Πριν λίγο καιρό, στο
ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο έλαβα ένα πολύτιμο ντοκουμέντο από έναν εξαίρετο
συνάδελφo, με τον οποίο είχα συνυπηρετήσει στο Σώμα
Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων.
Το τεκμήριο αυτό ήταν μια προσφώνηση
απόφοιτου μαθητή προς τον φιλόλογο γυμνασιάρχη του, την ώρα που η τάξη του ετοιμαζόταν
να λύσει οριστικά «τους ζυγούς της» ή
καλύτερα «τους κάβους της», για να
αρχίσουν πλησίστιοι οι φερέλπιδες αυτοί νέοι τον αγώνα της ζωής. Ειδικότερα, το
υπόψη λογίδριο εκφωνήθηκε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου: «Ο Κοραής», στο Ηράκλειο της Κρήτης, την
1 Ιουνίου του 1902, στο τελευταίο μάθημα των «Ελληνικών».
Γυμνασιάρχης ήταν ο Ιωάννης Περδικάρης, άγνωστος μεν, αλλά άξιος και
εμπνευσμένος δάσκαλος, όπως θα φανεί στη συνέχεια. και ο απόφοιτος
ομιλητής δεν ήταν, απλώς, ένας άριστος μαθητής, αλλά ο νεαρός…Ν. Καζαντζάκης(!), που αργότερα θα έσπαζε τις θολές
γραμμές των οριζόντων της πατρίδας του, για να καταυγάσει ως αστέρας στο
παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα.
Το εν λόγω προσφώνημα - έτσι
το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συντάκτης του - βρίσκεται πολλά χρόνια τώρα στο
αρχείο μιας εγγονής του αείμνηστου αυτού Γυμνασιάρχη, η οποία είναι αγαπητή
φίλη του παραπάνω συναδέλφου μου, και έτσι, «τύχῃ ἀγαθῇ», έφτασε πρόσφατα στον υπολογιστή μου. Μετά την ευχάριστη έκπληξη που
ένιωσα από την ανάγνωση του εν λόγω κειμένου, θεώρησα καλό να το κοινοποιήσω
στον αγαπητό μας ιστότοπο: «rakopolio.bolgspot.com»(«ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ»). καθώς συμπίπτει οι μέρες που
διερχόμαστε να είναι του Ιουνίου, και οι μέρες Ιουνίου είναι πάντα μέρες αποχαιρετισμού
για τους νέους που αποφοιτούν από τα Λύκεια της πατρίδας μας. και, επίσης,
επειδή, λίγο - πολύ, μπορεί αυτό το κείμενο να μας ταξιδέψει, όλους εμάς τους
παλαιότερους, στα χρόνια της δικής μας αποφοίτησης και αποχαιρετισμού από τους
δασκάλους και καθηγητές μας.
***
Ο μαθητής Ν. Καζαντζάκης
προσφωνεί τον γυμνασιάρχη του «κατ’ ἐντολήν» των δώδεκα(12) συμμαθητών
του, τα ονόματα των οποίων καταγράφονται στο τέλος του προσφωνήματος.
Ο νεαρός ρήτορας εκφράζει,
αρχικώς, τη συγκινητική ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη, στο τελευταίο μάθημα των
Ελληνικών, την οποία, εν τέλει, περιγράφει ως πένθιμη, σαν να αποχωρίζονται, δηλαδή,
όχι μαθητές τον καθηγητή τους, αλλά παιδιά τον αγαπημένο τους πατέρα.
Είναι αυτή η μαγική σχέση
που αναπτύσσεται μεταξύ φωτισμένων δασκάλων και ταλαντούχων μαθητών, η οποία
ξεκινά από τον εκατέρωθεν θαυμασμό και μέσα από τη συνεχή πνευματική ώσμωση
καταλήγει σε ένα είδος ακατάλυτης συγγένειας και αμείωτου σεβασμού.
