ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΞΩΜΟΤΟΥ
Η μέση μου διαμαρτύρεται από τον
σπαραγμόν της τετραώρου ημιονοπορείας, αλλά το χέρι μου, μέλος ευγενές,
λησμονεί την κτηνώδη ανάπαυσιν δια να υπηρετήσει τον ενθουσιασμόν του
νεοφωτίστου.
Διότι η ημέρα του Σαββάτου ήτον
αναμφιβόλως η ιστορία μιας εξωμοσίας εφημέρου. Η ειδωλολατρεία ανεβίωσεν εις
διάστημα ενός οράματος. Ο Απόλλων είχεν επανέλθει άλλην μίαν φοράν εις τον
κόσμον από μηχανής και είχεν αναστήσει επί ολίγας ώρας την λατρείαν του. Δι’
όλον εκείνο το πλήθος, το αναβαίνον προς το ιερόν, ηλιόρρυτον, ως αποθεούμενον,
ο Θεός του Ευαγγελίου είχεν εκλείψει προς στιγμήν και ο Θεός του Ποιητού τον
είχεν αντικαταστήσει.
Τίποτε δεν έλειπεν από την αλήθειαν
του παρελθόντος. Το προσκύνημα ήτο ευλαβές όπως και τότε, αφού η ιδία
καταπόνησις, η οποία δεν εμποδίζει τον φανατικόν από το τάμα, δεν εκώλυσε και
τους προσκυνητάς των Δελφών να αναρριχηθώσιν εις το όρος. Ήτο παγκόσμιον, όπως
και τότε, αφού ο Αιγύπτιος του κ. Πεσμαζόγλου ανήρχετο την ιεράν ατραπόν παραπλεύρως
του Γαλάτου υπουργού, του Γερμανού αρχαιολόγου, του Αμερικανού διευθυντού του
Ινστιτούτου, ήτον ακόμη και ακριβής, αφού τα σφάγια των θυσιών εμίγνυαν εις τον
αέρα την ευώδη κνίσσαν των με το άρωμα των δαφνών και των μύρτων που εστόλιζαν
την αρχαιοπρεπή μετώπην του Μουσείου.
Το φωτεινόν όραμα διήρκεσεν ακόμη και
τη νύκτα, εις το γλυκόν ύπνον που επακολουθεί τον ιερόν κάματον. Και όταν η
ναύς των προσκυνητών ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα του απόπλου και ο κρότος της
άγκυρας ήνοιξε τα μάτια εις την συννεφιάν, τότε ακαριαίως διελύθη και η
φρεναπάτη.
***
Και αι αναμνήσεις βγαίνουν τώρα μια –
μια από την αλήθειαν.
Η αποβάθρα της Ιτέας βασιλεύει με τον
θριαμβευτικόν διάκοσμον των ελληνογαλλικών χρωμάτων και με την ευπρεπή
επισημότητα του συνωστισμένου πλήθους, εν μέσω του οποίου στίλβει το υψηλόν
καπέλλο του Νομάρχου και θριαμβεύουν οι πτεροθύσανοι του μοιράρχου και του
αστυνόμου. Δίκαια καύχησις, αφού εις την φιλοκαλίαν και την δραστηριότητα των
τριών αυτών αρχών οφείλεται η μισή επιτυχία της αλησμονήτου εορτής. Αυτή η άκρα
της ωραίας προκυμαίας είνε συγχρόνως η αφετηρία όλης της ιεράς οδού, η οποία
διασχίζει την κωμόπολιν, έπειτα βυθίζεται εις τον ελαιώνα και έπειτα
αναρριχάται εις το βουνό.
Ολίγας στιγμάς διαρκεί η μετάβασις
από το εν μέσον της συγκοινωνίας εις το άλλο, από το θαλάσσιον εις το χερσαίον.
Απ’ εδώ όλον το πλήθος των μουλαριών με τα παρδαλά χράμια εις τας σέλλας, απ’
εκεί όλον το πλήθος των σουστών και των κάρρων, και εις το μέσον, εις τον
μεγάλον δρόμον, αι δέκα το πολύ άμαξαι αι ηριθμημέναι, αι οποίαι θα μεταφέρουν
τους προσκεκλημένους δι’ ειδικών εισιτηρίων.
