Σελίδες

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Η ΡΟΚΑ



Με τον τίτλο La roca δημοσιεύθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1921, στην πρώτη και δεύτερη σελίδα της  γαλλικής εφημερίδας Le Figaro, η παρακάτω νουβέλα που θα διαβάσετε, και που υπογράφει η MmeLeune,  διαδραματίζεται δε εξ ολοκλήρου στην Αράχωβα του Παρνασσού. Η μετάφραση του κειμένου από τα Γαλλικά στα Ελληνικά έκανε η κυρία Αλεξάνδρα Δημητριάδη του Κων/νου, όπου και θερμώς ευχαριστώ.


Η ΡΟΚΑ
Νουβέλα
Ένας πλατύς και λευκός δρόμος, μέρος της Ιτέας, ελίσσεται και σκαρφαλώνει στα βράχια, απλώνεται ορμητικά κατά μήκος του Παρνασσού, χαϊδεύει τα ερείπεια των Δελφών, προσεγγίζει την Κασταλία πηγή και περιβάλλει την Αράχωβα, ένα ευγενικό και περήφανο χωριό, σκαρφαλωμένο στον γκρεμό.

Μια μικροσκοπική κηλίδα που μοιάζει σαν να σχηματίστηκε τυχαία, λαμπυρίζει χρυσογάλανη πέρα στην κοιλάδα, μακρινή σαν ανάμνηση: είναι ο κόλπος της Ιτέας, ήρεμος σαν λίμνη αυτό το καθαρό πρωινό του Απρίλη. Ένας ελαιώνας φωτίζει με το αργυρό του χρώμα την κοιλάδα. Μερικά αραιόφυτα πέυκα, μερικά λυγερόκορμα κυπαρίσσια, και μετά τίποτα, μόνο η μεγάλη, τρομακτική ερημιά.

Δύο σκιές, που μόλις διακρίνονται, τυλιγμένες σε χιονισμένες κάπες και στη σιωπή, παραπαίουν μέσα στην ομίχλη. Κινούνται αργά, βλοσυρές και σοβαρές. Είναι άραγε θεοί; Τυλιγμένες μέσα στη μεγαλόπρεπη ατμόσφαιρα που τις περιβάλλει, άξαφνα μένουν ακίνητες. Ένα κοπάδι ζωηρά κατσίκια, με παρδαλά χρώματα και μυτερά κέρατα, σκίζει την ομίχλη, πέφτει λαίμαργα στα αραιά στάχυα, που καλλιεργήθηκαν με υπομονή ανάμεσα στα βράχια, και τα καταβροχθίζει σαν αστραπή. Τα σκυλιά και οι βοσκοί πλησιάζουν βιαστικά: οι θεοί μου είναι απλοί πάστορες, που μεταμορφώθηκαν επιδέξια σε θεούς μέσα στη μαγική ομίχλη.Και ωστόσο, οι απροσπέλαστες, ψηλές κορυφές του Παρνασσού φυλάνε ακόμα ζηλόφθονα τους θεούς και τα χιόνια τους. Κάποιες χιονονιφάδες περιπλανούνται τυχαία, γλιστρούν κατά μήκος των γκρίζων βράχων, φθάνουν στο χωριό και το πλημμυρίζουν με παγερό αέρα και λευκό φως. Γάργαρες πηγές αναβλύζουν άτακτα από τα γκρίζα βράχια και το δροσερό νερό, αλλά και η αβίαστη ευτυχία κυλούν μαζί προς το χωριό, χαρούμενα και ζωηρά. Ένας επιβλητικός πλάτανος, σοφός σαν γέροντας, δεσπόζει και προστατεύει το χωριό. Κάτω από τη φιλόξενη σκιά του, πηγές και άνθρωποι κελαρύζουν χαρωπά.

