρνας



[1] Ὁ Γιάννης Ρεντίφης, ἀργότερα, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἔγινε ὁ ταχυδρόμος τοῦ χωριοῦ, γνωστός σὲ ὅλους ὡς «Ντούτσας», πού πράγματι ἦταν πολύ φιλότιμος καὶ ἐργατικός στὴ δουλειά του καὶ γι’ αὐτό πάρα πολύ άγαπητός στοὺς Ἀραχωβίτες.