Πέριξ το ποικίλον πλήθος των
αντιπροσώπων της Φωκίδος: φουστανέλλα ή ποτούρι και κεντητό γιλέκι, φουστάνι
και μανδήλι ή πουκαμίσα και σκέπη και χρυσή αρματωσιά. Άνδρες και γυναίκες και
μικρά, συνωστισμένοι απ’ οπίσω από τα υποζύγια, ξεχειλισμένοι από τα ξύλινα
μπαλκόνια. Όλα τα μάτια ενθουσιασμένα, όλα τα χείλη υποχρεωτικά.
- Καλώς ωρίστε… ότι θέλετε… μάλιστα…
ορίστε απ’ εδώ… έννοια σας… μη σας μέλει… μεγάλη μας τιμή… σας ευχαριστούμε…
Είνε και σήμερον η γλώσσα των Ελλήνων
εκείνου του τόπου, εις τον οποίον άλλοτε, εις τους χρόνους των Αμφικτυόνων, η
φιλοξενία ενήσκειτο εκ γενετής κι εξ επαγγέλματος.
***
Η πορεία δια μέσου του δάσους των
ελαιών είνε η πρώτη κατήχησις εις την λατρείαν των Μουσών. Ω! σκιερά μαγεία
αυτού του τεμένους, του περικλειωμένου ως μασχάλη μεταξύ δυο καθέτων, ως
οστεωδών, βουνών, διατρήτων από μεγάλας μαύρας κορακοφωληάς. Η μεγάλη οδός
λευκάζει ευθυτάτη μέσα εις τας ευρώστους ελαίας, των οποίων οι κορμοί
σκεπάζονται από το φύλλωμα. Κόπτω ένα κλώνον ανθισμένον, όστις θωπεύει τα
μαλλιά μου, με ιερόν δέος μήπως η Δρυάς με απολιθώση διά την ασέβειαν.
Έπειτα ανοίγεται διάπλατον το κράτος
του Απόλλωνος. Χείμαρροι φωτός κυλίονται από το όρος του θεού, το ξηρόν και
αυστηρόν, εις την πεδιάδα την κατάσπαρτον, την οποίαν χρυσώνουν επί πλέον τα
κύματα των μεγάλων κίτρινων μαργαριτών που ξεχειλίζουν εις τας οφρύας.
Έπειτα αι άμαξαι περνούν τας καμπύλας
και τα μουλάρια τας αποτόμους ατραπούς. Οι γραφικοί όμιλοι των Φωκιδέων,
αυστηροί προσκυνηταί, ακολουθούν πεζοί με τα νταούλια. Μια ομάς λευκή με μιαν
μεγάλην σημαίαν βοά εις ένα ύψος μιαν ζητωκραυγήν εις την διάβασιν των ξένων,
είναι ο δήμρχος της Μυωνίας με τους προκρίτους, όλοι φουστανελλοφόροι.
Το μαρτύριον του προσκυνήματος
αρχίζει, ο ήλιος καίει, τυφλώνει και βουβαίνει, εις την σιωπήν της κοπώσεως
ακούεται το κουδούνισμα του ζώου και το λαχάνιασμα του ιδρωμένου οδηγού.
Παραπλεύρως μου οδοιπόροι καββαλικεύων εν φαλαρωμένον άλογο ο Αιγύπτιος της Αθηναϊκής
Τραπέζης.
Ρικνώνει εις τον ήλιον το πρόσωπόν του, το οποίον στίλβει ως
ορείχαλκος. Με το φέσι, με το μπουρνούζι, πλησίον ενός βράχου από τον οποίον
φύεται μια αγριοσυκιά μου δίδει όλην την φαντασίαν μιας οδοιπορείας εις το
Σουδάν. Είνε περιχαρής, ως να ικανοποιεί κάποιαν νοσταλγίαν.
- Ιμπραήμ, τι χαμπάρια;
Καλλίτερα με το άλογο παρά με την καμήλα;
- Όχι, γκαμήλα πειο
καλό. Ατί τρέχει.
- Έτσι είνε το Σουδάν,
όπως εδώ;
-Α, έτσι, το ίντιο!
Το τελευταίο θαύμα του Απόλλωνος είνε
ότι δεν τον εξεδικήθη διά την βλασφημίαν αυτήν με μιαν ηλίασιν καραυνοβόλον.
