Σελίδες

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Τρύγος



Της Άλτας - Φίλου Πατσαντάρα

Μεγαλώσαμε, εμείς τα παιδιά, παίρνοντας ενεργά μέρος, σε ό,τι αφορούσε τα κτήματα και τις γεωργικές ασχολίες στο χωριό εκείνη την εποχή. Δεν μας άρεσε καθόλου το «ξάρ(ι)σμα» των ελιών από τα αγριόχορτα, κάθε Αύγουστο, αλλά στο μάζεμα πηγαίναμε με χαρά. Κυρίως κατά την διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών γιατί είχαμε παρέα και άλλα παιδιά, που κατηφόριζαν κι εκείνα στο Λόγγο με τους δικούς τους. Δεν ήταν η δουλειά που κάναμε, περισσότερο το παιχνίδι και την εξερεύνηση είχαμε στο νου μας, να δούμε την φωλιά του ασβού, για παράδειγμα, που μας είχε δείξει ο πατέρας μας, στις ελιές μας, στον Πύργο, περιμένοντας το κολατσιό, που ήταν πλούσιο αυτές τις μέρες, που είμασταν κι εμείς μαζί, μια και είχε περάσει και η νηστεία των Χριστουγέννων. Έτσι έμαθα και τις τοποθεσίες που είχαμε κτήματα. Αλλά μη μου πείτε να πάω να σας τα δείξω σήμερα, γιατί δεν θα τα βρω από τα πουρνάρια, που έχουν πνίξει τις ρίζες τις ελιές… Μόνο στην Αγιανάνα (Αγία Άννα) είναι διαφορετικά, χάρη στον πρωτοξάδερφο που τις νοιάστηκε, μαζί με τις δικές του, γιατί  είναι αδερφομοίρια των πατεράδων μας.

Με τον τρύγο όμως ήταν αλλιώς, ήταν πανηγύρι. Δεν είχε φτάσει ακόμα η φυλλοξέρα στα αμπέλια της περιοχής μας και η κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον το αμπελάκι της για το κρασί της. Γεμάτο αμπέλια το χωριό, γύρω-τριγύρω. Από τις αρχές Οκτωβρίου που ωρίμαζαν και τα τελευταία, επάνω στον Λεγκερίσο, ξεκινούσε η διαδικασία του τρύγου, στην οποία υπήρχε αλληλοβοήθεια από την γειτονιά, γιατί τα σταφύλια δεν είναιόπως οι ελιές που μπορεί να περιμένουν στην άκρη μέχρι σχεδόν το τέλος της σοδειάς. Αν αρχίσεις να τρυγάς τα αμπέλια πρέπει σε μια-δυο μέρες να έχεις τελειώσει και με το πάτημα των σταφυλιών, γιατί είναι ευαίσθητος ο καρπός. Έρχονταν τα γεμάτα τρυγοκόφινα φορτωμένα στα μουλάρια και στοιβάζονταν για λίγο στην εξώπορτα. Είχαμε δικό μας ξύλινο πατητήρι στην αυλή, που το έπλενε η γιαγιά προσεκτικά από τις αρχές του μήνα, του Τρυγητού, όπως τον αποκαλούσε και το έστρωνε με σπαρτιές για να είναι έτοιμο. Ο πατέρας μας έβγαζε με την βοήθεια των γειτόνων τα βαρέλια έξω από το υπόγειο και τα έπλενε για να είναι κι εκείνα έτοιμα να δεχτούν τον καινούργιο μούστο.

Όλοι στη γειτονιά έτσι έκαναν και «βρομοκοπούσε», όπως λέγαν τα βράδια στο κοσούλτο, ο τόπος εκείνες τις μέρες από τα απόνερα. Ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, που είχαμε αργία, και μετά την παρέλαση εξελισσόταν στην αυλή μας και η τελευταία πράξη, το πάτημα των σταφυλιών. Βάζαμε τις γαλότσες μας, καλά πλυμένες, και μπαίναμε κι εμείς τα παιδιά στο πατητήρι. Ο πατέρας μας βέβαια έκανε όλη τη δουλειά, αλλά ήθελε -και τον ευγνωμονώ σήμερα γι΄αυτό- να είμαστε μέσα σε όλες τις δουλειές και να γνωρίζουμε τις διαδικασίες. Οι γυναίκες του σπιτιού και όσες γειτόνισσες δεν είχαν άλλες δουλειές στο σπίτι τους, άδειαζαν από το καζάνι που ήταν από κάτω από το πατητήρι το χυμό των σταφυλιών σε άλλα δοχεία και τον μετέφεραν στα βαρέλια, που είχαν εν τω μεταξύ επιστρέψει στη θέση τους στο υπόγειο. Εμείς είχαμε δύο μεγάλα, ένα για το κοκκινέλι και ένα για το άσπρο κρασί και ένα μικρότερο για το στειφτάδικο, που αργούσε κάπως να σφραγιστεί με την απαραίτητη ρετσίνι από πάνω. Αυτό το έβγαζαν αργότερα, όταν ερχόντουσαν οι στειφτάδες  με το στίφτη τους, να στείψουν τα τσάμπουρα, που ό,τι έμενε μετά το έπαιρναν στα σπίτια τους, για το καζάνι, για να τα κάνουν τσίπουρο. Ο λίγος μούστος που κερδιζόταν, έμπαινε σε ξεχωριστό βαρελάκι. Ένα μπουκαλάκι τσίπουρο θα επέστρεφε, πριν τα Χριστούγεννα, πίσω στην οικογένεια για το ευχαριστώ της προτίμησης. Φιλότιμοι ήταν όλοι τους στο χωριό και κοίταζαν να βολεύονται όλοι.