Από τις πόρτες και τα παράθυρα, από κάθε πόρο του χωριού, ξεχύνονται αγόρια και κορίτσια, αψηφώντας τον άνεμο, με τις γυμνές κοιλίτσες τους να προεξέχουν και να γυαλίζουν φουσκωμένες, σαν φλασκιά γεμάτα ήλιο. Γεμάτα χάρη, τα λιγνά και φιδίσια κορμιά τους μπλέκονται, χτυπιούνται, ρίχνονται κατάχαμα και παλεύουν. Μετά ξανασηκώνονται, χοροπηδούν, χορεύουν και τραγουδούν, πασαλείβουν τα πρόσωπά τους με λάσπες και βρομόνερα· η όμορφη, νεαρή σάρκα ριγεί από ευτυχία κάτω από τον ήλιο. Όλη αυτή η ζωηρή συντροφιά με μαγεύει: αισθάνομαι ότι γιορτάζει όλο μου το είναι. Λατρεύω τις πηγές και τα πλατάνια, τους γέροντες και τα λερωμένα παιδιά, τα λατρεύω, θα έμενα ευχαρίστως σε αυτό το όμορφο χωριό, σίγουρη ότι το μεγαλόπρεπο βουνό θα μου χάριζε απλόχερα μια ευγενική ψυχή, όμοια με αυτή των χωρικών που βλέπω να ζυγώνουν, φορτωμένοι με την πολύτιμη πραμάτεια τους: μάλλινα καλύμματα με λαμπερά χρώματα, παλιές δαντέλες, υφάσματα κεντημένα με τέχνη, από χέρια επιδέξια…

Φορώντας λευκά μάλλινα ρούχα, μια συντροφιά νεαρών, δροσερών κοριτσιών ξεστρατίζουν από τα σοκάκια του χωριού και έρχονται κατά μέρος μας, χαριτωμένες και καθαρές. Καθισμένες στο κατώφλι παμπάλαιων σπιτιών, γερόντισσες με ολόλευκα μαλλιά ενσαρκώνουν τον μύθο και υφαίνουν το όνειρο. Διαμάντω, Αργυρώ, Χρυσάφω!... Όμορφα ονόματα που αντηχούν στον καθαρό αέρα και, όμορφα κορμιά που πάλλονται στον ρυθμό των πηγών, και περπατούν και κινούνται με χάρη.

Η Παγώνα! Είναι όμορφη σαν θεά αυτή η χωριατοπούλα και, όπως και οι θεές, δεν έχει ηλικία. Νανουρισμένη από έρωτα, σαν παιδούλα έτοιμη να κοιμηθει, μια περίτεχνα σκαλισμένη ρόκα κοιμάται, ακουμπισμένη στο αριστερό μπράτσο της χωριατοπούλας. Απαλά, το δεξί χέρι γνέθει ασταμάτητα.

-          Αχ! Τι όμορφη ρόκα! Δεν μπορώ να αντισταθώ, θα την αγοράσω, μου ψιθυρίζει ο γλύπτης Δ…

-          Αν σας την πουλήσει!

-          Και μάλιστα για ψίχουλα… Θα δείτε: πόσα θέλεις για τη ρόκα σου, Παγώνα; Δέκα, είκοσι φράγκα; Πες γρήγορα…

Έχω εμπιστοσύνη στην Παγώνα. Χίλια καλά συγκεντρώνονται σε αυτό το ανοιχτό, ολάνθιστο, ηλιοφώτιστο πρόσωπο.

-          Για να δω, Παγώνα, ξαναρχίζει ο γλύπτης… Πολύ όμορφη, ένα θαύμα υπομονής… Πόσα θέλεις, Παγώνα;

-          Δεν έχει τιμή: είναι το δώρο των αρραβώνων μου με τον Μήτρο. Έχουμε είκοσι χρόνια παντρεμένοι…

-          Θα σου φτιάξει άλλη ο Μήτρος σου…

-          Ίδια αποκλείεται: ο Μήτρος με αγαπούσε όταν τη σκάλιζε!...

-          Σ’ αγαπάει ακόμα, λάμπεις από ευτυχία, Παγώνα: η δεύτερη ρόκα θα είναι τόσο όμορφη όσο και η πρώτη, σε διαβεβαιώνω, επιμένει ο καλλιτέχνης.

