Του
Στέργιου Μπακολουκά
Ο Μπάρμπα Κώστας ο Μ…, ήταν
ένας ωραίος τύπος της Παλιάς Αράχοβας.
Άνθρωπος καλόβολος και
γλυκός. Με τα αστεία και τις πλάκες του, περιδιάβαινε την αγορά του χωριού,
κάνοντας απολύτως σαφή την παρουσία του, πίνοντας τα τσίπουρα και τα κρασιά
του, πάντα χαμογελαστός και καλόκαρδος, χωρίς να αφήνει σε κανέναν την αμφισβήτηση
ότι δεν ήταν άνθρωπος της παρέας.
Καλαμπουρτζής,
καταδεκτικός, με αίσθηση του χιούμορ, με αυτοσαρκαστικό και σκωπτικό πνεύμα,
θαμώνας των μπακαλοκαφενέδων της εποχής, λάτρης του καλού κρασιού και του
τσίπουρου, συμμέτοχος και αρωγός των ρεφενέ οργανωμένων ή ….αυθόρμητων συμποσίων, συμμετείχε στην
κοινωνική ζωή του χωριού, με αυταπάρνηση,
χωρίς να πραγματοποιεί προβαρισμένες και κλισαρισμένες εμφανίσεις.
Ήταν με λίγα λόγια ένας
κοινωνικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος του …κόσμου! Σίγουρα ένας αρχαίος Δειπνοσοφιστής,
θα τον είχε μόνιμο προσκεκλημένο στα συμπόσιά του.
Σήμα κατατεθέν του ήταν
οι πιο κάτω στίχοι, αφιερωμένοι σκωπτικά στη γυναίκα του σπιτικού του, που
μόνιμα διαμαρτυρόταν για τις κραιπάλες και τις παρεκτροπές του. Μάταια
επιζητούσε, χωρίς επιτυχία, να της αλλάξει το αυστηρό ύφος που εκείνη διατηρούσε, εντάσσοντάς την στο δικό του ελαφρύ και
ανέμελο τρόπο ζωής, τραγουδώντας της με διαφορετικό χαβά κάθε φορά και ανάλογα
με την περίσταση:
Η κυρά στρουμπούλου,
Όμορφ’
κουκ’(ι)νουγούλου,
Πίνει κοκκινέλι,
Κάνει κολοτούμπες,
Κυλάει σα βαρέλι!!!
Ο Μπάρμπα –Κώστας ήταν γαμπρός της Αράχοβας. Καταγόταν από τη Δαύλεια. Το σπίτι του βρισκόταν μετά τα σκαλοπάτια του Καραθανάση στην αγορά, στην ευθεία και στο στενό δίπλα στο σπίτι του Στάϊκου. Φανατικός Ολυμπιακός -παλαιός παίκτης του γαρ - και σταθερός φίλαθλος του Παρνασσού Αράχοβας ( εκείνα τα χρόνια, δεν έλειπε ποτέ από το γήπεδο).
Είναι αυτός που
λανσάρισε τη φράση – σύνθημα, της εποχής: «το κόρνερ είναι μ’σό γκολ»!
Αυτός λοιπόν ο απλός
άνθρωπος είχε ένα σοβαρό πρόβλημα... Φοβόταν τις εκλογές.Η μοναδική αιτία αυτού
του φόβου του ήταν ένας πατριώτης του, που άκουγε στο όνομα... κ. Μπαρμπάτσης, και
ο οποίος είχε την αθεράπευτη πετριά να γίνει βουλευτής. Όνειρο που δεν το
εκπλήρωσε ποτέ, αρκούμενος μόνο στην κατοχή του τίτλου του αιώνιου υποψήφιου
πολιτευτή.
Ο... Μπαρμπάτσαρος -
στον υπερθετικό βαθμό - με τ’ όνομα,προσωνύμιο που του... απονεμήθηκε
στην Αράχοβα και έκτοτε τον ακολούθησε παντού, ως κύριο όνομα, ήταν
συμπατριώτης του Μπάρμπα Κώστα, καταγόταν δηλαδή κι αυτός από τη Δαύλεια.
Στα μέσα της δεκαετίας
του εξήντα ήταν μεσόκοπος, είχε οικονομική ευχέρεια (πλούσια... γυναίκα) και
μεγάλο κόλλημα με την... Πολιτική.
