Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Καλοκαιράκι στο
ξεπερδίκισμά μου, κοντά στα πέντε, έβγαινα συχνά στο μπαλκονάκι του σπιτιού
μας, και χάζευα τη φυλλουριά του κόσμου!
Στρατάριζαν τα
μάτια μου στον ουρανό, στο γέρσιμο του ήλιου, στα σπίτια του χωριού κι
ακούμπαγαν μακραγναντεύοντας την ασημολουρίδα που λίμπιζε πέρα στο ξάγναντο
αστραφτερή!
-Μάνα τι είν’αυτό
που στραφταλίζει; ρώτησα κάποια μέρα παραξενεμένος, δείχνοντας την
ασημολουρίδα.
-Η θάλασσα παιδί μου, μου αποκρίθηκε εκείνη
θαρρώντας πως αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβω.
Η θάλασσα!
Τι ήτανε
στ’αλήθεια η θάλασσα; Πράμα παρόμοιο δεν είχα ματαδεί.
Γι’αυτό και στάλα
δεν φέγγρισαν τα λόγια της στο φεγγί μου.
Όμως πολύ μου
άρεσε έτσι που στραφτάλιζε στο ασημόχρωμο σκουτί της, καθώς ο ήλιος έλουζε το
κορμί της!!