Στη συνέχεια, αναφέρει το πολύτιμο
και ουσιαστικό καταπίστευμα, που ο φωτισμένος καθηγητής στα χρόνια της μάθησης άφησε
στους μαθητές του, με τον πλέον επιτυχή τρόπο, ο οποίος εκθειάζεται με τη φοβερή
ρήση: «ὑψώσαντες ἡμᾶς μέχρις Ὑμῶν». καταπίστευμα προερχόμενο μέσα
από την κληρονομιά των μεγάλων δασκάλων της ανθρωπότητας, των αρχαίων δηλαδή φιλοσόφων
και ποιητών, όπως του Πλάτωνα και του Σοφοκλή, το οποίο ο ομιλητής συγκεκριμενοποιεί
στη θεία, όπως την αποκαλεί, τριάδα των ύπατων αξιών της ζωής: καλόν, ἀγαθόν,
ἀληθές.
Εκθειάζει τα εξωτερικά συμπεριφορικά
χαρακτηριστικά του άξιου δασκάλου τους: «φωνή
ήρεμη και σοβαρή, βλέμμα γαλήνιο», που φανερώνουν βαθιά γνώση και μόρφωση.
αυτά ακριβώς τα στοιχεία, τα οποία
οδηγούν, συνήθως, σε αληθινή ταπεινότητα και θαυμαστή μεταμόρφωση του
υποκειμένου.
Συναισθάνεται και ομολογεί
ότι με τη βοήθεια του φωτισμένου καθηγητού τους - «τῇ ἐπιδράσει τῆς Ὑμετέρας διδασκαλίας», όπως λέει - οι συναπόφοιτοι έχουν συνειδητοποιήσει το χρέος τους. να
εργασθούν στη ζωή καθοδηγημένοι από τις παραπάνω αξίες, όχι μόνο για να
εκπληρώσουν τα προσωπικά τους όνειρα, αλλά και για να συντελέσουν στη δόξα της Πατρίδας,
έχουν δηλαδή μορφωθεί, για να γίνουν «καλοί
κἀγαθοί» πολίτες - πατριώτες.
Τέλος, κλείνει το λόγο του
παραφράζοντας το στίχο τού «Κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου» (κεφάλαιο ΙΓ΄ παράγραφος 37) με το: «πάντες ἐν τούτῳ γνώσονται ὅτι Ὑμῶν μαθηταί ἐσμέν», που είναι, πιστεύω, ο ανώτερος έπαινος για το σωστό δάσκαλο.
***
Άραγε σε πόσους σημερινούς
εκπαιδευτικούς θα μπορούσε να ταιριάξει «γάντι»
αυτός ο μαθητικός αποχαιρετισμός; Φοβάμαι, σε πολύ λίγους, για να μην πω σε ελάχιστους.
Eν τούτοις, στην Αράχοβα της δεκαετίας του ’60, υπήρξε καθηγητής, που θα δικαιούταν και με το
παραπάνω έναν αντίστοιχο αποχαιρετιστήριο λόγο. αυτός, για όσους
έζησαν τα γυμνασιακά τους χρόνια εκείνη την εποχή στο χωριό μας Αράχοβα, είναι
ο Δημήτρης Ρεντίφης, μοναδικός και
αξεπέραστος φιλόλογος!
Θα μπορούσε, λοιπόν, ο
λόγος του δεκαοκταετούς Ν. Καζαντζάκη να υιοθετηθεί, σήμερα, από κάθε
εκπαιδευτικό που θέλει να θεωρείται ευσυνείδητος λειτουργός, ως ένα είδος «λυδίας λίθου», ώστε να μπορεί να δοκιμάζει, καθημερινώς, τη διδακτική
επάρκειά του και την εν γένει στάση και συμπεριφορά του στο σχολείο.
Επίσης, θα μπορούσε να
γίνει ένα είδος εγκολπίου και να μοιράζεται σε κάθε εκπαιδευτικό, λίγο πριν αυτός
δώσει τον υπαλληλικό όρκο του και αναλάβει τα καθήκοντά του, ώστε όσοι έχουν επιλέξει
στη ζωή τους να διδάσκουν και να καθοδηγούν τους νέους μας, να τον μελετούν τακτικά,
σαν τη δική τους «επανάληψη», προτού να απαιτούν τις επαναλήψεις από τους μαθητές τους,
γιατί τόσο η εκτίμηση του καθηγητή, όσο και η αγάπη και ο σεβασμός του μαθητή
κερδίζονται με αγώνα, βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα μέσα στην τάξη, στο σχολείο.
***
Ακολουθεί το πρωτότυπο πολύτιμο ντοκουμέντο
Στάθης Ασημάκης