Σελίδες

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Οι πραματευτάδες

 

Της Άλτα Φίλου – Πατσαντάρα

Ερχόντουσαν φορτωμένοι με ένα μπόγο στην πλάτη τους και τον απίθωναν στο καλντερίμι και φώναζαν τραγουδιστά να βγουν οι γυναίκες να δουν την πραμάτεια τους. Θυμάμαι  τα αλισβερίσια που είχαν οι γυναίκες μαζί τους γιατί  περνούσαν τα πρωινά κυρίως  από τις γειτονιές.  Οι περισσότερες βέβαια δεν είχαν χρήματα «επάνω τους», όπως δικαιολογιόντουσαν, αλλά από περιέργεια έβγαιναν όλες να ρίξουν μια ματιά, μόλις άκουγαν τη φωνή. Αυτό το ήξεραν οι πραματευτάδες, που είχαν ήδη φροντίσει να έχουν μαζί τους και έναν τενεκέ «πετρελαίου», όπως τον έλεγαν. Εκεί μάζευαν το λάδι, που δεχόντουσαν για την συναλλαγή, αντί για χρήματα. Ξακουστό το ελαιόλαδο της Αράχωβας από τότε, ότι δεν είχε πολλά οξέα, όπως άλλα λάδια. Το μοσχοπουλούσαν εκείνοι κατόπιν στα καμποχώρια που δεν είχαν ελιές και ερχόντουσαν έτσι στα ίσα τους. Ποτέ δεν κατάλαβα την αναλογία, πόσα δηλαδή «κατοστάρια» λάδι, το τσίγκινο δοχείο της εποχής για το μέτρημα, αναλογούσαν στα δύο «προσόψια», που είχε αγοράσει η νοικοκυρά, αλλά από τα ευχαριστημένα πρόσωπα και των δύο και του πραματευτή και της νοικοκυράς καταλάβαινες πως ήταν έντιμη η συναλλαγή!

Θυμάμαι μια φορά που ήρθε ένας τέτοιος πλανόδιος πραματευτής και άνοιξε τις τέσσερις άκρες του σεντονιού που είχε στην πλάτη του μπροστά στην κατωγιόπορτα του πατρικού, αναγκάζοντας έτσι την μητέρα μου να βγει από τον αργαλειό, ήθελε δεν ήθελε. Άνοιξαν τα παιδικά μου μάτια διάπλατα, καθώς το άπλωνε με μαεστρία. Μα, τι θησαυρούς είχε ο χριστιανός εκεί μέσα… Μια ομπρέλα γυναικεία σε χρώμα θαλασσί, ένα τραπεζομάντηλο υφασμάτινο καρό, ένα άλλο πλαστικό βεραμάν για το τραπέζι της κουζίνας, μια μεγάλη πετσέτα για το μπάνιο, δυο τόπια ύφασμα για ταγιέρ, ένα ζευγάρι κόκκινες παντόφλες, μαξιλαροθήκες, ένα κανάτι πλαστικό με λουλουδάκια, μια σαπουνοθήκη πορσελάνινη και ένα μπιμπελό με δύο σκιουράκια πιασμένα με αλυσιδίτσα. Όλα αυτά «κατ΄αποκοπήν» για 100 δραχμές, το θυμάμαι πολύ καλά! Είτε όλα μαζί δηλαδή ή θα έφευγε για παρακάτω, της είπε. Πολύ ταλαντεύτηκε η μητέρα μου γιατί φαντάζομαι δεν θα είχε και τις 100 δραχμές πρόχειρες, σημαντικό ποσό τότε, αλλά απ΄την άλλη της είχε γυαλίσει στο μάτι  εκείνη  η  θαλασσί ομπρέλα, να πηγαίνει «ως κειδά» και να μη βρέχεται, όπως γύρισε και είπε στη γειτόνισσα, που έτρεξε πρώτη. Είχαν εν τω μεταξύ μαζευτεί -ευκαιρία φαίνεται έψαχναν όλες τους να βγουν από τον αργαλειό για να ξεμουδιάσουν- και οι άλλες από τη γειτονιά και την προέτρεπαν να τα πάρει όλα «με το σεντόνι», μιας και σταμάτησε ο πραματευτής μπροστά στην πόρτα της και θα έβαζαν όλες το κατιτίς τους για να την διευκολύνουν… Λάδι δεν έπαιρνε, δυστυχώς, ο συγκεκριμένος. Την θυμάμαι αυτή την ομπρέλα, χρόνια ολόκληρα μετά, πίσω πάντα από την εξώπορτα του σπιτιού για εκείνη την όποια  ώρα ανάγκης. 