-          Μπορεί να είσαι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά δεν έχεις ιδέα από τη ζωή: τα χρόνια σκοτώνουν τον έρωτα, αν δεν τον μετατρέψουν σε μίσος… πρέπει να είσαι νέος για να στο επαναλάβω, διακόπτει βλοσυρά η Χρυσάφω με τα ολόλευκα μαλλιά, η γηραιότερη του χωριού.

-          Άντε, πες μου μια τιμή, Παγώνα. Ό,τι έχω θα στο δώσω, τη θέλω πολύ τη ρόκα σου, ξαναλέει ανυπόμονα ο καλλιτέχνης.

Η Παγώνα δεν ακούει. Είναι απορροφημένη σε ένα όραμα του παρελθόντος. Πρέπει να είναι πολύ γλυκό: η Παγώνα χαμογελάει, ευτυχισμένη. Θυμάται…

…Καθισμένος σε έναν βράχο, βυθισμένος στην ησυχία, κρύβοντας μέσα του μια βαθιά, ανείπωτη χαρά, ο Μήτρος, ο νεαρός βοσκός, σκαλίζει μια ρόκα: δύο κατσίκες, δύο ψάρια, δύο κυπαρίσσια, όλα ζευγάρια, φιγούρες που, χωρίς να τις έχει ζωγραφίσει, τις σκαλίζει στο ξύλο, τους δίνει μορφή. Μια παλλόμενη και ζεστή ανάσα εισχωρεί στο ξύλο. Το ξύλο γίνεται μαλακό. Χάρη στην αγάπη του βοσκού, υπακούει πειθήνια: κάτω από τα δάχτυλά του, ο Μήτρος το ακούει να αναπνέει!... Ζώα και φυτά ανταλλάζουν ματιές… Ζουν, κινούνται!...

Ξαφνιασμένος, ο Μήτρος κοιτάζει το θαύμα: έδωσε ψυχή στη ρόκα που έφτιαχνε για την αρραβωνιαστικά του, τη δική του ψυχή!...

Η χαρά του νεαρού βοσκού πλημμυρίζει το χωριό. Τρέχει, ψάχνει… η Παγώνα τον βλέπει να έρχεται, η πηγή κελαρύζει, το χωριό, ο κόσμος είναι χαρούμενοι. Η Παγώνα ξαναζεί τη μοναδική στιγμή.

Το χάραμα, ο Μήτρος την πλησιάζει, όμορφος σαν τον ήλιο. Ντροπαλά, ευλαβικά, στολίζει τη ρόκα με ολόλευκο μαλλί, το πρώτο! Σιωπηλή, η Παγώνα χαμηλώνει το βλέμμα… Με τρομερή θέρμη η Παγώνα υπόσχεται να γνέθει, για πολλά χρόνια, την ευτυχία του Μήτρου…

-          Άντε, Παγώνα, φτάνουν τα όνειρα, αποφασίστε, λέει απαλά ο καλλιτέχνης.
Η Παγώνα συνεχίζει να γνέθει…

-          Χρυσό; Θέλεις χρυσό; Δύο χρυσά νομίσματα, Παγώνα, πενήντα χρυσά φράγκα, κοίτα…
Στο άκουσμα του χρυσού, μια γριά χωριάτισσα πλησιάζει. Φιλοχρήματη, ξακουστή για την ασχήμια και την τσιγκουνιά της, η Ελέγκω είναι γνωστή και μισητή από όλο το χωριό.
-          Διστάζεις; Πενήντα χρυσά φράγκα;… Ο έρωτας ενός άντρα αξίζει πολύ λιγότερα… Πούλα τη, τη ρόκα σου, Παγώνα, και πίστεψέ με: Αν πουλήσεις τον έρωτα του συζύγου σου, με όλες αυτές τις αναμνήσεις, θα σε εκτιμήσει πολύ περισσότερο. Και επίσης, τα χρήματα είναι σημαντικά αυτούς τους δύσκολους καιρούς…

Η Παγώνα σταματάει να γνέθει.