***
Θα
παρατρέξω – από ευλαβειαν – τον τάπητα της αφελούς Αραχωβίτισσας, η
οποία στέκεται βουβή ως η Πυθία, και δίδει εξηγήσεις μόνον οσάκις ερωτηθή:
πόσον καιρόν κατασκεύαζε το αξιοπερίεργον φόβητρον με τας τρείς κεφαλάς – η
σύλληψις του Διάκου; Θα παρατρέξω δια τον ίδιον λόγον την αρμονίαν της
Μασσαλιώτιδος της ψαλείσης από τους μαθητάς του Γυμνασίου της Αμφίσσης – πολύ
καλή άλλως τε ιδέα – ως επίσης δεν θα
αναφέρω με κανέν εγκώμιον την αδιαφορίαν των δυο επισήμων ξένων προς τον ύμνον
των. Κατέβησαν από την άμαξαν και διέσχισαν τον διπλούν στοίχον των αδόντων
μαθητών, χωρίς να φανούν ότι έχουν μάτια, ώτα και χέρια δια να εγγίσουν το
καπέλλο τους. Μιαν μόνον δικαιολογίαν τους ευρίσκω: ότι δεν διέκριναν καμμίαν
λέξιν ούτε κανένα φθόγγον, εκ του οποίου να εννοήσουν ότι ψάλλεται η
Μασσαλιώτις.
Και θα έλθω εις την συνέχειαν του
ωραίου Γολγοθά, εις την άνοδον εκ του μουσείου εις το θέατρον. Είπα μόνον
ωραίου, αλλ’ είνε ασθενεστάτη η λέξις. Ήτο μάλλον μέρος μιας ανόδου προς τον
ουρανόν. Φαντασθήτε την μεσημβρινήν κλιτύν της Ακροπόλεως εις μέγεθος, εις ύψος
και εις κάλλος ασύγκριτον. Μια βλάστησις ακόλαστος από παπαρούνες και κιτρίνας
μαργαρίτας, δια μέσου των οποίων το τάγμα των προσκυνητών χαράσσομεν πρόχειρα μονοπάτια.
Ένα κομμάτι βάθρου προβάλλει από την λόχμην, παραπάνω μια γωνία κιονοκράνου,
παρέκει ένας γυμνός αγκών στυλοβάτου. Ο κ. Στεφανόπουλος γλιστρά εις τα χόρτα,
είκοσι βραχίονες τον ανεγείρουν. Ένας χωροφύλαξ δίδει το χέρι του ειςτας κυρίας
και τας ανασύρει. Κανείς δεν τολμά να γυρίσει οπίσω να ιδεί, ο ίλιγγος θα τον
κατρακυλήσει εις το χάος δυο χιλιάδων ίσως μέτρων, όπου η κοίτη του
χειμάρρου με το δάσος των ελαιών, το
οποίον φαίνεται ως λόχμη από θάμνους.
Τα πόδια γλιστρούν ακόμη εις το
ολισθηρόν καλδιρίμι του ναού του Απόλλωνος – δυο στηλοβάται εις εν επίπεδον –
και το διεθνές καραβάνι εισέρχεται εις την ασφάλειαν του θεάτρου. Αλλά κανείς
δεν σκέπτεται να ρίψει το πρώτον βλέμμα του εις την αγρίως μεγαλοπρεπή μαγείαν
του μέρους. Άλλο θέαμα, πολύ ελκυστικώτερον, αιχμαλωτίζει την κατάνυξιν. Μια
απέραντος σειρά στρωμένων τραπεζιών με θησαυρούς αστακών, ψητών, χοιρομηρίων,
μαγιονέζας, μπύρας και σαμπάνιας, παγωτών και γλυκισμάτων, θησαυρούς
πολυτιμοτέρους την στιγμήν αυτήν από όλους τους θησαυρούς των Αθηναίων, των
Θηβαίων των Κνιδίων.
Ο Σωμιέ, ο Κωνστάν, ο Καραπάνος, Ο Ζαΐμης,
ο Μαυρομιχάλης αυθυπηρετούνται συνωστίζονται δια να βάλουν στο πιάτο τους εδέσματα
και έπειτα τα παίρνουν μ’ ένα ποτήρι κρασί και διευθύνονται καθένας εις ένα
βάθρον όπου τρώγουν εις το πόδι. Υπηρετούν εις το τραπέζι φρακοφόροι. Εις τον
διαγωνισμόν κρημνίζονται από τα χέρια ποτήρια και μποτίλιες. Μια υφήλιος λιμώττουσα
παριστάνεται την στιγμήν αυτήν εις την σκηνήν του αρχαίου θεάτρου, η οποία αναζεί
δια να παίξει την καλλιτέραν κωμωδίαν.
Έψιλον
Πηγή: Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ
21 Απριλίου 1903.