Πίστευε δηλαδή ότι
έπρεπε να γίνει βουλευτής γιατί ήταν απαραίτητος στα πολιτικά δρώμενα της
εποχής. Νόμιζε ότι η Πατρίδα είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του, τις οποίες θεωρούσε
εσχάτη προδοσία να της,τις, στερήσει.Τότε λοιπόν αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα
γράφοντας τους πολιτικούς του λόγους, αποφάσισε
να κατέβει στον πολιτικό στίβο, ως ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής
Βοιωτίας, θεωρώντας ότι χωρίς αυτόν η πολιτική κονίστρα θα ήταν λειψή.
Από το σημείο αυτό και
μετά άρχισαν τα βάσανα και ο Γολγοθάς του μπάρμπα Κώστα. Ο αγαπητός μας κ.
Μπαρμπάτσης τον ανακήρυξε, λόγω κοινής καταγωγής, αντιπρόσωπό του στη Αράχοβα!
Του ανέθεσε εξουσία γενικών καθηκόντων, σύμφωνα με τη βούληση και τις αποφάσεις
που ο μπάρμπα Κώστας θα καθόριζε, με αντικειμενικό σκοπό την επίτευξη του
τελικού στόχου, της είσπραξης δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερων ψήφων από το χωριό.
Στην πρώτη του εκλογική
αναμέτρηση, όλα πήγαν καλά. Τα κεράσματα: πορτοκαλάδες και γκαζόζες «Παρνασσός»,
τσίπουρα, καφέδες και καραφάκια ούζο, κατά την επίσκεψη του κ. Μπαρμπάτση στην
Αράχοβα για την προεκλογική του ομιλία, είχαν ουσιαστική συμμετοχή στην ευθυμία
κάθε συντροφιάς και εκπληκτική αύξηση του τζίρου σε όλα τα καφενεία του χωριού,
με μοναδικό χορηγό τον πλούσιο -για την εποχή- πολιτευτή, αλλά δικαιωματικό εισπράκτορα
του ηθικού τμήματος της χορηγίας, εκ
μέρους των κατοίκων, τον μπάρμπα Κώστα.
Ένα ακόμα απρόσμενο
στοιχείο της παρουσίας του Μπαρμπάτση στην Αράχοβα, ήταν η ξαφνική αλλά
προσωρινή οικονομική ρευστότητα των γερόντων της εποχής, καθώς και η παρουσία της
κορνιζαρισμένης φωτογραφίας του στις κάμαρες αυτών των γερόντων. Δεδομένου του
γεγονότος ότι την εποχή εκείνη λόγω της οικονομικής στενότητας των μεγαλύτερων
ηλικιών -ελλείψει συντάξεων- ευημερούσε η ευσταλής! ομάδα των «πεζ’λάδων»,
αυτών δηλαδή που μη έχοντας ικανά χρήματα για την προσωρινή ενοικίαση καρέκλας
στα καφενεία, προτιμούσαν να κάθονται στα δωρεάν προσφερόμενα πεζούλια της αγοράς,
γύρω από το περίπτερο της Μπαρκούτσενας.
Και πάλι ηθικός
αυτουργός, της κατ’ ευφημισμών ψήφο-δωροδοκίας, θεωρήθηκε ο μπάρμπα Κώστας για
λογαριασμό του Μπαρμπάτση, ενώ η μοναδική υποχρέωση των... δωροδοκηθέντων
γερόντων ήταν...το θερμό καλωσόρισμα του υποψήφιου βουλευτή
κατά την άφιξή του, καθώς και το τρεσάρισμα της σχετικής χειραψίας σ’ αυτόν
μόλις τον έβλεπαν.
Αυτά μέχρι το βράδυ των
αποτελεσμάτων, που ο πολιτευτής δεν έλαβε ούτε μία ψήφο από την Αράχοβα!
Βατερλό!!!
Το πράγμα, αν
σταματούσε εδώ, δεν θα είχε καμιά συνέπεια ούτε στην αξιοπρέπεια του
πολιτευτή, αλλά ούτε και στην εκ των υστέρων συσσωρευμένη φοβία για τις εκλογές
του Μπάρμπα Κώστα του Μ…. και προφανώς δεν θα είχε καταχωρηθεί στη μνήμη τη
δική μου αλλά και άλλων, ως γεγονός αξιοπερίεργο.Όμως αλλοίμονο, οι εποχές ήταν
δύσκολες, το πολιτικό σκηνικό ρευστό, οι δε εκλογές γινόντουσαν κάθε λίγο
και λιγάκι.