Την εντυπωσίασε η Ελέγκω, την έβαλε σε πειρασμό ο χρυσός; Ποιος ξέρει;… Η ασχήμια της ζωής κερδίζει το όμορφο πρόσωπο. Αλλάζει έκφραση. Η Παγώνα συνεχίζει να ονειρεύεται, αλλά το όραμα δεν είναι πια το ίδιο.

Η Ελέγκω το παρατηρεί και χαχανίζει.

-          Ονειρεύεσαι, Παγώνα… Γι’ αυτό που κάνουν οι άνδρες, όνειρα για μια γυναίκα!...

Το πρόσωπο της Παγώνας συννεφιάζει. Φυσικά και είχε περάσει δύσκολες στιγμές με τον Μήτρο, που τώρα πια είναι «απόμακρος». Ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια της, παλιές και άσχημες. Η Παγώνα διστάζει…

-          Αν πουλούσα τη ρόκα μου, ο Μήτρος μπορεί να με μάλωνε. Ο Μήτρος γερνάει, γίνεται πικρόχολος…

Η Παγώνα, η Παγώνα μου, θα λύγιζε; Θα μου αποδείκνυε και αυτή, με μια απαίσια κίνηση, πόσο άσχημη είναι η ζωή; Η Χρυσάφω νιώθει ότι η Παγώνα κινδυνεύει. Σπεύδει να τη βοηθήσει:

-          Μην ακούς την Ελέγκω, κόρη μου… διψάει για εκδίκηση. Μισεί τους ανθρώπους επειδή κανείς τους δεν την ήθελε, γιατί ήταν άσχημη. Μην τη δώσεις τη ρόκα σου, Παγώνα: κανένας θησαυρός στον κόσμο δεν αξίζει όσο η ανάμνηση του πρώτου έρωτα… μάρτυς μου τα λευκά μου μαλλιά, Παγώνα. Κι έπειτα… ακόμα κι αν ο έρωτας δεν σου άφησε παρά μια πικρή ανάμνηση, κράτησέ την, Παγώνα, φύλαξέ την σαν κόρη οφθαλμού, δεν υπάρχει καλύτερη!...

Ένα εκκλησάκι ξεπροβάλλει από την ομίχλη. Ο μικροσκοπικός σταυρός του, καλυμμένος με ένα γκρίζο πέπλο που διαλύεται στον άνεμο, εμφανίζεται ξανά πάνω σε μια γαλάζια κηλίδα.
Η Χρυσάφω θριαμβεύει.

Στις κορυφές του Παρνασσού, το παρθένο χιόνι λαμπυρίζει. Πάνω στους αρχαίους, γκρίζους βράχους, η ανάμνηση του πρώτου έρωτα ελευθερώνεται, μεγαλόπτεπη. Περήφανη όπως το βουνό που την είδε να γεννιέται, η Παγώνα βυθίζεται και πάλι στο όνειρο… Γνέθε, Παγώνα… μη σταματάς: η ζωή καραδοκεί και το όνειρο είναι η σωτηρία σου… η γέννηση,η Παγώνα ξυπνάει και ξαναβυθίζεται στο όνειρο… Γνέθε, γνέθε, Παγώνα,… γνέθε γρήγορα… Και για άλλη μια φορά, αναδύεται το γλυκό παρελθόν…