Η γειτονιά μας όμως είχε και τους δικούς της σταθερούς πραματευτάδες, που μας επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι με το που άνοιγε ο καιρός. Με κλειστά τα σχολεία ψάχναμε από το πρωί απασχόληση πριν μας βάλουν οι μανάδες μας να κάνουμε «δουλειές» ή να πάμε σε «θελήματα». Ήταν άκρως βαρετό να ψάχνεις στο δίσκο με τις φακές τις πετρούλες που ήταν χωμένες ανάμεσα τους για να μη καταλήξουν στο μεσημεριανό πιάτο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγουμε.

«Για λατι ΄δω! Ισείς που είσαστ πιδιά και βλέ΄πνι τα μάτια σας»΄, σα να ακούω  τη φωνή της γιαγιάς μου, που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Τα «θελήματα», όμως, α, αυτά τα κάναμε ευχαρίστως γιατί πηγαίναμε όλες οι φιλενάδες μαζί παρέα, αλωνίζοντας τις γειτονιές. Μια στη Καραστέργαινα στα Ρίτσα για να μας δώσει τα κολοκυθολάχανα και τον μαϊντανό, που είχε υποσχεθεί  στη νυφαδιά της για το μεσημέρι, την άλλη στη θειά-Σταθού ψηλά στο Σφαλάκι για ένα σχέδιο στον αργαλειό και αραιά και που για κάνα ψώνιο στα μπακάλικα του χωριού. Αν ήταν βέβαια για λίγο πιπέρι ή λίγο πελτέ για το φαγητό που ήταν ήδη στην κατσαρόλα και δεν μπορούσε να περιμένει, γιατί τα βαριά ψώνια ήταν δουλειά των αντρών να τα φέρνουν γυρίζοντας από την αγορά. Αυτοί άλλωστε είχαν κατ΄εξοχήν και τον παρά  στην τσέπη.

Κάθε πρωί, μετά την τριψάνα ψωμί  μέσα στην κούπα με το ζεστό φρεσκο-αρμεγμένο γάλα από την κατσίκα μας, τη Γιωργία, ή το κακάο - αυτό στις νηστείες του Δεκαπενταύγουστου- βγαίναμε στο δρόμο. Αν είχαμε τύχη και είχε φτάσει αποβραδίς κανένας πλανόδιος πραματευτής, το θέαμα ήταν εξασφαλισμένο για όλη τη μέρα για να μη πω μέρες. Με το που βλέπαμε τον μπόγο τα ρούχα σε μια γωνιά στο χώμα, κάτω από την ταράτσα του Ταγκαλακαίικου στρωνόμασταν και περιμέναμε. Τα δεματάκια με τα καλάμια εκεί τριγύρω, για παράδειγμα, έδειχναν για τον χτενά, που έφτιαχνε τα καινούργια χτένια ή επιδιόρθωνε τα παλιά. Πολλές οι υφάντρες τότε στην Αράχωβα, κάθε σπίτι και τουλάχιστον ένας αργαλειός. Ανάλογη και η όποια φθορά στα χτένια.  Ξεκινούσε αυτός πρωί-πρωί στις γειτονιές για να δηλώσει την παρουσία του και να πάρει τις παραγγελίες.

«Ξ΄λόχτενα διουρθώνω, καινούργια π΄λάω. Ελάτε οι ν΄κοκυράδες. Εδώ ο χτενάς».

 Τον περίμεναν οι υφάντρες, «ανυφάντρες» τις έλεγε η γιαγιά μου, τις περισσότερες φορές με ανυπομονησία και όλο ρωτούσαν η μια την άλλη αν φάνηκε κατά το χωριό. Το χτένι ήταν εργαλείο στον αργαλειό που δεν μπορούσαν να το επιδιορθώσουν, αν χάλαγε, ούτε αυτές ούτε κανένας άλλος γιατί χρειαζόταν καλάμια και καλαμιές το χωριό δεν είχε.

Στωικά τον περιμέναμε κι εμείς λοιπόν να γυρίσει από την γύρα του, καθισμένο όλο το τσούρμο της γειτονιάς στο μεγάλο κούτσουρο που ήταν εκεί στον τοίχο. Έφτανε αυτός κατά το μεσημεράκι με μια χαρτοσακούλα με τομάτες μέσα, ένα αγγουράκι, λίγη φέτα στο χαρτί και μια φραντζόλα ψωμί από το φούρνο του Αλιφραγκή -τον μόνο του χωριού- και λίγο κρασάκι στο πλαστικό, που τον είχαν φιλέψει και στρωνόταν στο φαϊ, καλώντας μας κι εμάς να πάρουμε ένα κομματάκι αγγούρι ή τομάτα. Πού να απλώσουμε εμείς το χέρι, έτσι που μας είχαν δασκαλέψει οι μανάδες μας να μη παίρνουμε τίποτα από ξένο άνθρωπο. Τον κοιτούσαμε που έτρωγε, μας κοιτούσε και αυτός απολαμβάνοντας το φτωχικό του και μετά έγερνε στο μπόγο με τα ρούχα για το μεσημεριανό υπνάκο του έτσι στο καθιστό. Ήταν ώρα να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας. Το απόγευμα πάλι.