Αξέχαστοι οι διάλογοι με τον πατέρα μας πριν το μεσημεριανό όταν είμασταν όλοι ήδη καθισμένοι στο τραπέζι:

-«Τραβάτε στο κατώι να πιάσ(ε)τε κρασί!»

-«Τί λογιώ;»

-«Απ΄το δώθε βαρέλ(ι) και κοίτα να κλείσεις καλά την κάνουλα».

 Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα παραπάνω και στη στιγμή το κανατάκι με το μοσχομύριστο γέννημα της αραχωβίτικης γης ήταν πάνω στο τραπέζι. Ένα «δαχτυλάκι», που και που, μας έβαζε κι εμάς τα παιδιά να δοκιμάσουμε, πάντα με το φαγητό μαζί. Το δικαιούμασταν άλλωστε γιατί είχαμε συμβάλει στην παραγωγή.

Η μητέρα μας κρατούσε τον αναγκαίο μούστο, αμέσως μετά το πάτημα και προτού ο χυμός των σταφυλιών ζυμωθεί και μετατραπούν τα σάκχαρα σε αλκοόλ για την μουσταλευριά, που εμείς την λέγαμε, μουστόπ(τ)α και τα σιτζιούκια.

Πριν κάμποσο καιρό, όταν με βαριά καρδιά, που δεν ήταν πια κοντά μας, τακτοποιούσα παλιές φωτογραφίες και δικά της σημειώματα, σ΄ένα συρτάρι, βρήκα ιδιόχειρη και την συνταγή της για την μουσταλευριά: Διαλύουμε ένα κουτάλι σούπας καθαρή στάχτη σε μεγάλη κατσαρόλα σε ένα κιλό νερό. Προσθέτουμε τον μούστο καιμόλις πάρει βράση και αρχίσει να φουσκώνει αφαιρούμε με τρυπητή κουτάλα τον αφρό. Αποσύρουμε από τη φωτιά και αφήνουμε να κατακαθήσει η στάχτη για τουλάχιστον 12 ώρες. Για την μουσταλευριά, χρειαζόμαστε 6 μέρη μούστου, προς ένα μέρος αλεύρι. Πασπαλίζουμε με σουσάμι και κανέλα.

Σιτζιούκι: Σε διπλή καρπ(ι)τοκλωστή , περνάμε πρώτα τα κομμάτια το καρύδι χωρισμένα στη μέση. Σε δυο καρέκλες με γυρισμένες τις πλάτες τους αναμεταξύ τους στηρίζουμε σε οριζόντια θέση τον πλάστη και εκεί κρεμάμε τα καρύδια περασμένα σε κλωστή, που την έχουμε δέσει σε ένα συρμάτινο τσιγκελάκι στη άκρη για να τα κρεμάσουμε. Φτιάχνουμε την μουσταλευριά και προσθέτουμε λίγο νισεστέ. Βουτάμε τον σπάγκο με τα καρύδια στην ζεστή μουσταλευριά και κρεμάμε να στεγνώσει για 10 λεπτά. Τα ξαναβουτάμε στη ζεστή μουσταλευριά , προσθέτοντας ίσως λίγο νερό και ζάχαρη, για πέντε φορές. Τα αφήνουμε να κρέμονται στον αέρα, ώσπου να στεγνώσουν και τα πασπαλίζουμε με κανέλα.

Σε όλα τα χαγιάτια στη γειτονιά έβλεπες εκείνες τις μέρες να είναι κρεμασμένα σιτζούκια , στον τοίχο σε καρφιά. Και σε κάθε σπίτι τον χειμώνα ήταν το φίλεμα.

Τη χρονιά που βγήκαν τα δικά μου αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο  -τότε δημοσιεύονταν σε πίνακες έξω από το Πανεπιστήμιο αρχές Οκτωβρίου και εμείς στην επαρχία τα μαθαίναμε από την εφημερίδα την άλλη μέρα το πρωί, όταν έφτανε το πρώτο λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αμφίσσης κατά τις 11 η ώρα- η μητέρα μου έφτιαξε είκοσι σιτζιούκια παραπάνω. Θα τα πήγαινα πεσκέσι στην Αθήνα, στις γειτόνισσες εκεί, όπου θα έμενα, ως φοιτήτρια. Γιατί είχα και αυτό το προνόμιο, να περάσω τα φοιτητικά μου χρόνια, σε μια γειτονιά της Αθήνας, όπου είχαν μαζευτεί οικογένειες από κάθε γωνιά της Ελλάδας, μαζί με πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και διατηρούσαν στο έπαρκο ζωντανές τις γειτονικές σχέσεις, όπως ακριβώς τις είχα ζήσει στο χωριό μου. Μόνο που κοσούλτο δεν έβγαιναν τα βράδια…

Ακόμα τα θυμούνται κάποιες από τις παλιές γειτόνισσες εκεί τα σιτζιούκια, γιατί πρώτη φορά τα δοκίμαζαν. Βέβαια και για όσα χρόνια μετά έμεινα κοντά τους, η μητέρα μου δεν τις ξεχνούσε.

Αλήθεια,τώρα που τα γράφω όλα αυτά, πλαταγίζει η γλώσσα μου στην ανάμνησή τους. Πόσα χρόνια είναι, που έχω να γευτώ αυτά τα αξεπέραστα αραχωβίτικα σιτζιούκια… 

Από το βιβλίο της Άλτας - Φίλου Πατσαντάρα "Αναμνήσεις στην Αράχωβα"