… Η καλύβα γιορτάζει, μια απέραντη χαρά την πλημμυρίζει. Οι φτερούγες της είναι απαλές. Ο Μήτρος και η Παγώνα νιώθουν ρίγη ευτυχίας: απόψε, σε λιγάκι, θα αποκτήσουν ένα παιδί, ένα ολόδικό τους παιδί… Το ξύλο το σιγοτραγουδάει, μια χαρούμενη φωτιά λάμπει στο τζάκι και η Παγώνα φλέγεται από χαρά και χαμογελάει, χαμογελάει πλατιά!... Η Παγώνα γνέθει. Η προίκα του μωρού θέλει να είναι από λευκό μαλλί: ο Μήτρος, για χατίρι της μέλλουσας μητέρας, δεν είχε κουρέψει τη μοναδική λευκή κατσίκα μες στο καταχείμωνο; Η Παγώνα κοιτάζει τον Μήτρο. Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το βλέμμα του νεαρού πατέρα να βυθίζεται στην κούνια και να ανακαλύπτει ένα μωρό, το πρώτο του μωρό!... Ο Μήτρος δεν είναι ο άξεστος βοσκός εκείνο το βράδυ. Το βουνό δεν θα τον αναγνώριζε. Ο Μήτρος είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα που κλαίει μπροστά στο νεογέννητο βρέφος.

Και να που η ταπεινή ρόκα γνέθει περήφανα τα νέα με ολοκαίνουργιο, λευκό μαλλί! Σιωπηλή, σκυμένη πάνω από τη λιτή κούνια, κοιτάζει και αυτή το ροδαλό θαύμα και χαμογελά ευτυχισμένη… Δεν είναι άραγε ζωντανή η ρόκα; Δεν αποτελεί και αυτή μέρος της οικογένειας, ιδίως απόψε;… Ο Μήτρος την αγγίζει και το τραχύ χέρι του, την χαϊδεύει ανεπαίσθητα. Το γέρικο ξύλο τρίζει από χαρά… και η Παγώνα θα την πουλούσε;

Γεμάτη πλούσιες αναμνήσεις, η ρόκα προστρέχει να την υπερασπιστεί·υψώνει το μεγαλόπρεπο ανάστημά της και αψηφά τον γλύπτη.

Αλλά ο Δ… γνωρίζει τις γυναίκες.

-          Ξέρω ότι είσαι περήφανη Παγώνα, και από μεγάλο τζάκι. Εδώ και μια ώρα τώρα σε βλέπω και σε θαυμάζω, άκουσέ με όμως: θα μου την πουλήσεις τη ρόκα σου, περηφρονείς το χρυσάφι, αλλά θα μου τη δώσεις!...

-          Ποτέ, λέει η Παγώνα, ποτέ…

-          Θα μου τη δώσεις, γιατί είσαι Ελληνίδα, Παγώνα. Θα μου τη δώσεις. Θα την πάω στο Μουσείο διακοσμητικών τεχνών και, πάνω σε μια χρυσή πλάκα, θα σκαλίσω: Δωρεά της Παγώνας και του Μήτρου, από την Αθήνα!...

-          Και το χωριό θα γνωρίσει τη δόξα, προσθέτει περιχαρής ο Χ… ο γηραιός Έφορος, ανήσυχος για τη φήμη της κοινότητάς του.

Η Δόξα! Βαφτισμένη στον χρυσό του ήλιου, η μαγική λέξη χτυπάει την Αράχωβα κατάστηθα. Το χωριό τρελλαίνεται. Όσο μικρό κι αν είναι, λατρεύει τη Δόξα… Ο καθένας θέλει το μερίδιό του: ακόμα κι ο γεροπλάτανος, που είναι καλυμμένος με ένα λεπτό στρώμα χρυσού, στην ηλικία του!...

-          Δώστην Παγώνα, δώστην γρήγορα, φωνάζουν οι χωρικοί.

Η Παγώνα νιώθει να πνίγεται. Γαντζώνεται από το όνειρό της. Ένα τελευταίο όραμα σπεύδει να τη βοηθήσει.

… Ο ήλιος δύει. Ο ήχος από τις καμπάνες ζυγώνει. Ο Μήτρος επιστρέφει. Δεν λέει τίποτα ο Μήτρος, αλλά η Παγώνα μπορεί να διαβάσει τα μάτια του: «Τι την έκανες τη ρόκα σου, Παγώνα;…»

Ποτέ, η Παγώνα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντέξει τέτοια μομφή… Ας έφευγε ο Ξένος… ας έφευγε λοιπόν, αυτός ο άνδρας του οποίου η ματιά την καθηλώνει και την υπνωτίζει…

Το χωριό νίκησε!