Οι
επαναλαμβανόμενες όμως πολιτικές
αναμετρήσεις, αποδείχτηκαν η αποθέωση της εκπλήρωσης των μύχιων πολιτικών πόθων
του πολιτευτή κ. Μπαρμπάτση, ο οποίος ταυτόχρονα έμελλε να γίνει ο άνθρωπος
που, με την «καψούρα του» για τη συμμετοχή στα κοινά και με τη γραφική του
παρουσία, θα έδινε μια νότα χαράς και χαβαλέ στους ντόπιους κατοίκους, τους
ταλαιπωρημένους από τις πολιτικές αντιθέσεις της εποχής και την έξαρση των παθών
που αυτή απέπνεε λόγω του μετ’εμφυλιοπολεμικού κλίματος που επικρατούσε.Αυτή η
νότα χαράς από την παρουσία του υποψήφιου βουλευτή, πολλές φορές έφτανε σε
ανθρωποφαγικάόρια, αποκαλύπτοντας σε όλο της το μεγαλείο, τη σκληράδα των
ανθρώπων της εποχής που πριν από λίγα χρόνια είχαν βγει από τον πόλεμο και προσπαθούσαν
τώρα, γλύφοντας τις πληγές τους να ξαναμπούν στη ζωή. Ταυτόχρονα όμως θα φόρτωνε
άγχος, στενοχώρια και αποστροφή για τις εκλογές, τον Μπάρμπα Κώστα, επειδή
γνωρίζοντας τον σκωπτικό χαρακτήρα των Αραχοβιτών προέβλεπε τα γεγονότων που θα
επακολουθούσαν εις βάρος του πατριώτη του.
Η επόμενη εμφάνιση του
πολιτευτή εκ Δαυλίδος, αφού προαναγγέλθηκε δεόντως, ήταν... πομπώδης, είχε δε
όλα τα στοιχεία μιας καλοσκηνοθετημένης Αριστοφανικής παράστασης.Οι Αραχοβίτες
τον περίμεναν όρθιοι έξω από τα καφενεία. Ο... "χορός" των
Γερόντων σε αραιή διάταξη, περιμένοντας την άφιξη του χορηγού τους αλλά και
έχοντας προεξοφλήσει, μέσω του μπάρμπα Κώστα, το αντίτιμο των υπηρεσιών του, είχε
αναπτυχτεί από την παραδοσιακή αγορά μέχρι το Δημοτικό σχολείο.Οι καφετζήδες
έτριβαν τα χέρια τους για τα επερχόμενα, έξτρα έσοδα από τα κεράσματα. Ο
δε «από μηχανής θεός» προστάτης του Πολιτευτή, Μπάρμπα Κώστας, διαισθανόμενος
αυτά που επρόκειτο να συμβούν, δεν είχε χωρεμούς, αν’πατώντας και
ξεροκαταπίνοντας, διέτρεχε την αγορά επισκεπτόμενος τις παρέες, αγωνιώντας για
το αποτέλεσμα.
Ο καλός μας φίλος κ. Μπαρμπάτσης έσκασε μύτη
σαν άλλος Αριστοφανικός Τρυγαίος με τέμπο αντίστοιχο της περίστασης και
αντί σε σκαθάρι, ήταν εποχούμενος σε μαύρη Φορντ λιμουζίνα ταξί της εποχής,
φορώντας γκρι σκούρο ολόμαλλο κοστούμι, λευκό ντε κλαρέ πουκάμισο, ριγέ
ανθρακιά γραβάτα, παπούτσι λουστρίνι, μπορ από αλπακά και κασμιρένιο παλτό,
κομίζοντας συμπυκνωμένα μηνύματα ειρήνης και υποσχέσεις ευημερίας, που θα γινόντουσαν
πράξη με την δική του πολιτική παρέμβαση, όταν θα βρισκόταν στα έδρανα της
βουλής μετά τις εκλογές.
Α ξέχασα, είχε
μαζί του και ένα σπουδαίο αξεσουάρ, το... πορτοφόλι του.
Αγορά πλήθουσα. Το γλέντι άρχισε.
Αγορά πλήθουσα. Το γλέντι άρχισε.
Οι χαιρετούρες του
χορού των γερόντων ήταν εγκάρδιες, απλόχερες και προσυμφωνημένες, με
καταβεβλημένο το οικονομικό αντίτιμο από νωρίς μέσω του μπάρμπα Κώστα.
Τα μονόδρομα κεράσματα
έδιναν και έπαιρναν.
