Του Στέργιου Μπακολουκά
Πολλοί συμπατριώτες μου,
τουλάχιστον παλιότερα, έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει τη φράση:
‘’ Καλύτερες καλοκαιρινές διακοπές
από αυτές, πενήντα μέτρα γύρω από την Τουμαρόβρυσ’ στην Αράχοβα, δεν υπάρχουν’’.
Η φράση συνεχίζει και σήμερα να
λέγεται χωρίς όμως να γνωρίζουμε, ούτε
την πατρότητά της, αν και
υπάρχουν διάφορες εικασίες και προτάσεις γι’ αυτό, ούτε τον χρόνο κατά τον
οποίο ειπώθηκε για πρώτη φορά, αλλά και χωρίς πλέον να την παίρνουν στα σοβαρά
οι νέοι άνθρωποι. Η ουσία της όμως δεν μπορεί να σταματήσει να γίνεται
πιστευτή, ότι δηλαδή δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, τουλάχιστον
για τις μεγαλύτερες ηλικίες, διότι σ’ αυτούς, αυτό έχει γίνει πλέον πεποίθηση! Κατακαλόκαιρο λοιπόν στις
αρχές της δεκαετίας του ’70 στα καφενεία δίπλα από τις βρύσες στην Αράχοβα, μια
παρέα ντόπιων, έκανε αυτό ακριβώς! απολάμβανε, σε τρέχοντα χρόνο, τη σχόλη που
ισχυρίζεται η φράση. Όπως κάθε μέρα, τα
μέλη της έπιναν τον καφέ τους στη δροσιά
που τους εξασφάλιζε το υψόμετρο των χιλίων μέτρων του Χωριού, οι μουριές από
πάνω τους και τα δυο καλάνια της μεγάλης βρύσης από τα οποία έτρεχε άφθονο
τραγουδιστό νερό, το οποίο πριν πάρει δρόμο τον κατήφορο, για τα περιβόλια και τον ελαιώνα,
έπεφτε πάνω στα καρπούζια που ήταν τοποθετημένα στη γούρνα της για να τα κρυώσει. Ραχάτευαν,
χαζεύοντας τους περαστικούς τουρίστες που πέρναγαν με κάθε είδους τροχοφόρο, για
να πραγματοποιήσουν το δικό τους προσκύνημα στους Δελφούς, κουβεντιάζοντας ''επί
παντός επιστητού''.
Ο Αραχοβίτης Αμερικάνος της
παρέας, περιστοιχισμένος από τους συμπατριώτες του, για πολλοστή φορά διηγούταν την ζωή του στο
Αμέρικα, και τις απολαύσεις που αυτή του παρείχε, με πυκνές αναφορές στα φαγητά
και τα τρόφιμα, την αφθονία και την ποιότητά τους. Αρμακάς τ’ αυγά, πεντόκιλα
κεφάλια τα τυριά, βουνά τα φρούτα, τεράστια ψυγεία γεμάτα κρέατα και πουλερικά,
θεόρατα κοφίνια γεμάτα καρβέλια ψωμί, σαν πλατείες μεγάλα τα μπακάλικα, κουβάδες
τα ψάρια, έχουμε ό,τι τραβάει η όρεξη ακόμα και του πιο δύσκολου ανθρώπου, τους
έλεγε, χρησιμοποιώντας πρώτο πρόσωπο, με κάποια διάθεση υπερβολής,
απευθυνόμενος όμως σε ακροατήριο το
οποίο την εποχή εκείνη, σιτιζόταν λιτά,
η δε γκάμα των φαγητών του ήταν περιορισμένη.
Ο πιο κογιόνος της παρέας μη βαστώντας
την τόση ….αφθονία που ο ‘’πραματευτής’’
διαλαλούσε κορδωμένος ότι απολάμβανε, έσπευσε να τον ρωτάει σαρκαστικά:
- Βρέε, λεβουδιές έχ’τι στ’ν Αμερική;
-Λεβουδιές; Όχι δεν έχουμε απάντησε έκπληκτος ο
….Αμερικάνος!
-Εμ,
άμα δεν έχ’τι λεβουδιές δεν έχ’τι
τίπ’τα! απάντησε ο κογιόνος κουνώντας το κεφάλι του κρυφογελώντας και σηκώθηκε όρθιος
έτοιμος να λακίσει!
Και όμως αυτά που έλεγε ο ξενιτεμένος Αραχοβίτης, ήταν αληθινά! Σήμερα στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό
ακριβώς που τότε περιέγραφε ο ομογενής μας. Η διαφορά όμως είναι ότι εμείς,
τουλάχιστον στην Αράχοβα, έχουμε και
λεβουδιές!!!
Οι λεβουδιές είναι φαγητό λιτό
και ….κομψό, εκπέμπει μια γερή δόση φρεσκάδας και μαγειρεύεται απ’ την καρδιά
της Άνοιξης και ύστερα. Παραμένει Δωρικά λιτό διότι αποτελείται από τρία μόνο
υλικά ώστε μετά την σύνθεσή του να καταλήγει σε κομψό και καλαίσθητο
αποτέλεσμα, αποφεύγοντας κάθε …καρναβαλική εμφάνιση που θα οφειλόταν στις
πολλές αποχρώσεις, επειδή τα χρώματα της βάσης του είναι μόνο δύο, το λευκό και
το πράσινο! Η φρεσκάδα του είναι
αυτονόητη λόγο της εποχής, ενώ η κατανάλωση
αυτουνού του φαγητού περιορίζεται σε μικρές ποσότητες, επειδή απλούστατα
τα υλικά του είναι λειψά από τη μήτρα τους και επομένως αναγκαστικά το
απολαμβάνεις με σύνεση, νοιώθοντας
ανάλαφρος κατά τα μεθεόρτια και σχεδόν σαν να μην έφαγες. Γίνεται έτσι η
επιβεβαίωση της λαϊκής θυμοσοφίας:
‘’Φαγητό που δεν περισσεύει, ….δεν
φτάνει’’!