-          Δώστην, δώστην γρήγορα, Παγώνα, ουρλιάζουν οι χωρικοί, και το πλήθος την περικυκλώνει, την πνίγει. Τρελαμένη, η Παγώνα δραπετεύει. Μια τελευταία συμβουλή. Τρέχει να βρει τον Πρωτόπαππα, έναν γέρο βοσκό που μοναδικό αφέντη του είχε τον ουρανό και τη μοναξιά.
-          Υπόκυψε, κόρη μου, της λέει, είναι η βούληση του χωριού. Κι έπειτα… ο Μήτρος είναι όπως και οι άλλοι: λατρεύει τη δόξα!...

-          «Ο Μήτρος λατρεύει τη δόξα» επαναλαμβάνει μηχανικά η Παγώνα… Πάρτην, λέει στον γλύπτη, πάρτην γρήγορα και φύγε…

Έχοντας θυσιαστεί για τη δόξα της Αράχωβας, η ταπεινή ρόκα εγκαταλείπει το χέρι της Παγώνας. Θριαμβευτικά, ο καλλιτέχνης τη γραπώνει και την παίρνει μαζί του. Μια ριπή ανέμου ξεσηκώνει μερικές τούφες λευκού μαλλιού και τις σκορπίζει ένα γύρω. Αέρινα αλλά πεισματάρικα φαντάσματα που στοιχειώνουν τον ύπνο της Παγώνας…

Εκείνο το βράδυ έπεσε μεγάλη θλίψη στην Αράχωβα. Ένας κουρασμένος ουρανός έχει πλακώσει το χωριό. Το βουνό είναι θλιμένο. Μόνο το χιόνι στις ψηλές βουνοκορυφές φωτίζει το χωριό: «Ο ήλιος έφυγε απόψε, θρηνώντας έναν νεκρό…», ψυθιρίζουν μεταξύ τους οι γερόντισσες και σταυροκοπιούνται. Ο Μήτρος πέθανε.

Μια τελευταία φορά, εκείνο το ίδιο πρωινό, αισθάνθηκε νέος, κι έτσι νέος και δυνατός, σαν ανεμοστρόβιλος, έφυγε μες στον χαλασμό μακριά πάνω στο βουνό. Για πολλές ώρες, το κοπάδι και ο βοσκός περιπλανιόντουσαν στις ερημιές, για πολλές ώρες οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, πολύ πριν ξυπνήσει η Εκκλησία… Ο Μήτρος επιστρέφει. Με το σώμα να κείτεται στον τάφο, χαιρετάει ήδη τον θάνατο… Είναι αναπόφευκτος. Τα μάτια του Μήτρου ανοίγουν διάπλατα, πάντα ξαφνιασμένα… Ψάχνουν… Μια πικρή ανάμνηση αναδύεται ξαφνικά στη μνήμη της Παγώνας. Η ρόκα! Γαντζωμένος στην ανάμνηση του πρώτου έρωτα, πόσο εύκολα θα έφτανε ο Μήτρος τα αιώνια χιόνια!... Τύψεις και ενοχές που δεν νιώθουν ποτέ οι ευγενικές ψυχές, αναδύονται και πληγώνουν την καρδιά της Παγώνας. Ανοίγει διάπλατα το παράθυρο. Η νύχτα εισβάλλει, κρύα, σκληρή και ανελέητη. Μερικές τούφες μαλλιού στροβιλίζονται στον άνεμο… Η Παγώνα τις αναγνωρίζει και τους τείνει το χέρι… Η εστία τρίζει… Το σώμα του Μήτρου γίνεται άκαμπτο και στα ορθάνοιχτα μάτια του, η Παγώνα, τρομαγμένη, διαβάζει για πάντα, μέχρι να πεθάνει: «Τι την έκανες τη ρόκα σου, Παγώνα;…»

MmeLeune.