Εσένα θέλουμε! μόνο εσύ
μπορείς! σωτήρα μας!
Υποσχέσεις πολιτικής
υποταγής και συνοδοιπορίας (κακή λέξη για την εποχή) συνόδευαν τα συνεχόμενα
«εβίβα-γιάμας!» της κράσο-τσίπουρο-κατάνυξης.
Η μεταφορά του από
καφενείο σε καφενείο γινόταν στα χέρια συμπαγούς!!! μάζας νεαρών θαμώνων
οι οποίοι δεν τον άφηναν να πατήσει στο έδαφος. Μέσα στις φωνές και τις
ζητωκραυγές κάποιος του έπιασε τ’... αχαμνά και του τα τράβηξε προς τα κάτω. Ο
πολιτευτής ούρλιαξε από τον πόνο. Το πλήθος εξέλαβε αυτό το ουρλιαχτό σαν κατάθεση
νέας πολιτικής πρότασης και με φωνές και επευφημίες
επικρότησε: Μπαρμπάτσαρος - Μπαρμπάτσαρος!! Το σύνθημα αυτό που τότε
λανσαρίστηκε για πρώτη φορά, έμελλε να γράψει ιστορία την εποχή εκείνη, αλλά
και να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους Αραχοβίτες για να χαρακτηρίζει
τους γραφικούς πολιτικάντηδες που επανειλημμένα, αμετανόητα αλλά και ατελέσφορα
ζητούν την ψήφο του λαού.
Μέσα από τις επευφημίες
των θαμώνων, τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του πολιτευτή και τα συνεχόμενα Ζήτω, δημιουργήθηκε
μια τέτοια πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα, από την οποία δεν ήταν δυνατόν να
απουσιάζουν οι γαβριάδες του χωριού (μεταξύ των οποίων και ο... γράφον)
που κατέφτασαν κατά συμμορίες απ’ όλες τις γειτονιές, αναπαράγοντας το
σύνθημα: Μπαρμπάτσαρος - Μπαρμπάτσαρος!, αλλά και κρατώντας απόσταση
ασφαλείας από τους μεγαλύτερους, γιατί εκείνη την εποχή η σφαλιάρα και ο γιακάς
ήταν μέτρο συνετισμού και επιβολής εξουσίας από αυτούς.
H πομπή επισκέφτηκε όλα
τα καφενεία του χωριού, τηρώντας αυστηρά το πρωτόκολλο προτεραιότητας της οδικής χωροταξικής τους διάταξης. Μπροστά ο...
Μπαρμπάτσαρος, αναπαυμένος στους ώμους δύο τριών νταγλαράδων. Πιο πίσω το
πλήθος φωνάζοντας το όνομά του και ακόμα πιο πίσω, πάντα σε απόσταση ασφαλείας
όπως είπαμε, η μαρίδα, τροφοδοτώντας με φρέσκους νεανικούς αλαλαγμούς και
μάλιστα σε... στερεοφωνική μετάδοση, τις στεντόρειες κραυγές των μεγαλύτερων.
Ο χορός των ηλικιωμένων
περιφρουρούσε την συγκέντρωση έχοντας καταλάβει, αποκαμωμένος από τις χαιρετούρες,
τις γνωστές θέσεις του στα γύρω πεζούλια της αγοράς. Το τέλος της πομπής
έκλεινε πάντα ο μπάρμπα Κώστας, τσακωμένος με όλους, καφετζήδες και διαδηλωτές
για την οικονομική αλλά και έργω και λόγο κακομεταχείριση του πατριώτη του.
Το ίδιο σκηνικό
επαναλήφθηκε αρκετές φορές, με ακούραστο παρόντα σε όλες τις εκλογικές
αναμετρήσεις τον καμαρωτό κ. Μπαρμπάτση, έστω και αν δεν έπαιρνε ψήφους
από κανέναν, έστω και αν ταλαιπωρείτο από τους... οπαδούς του, έστω και αν το
πορτοφόλι του κακοποιείτο βάναυσα από την οικονομική αφαίμαξη λόγω των επαναλαμβανόμενων
κερασμάτων, έστω και αν τον εκλιπαρούσε για το αντίθετο ο μπάρμπα Κώστας.