Όμως όσο απλό είναι στην
σύνθεσή του, τόσο δυσεύρετα είναι τα υλικά του!
Πρέπει λοιπόν αρχικά να κονομηθούν λεβουδιές. Αν έχει η Λαϊκή της Αράχοβας έχει
καλώς ( οι έξυπνοι καμπίσιοι λαϊκατζήδες, μυρίστηκαν κέρδος, και καλά έκαναν, καλλιεργώντας
αυτό το ταπεινό χορταρικό που το τρώνε ευχαρίστως οι Αραχοβίτες, πουλώντας το κάποιες Τετάρτες στο παζάρι με
αμοιβαίο βεβαίως όφελος! Μπράβο τους), αλλιώτικα
πρέπει ν’ αποταθείς σ’ αυτούς τους λίγους στο χωριό, που πιθανών να το
καλλιεργούν στα περβόλια τους για να σε φιλέψουν καμιά ‘’ποδιά’’ τέτοιες. Στη συνέχεια πρέπει πάλι να παρακαλέσεις
κάποιον κτηνοτρόφο του Χωριού να σου φυλάξει ένα μπουκάλι γάλα πρωινό, πρόβειο
ή κατσικίσιο, αλλά το κυριότερο να σου δώσει λίγο τυρί χλωρό, πηγμένο πρόσφατα!
Αν όλ’ αυτά τα καταφέρεις είσαι έτοιμος να …μεταλάβεις αξέχαστες λεβουδιές, χωρίς ποτέ ν’ απαιτήσεις να
χορτάσεις μ’ αυτές γιατί εξόν που θα είναι λίγες σαν πιάτο στο τραπέζι, το μόνο
συνοδευτικό που είναι αποδεκτό με αυτή
την παρουσία, είναι το καψαλιστό ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη! ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ!
Το κρασί πρέπει να είναι λευκό και με
οξύτητα για να ισορροπεί την γλυκάδα του τυριού και των λεβουδιών!
……Αιθεροβάμων μπορεί να είμαι,
γλωσσολόγος όμως ούτε υπήρξα ούτε μπορώ
να γίνω! Στο δικό μου όμως κείμενο, ακόμα και σε ένα τέτοιο ταπεινό θέμα, μπορώ να είμαι υπερβολικός, επικαλούμενος ακόμα και τα λεγόμενα ενός
Ιεροφάντη!
Ο Σεφέρης λοιπόν έγραψε στις 28
Απριλίου 1941, φέρνοντας στο μυαλό του την Αράχοβα, «….Μονάχα στη Ρούμελη βρήκα τέτοια σιγουριά (γλωσσική) στην Αράχοβα
ακούγοντας το γέρο βοσκό που με είχε σπίτι του…»
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για τις
Λεβουδιές, βρήκα ότι το συγκεκριμένο χορταρικό το ονομάζουν ….. ‘‘λεποδιές’’! Κατά τη γνώμη μου
άσχημο όνομα! Είμαι σίγουρος ότι οι
Αραχοβίτες το μετέτρεψαν τιμητικά σε ….’’Λεβουδιές’’ για να είναι περισσότερο
εύηχο και ικανά αγαπησιάρικο!
Λεβουδιές !
Υλικά:
· Λεβουδιές (μία γεμάτη…ποδιά)
· 500 γρ. φρέσκο (χλωρό) τυρί
· 500 ml φρέσκο πρόβειο ή κατσικίσιο
γάλα
· 1 σφινάκι ελαιόλαδο
· Αλάτι, πιπέρι
Σύνθεση:
1. Πλένουμε καλά τις λεβουδιές.
2. Τις βράζουμε για δέκα λεπτά και στην
συνέχεια τις σουρώνουμε.
3. Βάζουμε το λάδι στην κατσαρόλα και αφού κάψει, τσιγαρίζουμε
τα βρασμένα χόρτα.
4. Προσθέτουμε το γάλα και βράζουμε για
δέκα λεπτά ακόμα σε χαμηλή θερμοκρασία προσέχοντας το άφρισμα του γάλατος.
5. Προσθέτουμε το τυρί, αλατοπιπερώνουμε,
βράζουμε για δυο τρία λεπτά και σβήνουμε
το μάτι.
6. Αφήνουμε το φαγητό να κρυώσει λίγο
και να ενσωματωθεί το τυρί.
7. προσοχή στο αλάτι, αν το τυρί είναι
αλμυρό. Αντίθετα πιπέρι μπορούμε να βάλουμε όσο τραβάει η καρδούλα του καθένα
μας.
8. Σερβίρουμε σε ένα πιάτο στη μέση, απ’
το οποίο τρώνε όλοι μαζί, με καψαλισμένο
ψωμί και λευκό κρασί.
Καλή Όρεξη!