Το αποκορύφωμα αλλά και
το κύκνειο άσμα της πολιτικής σταδιοδρομίας του φίλου μας κ. Μπαρμπάτση τουλάχιστον
για την Αράχοβα, ήταν, όταν σε μια τέτοια προεκλογική περίοδο η οποία
έμελλε να είναι και η τελευταία πριν την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας
του 1967 και ενώ αυτή η Αριστοφανική πομπή είχε ήδη συγκροτηθεί, κατευθύνθηκε
προς τα ελαιοτριβεία του χωριού που τότε δούλευαν επί εικοσιτετράωρου
βάσεως.
Όταν κατέφθασαν λοιπόν πρώτα
στη «ΒΙΟ» και εν συνεχεία στο λιτρουβιό «τ’ Παπτσή», οι «λιτρουβιαρέοι» ειδοποιημένοι, έχοντας
οργανώσει τις γιορτές του τελικού γλεντιού, με λαδωμένα χέρια και με δερμάτινες
γιδίσιες ποδιές πνιγμένες στη λίγδα, τον περίμεναν στην είσοδο του
ελαιοτριβείου να τον παραλάβουν και να
τον μεταφέρουν στα χέρια, για να επιθεωρήσει το εσωτερικό του εργασιακού χώρου,
χωρίς να παραλείψουν να τον λαδώσουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Μετά το τέλος της
επιθεώρησης βγαίνοντας από κει, το λάδι έσταζε από τα ρούχα του. Το καπέλο
του ήταν καταλιγδωμένο, τα παπούτσια του «κλουπακάγαν» απ’ τη μούργα, οι
τσέπες του ήταν γεμάτες πυρήνα, είχε χάσει τη ζωστήρα του και κράταγε το
παντελόνι του με τα χέρια για να μη του πέσει. Η μαρίδα αποσταμένη είχε πέσει
σαν την ακρίδα, με καψαλισμένα κομμάτια ψωμί στο χέρι, σχεδόν μέσα στο
διαχωριστήρα για να τα λαδώσει και να τα
φάει.Τραγική φιγούρα ο μπάρμπα Κώστας, απελπισμένος προσπαθούσε να μαζέψει τα
ασυμμάζευτα.
Το απόλυτο Αριστοφανικό
σκηνικό, αλλά με φυσική τραγική σκηνοθεσία, και δραματική πρωταγωνιστική φιγούρα
τον ευκλεή πολιτικό, είχε λειτουργήσει μέχρι το τέλος άψογα, δημιουργώντας
συνεχόμενη προστιθέμενη υπεραξία κλαυσίγελου με τις συνεχείς νέες πινελιές που
δεχόταν.
Το ταξί που τον
παρέλαβε για να τον επιστρέψει στη βάση του, είχε ακολουθήσει την πομπή
και ο προνοητικός ταξιτζής, έμπειρος πλέον από τα παθήματα του πολιτευτή, είχε
φροντίσει να στρώσει το εσωτερικό του αυτοκινήτου με μια κουβέρτα για να γλυτώσει
την περιουσία του από τα χειρότερα.
Έξοδος!!!
Μετά από λίγο καιρό η
στρατιωτική δικτατορία έστειλε στο γύψο, οποιαδήποτε πολιτική συγκέντρωση.Ο
καλός μας φίλος κ. Μπαρμπάτσης από τότε δεν ξαναφάνηκε. Θυσίασε τις
πολιτικές του φιλοδοξίες στο βωμό της πάσχουσας Δημοκρατίας, χωρίς να υποταχτεί
και να ζητήσει οφίτσια και θέσεις από τη Χούντα.
Ιδιώτευσε!
Κατοίκησε ήσυχα στην
Αθήνα, όπου και πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα, χωρίς όμως ποτέ το σαράκι της
πολιτική να σταματήσει να τον τριβελίζει.
Ο μπάρμπα Κώστας,
συνέχισε τη Rock ζωή του, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στην Αράχοβα, εξαντλώντας
όλα τα περιθώρια που ο πλάστης του έδωσε, αποχωρόνταςπλήρης ημερών, όταν ο χρόνος του στέρεψε.
Σήμερα είναι αναπαυμένος
στο νεκροταφείο της πόλεως όπου σίγουρα διδάσκει
ήθος, επιβλέποντας τα εκεί συμπόσια με τους παλαιούς του συνδαιτυμόνες.
Φυσικά μέχρι το θάνατό
του δεν έχασε ποτέ το χαμόγελό του, αλλά δεν σταμάτησε και τις επισκέψεις του
-όσο μπορούσε- στο παλκοσένικο της οινικής σκηνής της Αραχοβίτικης αγοράς.