Τον βρίσκαμε ήδη στρωμένο στη δουλειά, όταν καταφέρναμε να ξεφύγουμε πιο νωρίς από τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο και να πάρουμε πάλι τους δρόμους. Τα χέρια του δούλευαν γρήγορα και ρυθμικά. Αξέχαστες οι κινήσεις του. Έπαιρνε ένα κομμάτι καλάμι, το πελέκαγε με ένα κοφτερό μαχαιράκι και το δοκίμαζε στο χτένι που έλειπε. Σπάνια αστοχούσε, ήταν μάστορας, λέμε! Ό,τι κομματάκι πετούσε στο χώμα το μαζεύαμε με σπουδή γιατί δεν ξέρεις σε τί «κατασκευή» δική μας θα μας χρησίμευε. Η φαντασία μας δεν είχε όρια.

Έκανα χάζι τα επιδιορθωμένα χτένια με τα ασπριδερά καινούργια «δόντια» που τα έβαζε στη σειρά δίπλα του για να τα επιστρέψει την ίδια κιόλας μέρα στις πελάτισσές του. Δεν κρατούσε ξένο πράμα για τη νύχτα στο «μαγαζί» του. Με το που έπεφτε ο ήλιος ήταν πάλι πίσω στη γωνιά του, φορτωμένος με τα καλούδια της κάθε νοικοκυράς, που ευχαριστημένη από την δουλειά που της έκανε, του έβαζε σε ένα πλαστικό, ότι είχε περισσέψει από το μεσημεριανό τραπέζι της οικογένειας, μαζί με το λάδι στο γκαζοτενεκέ, που ήταν και η πληρωμή για το χτένι. Μέναμε κοντά του μέχρι που άνοιγε τον μπόγο και έστρωνε να κοιμηθεί. Για τρεις-τέσσερις μέρες, ανάλογα και με τα χαλασμένα χτένια του χωριού, είχαμε παράσταση στη γειτονιά μας, γιατί προς το βραδάκι ξεθάρρευαν και οι γεροντότερες της γειτονιάς και ερχόντουσαν τάχα για να μας πάρουν για το σπίτι, πριν γυρίσουν οι πατεράδες μας από την αγορά και μας ψάχνουν. Στρογγυλοκάθονταν κι εκείνες στο κούτσουρο και έπιαναν την κουβεντούλα μαζί του, σαν παλιοί γνώριμοι που ήταν. Αφουγκραζόμασταν και δεν χορταίναμε να ακούμε, αν και πολλά δεν τα καταλαβαίναμε. Μας άρεσε που τις ακούγαμε να γελούν και να  κουβεντιάζουν μαζί του. Σα να βλέπω τη στρογγυλή κοιλίτσα του να χοροπηδάει καθώς διηγόταν στις γειτόνισσες τις πικάντικες ιστορίες του. Ήταν αγαθός και εκείνες δεν τον ξεσυνεριζόντουσαν.


Μετά είχε σειρά ο γανωτής, γανωματή τον έλεγε αυτόν η γιαγιά μου, να πάρει θέση στην ίδια γωνιά κάτω από την ταράτσα στα Ταγκαλακαίικα. Το τσούρμο της γειτονιάς και πάλι στο πόδι, αν και δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε μ΄αυτόν. Τον περιμέναμε να επιστρέψει από τη γύρα του στο χωριό, φορτωμένος στην πλάτη ένα μεγάλο πέτσινο, κατάμαυρο από την χρήση ταγάρι με τα προς γάνωμα μαχαιροπήρουνα του χωριού.

«Χαλκώματα γανώνω…Πηρούνια, κουτάλια…Ο γανωτήηηης…»

 Λίγοι πλέον θα θυμούνται τα τσίγκινα μαχαιροπήρουνα  που χρησιμοποιούσαμε τότε και που έχρηζαν του ετήσιου γανώματος για να μη οξειδώνονται. Πόσες δηλητηριάσεις ακούγονταν στις γειτονιές στα καλά του καθουμένου! Η γιαγιά μου τα πρόσεχε αυτά και ήταν από τις πρώτες που τον φώναζε στην αυλόπορτα, πριν μπουν με τον καιρό τα ανοξείδωτα στο σπίτι.

 Άναβε ο γανωτής τη φουφού που είχε μαζί του, με το πριονίδι που είχε προμηθευτεί από τα ξυλουργεία του χωριού, έβαζε επάνω ένα ψηλό δοχείο με το γάνωμα μέσα -το καλάι, ένα ειδικό κράμα κασσίτερου-  και όταν αυτό άρχιζε να βράζει, με μια τσιμπίδα βάφτιζε ένα-ένα τα μαχαιροπήρουνα μέσα. Κατόπιν τα βούταγε σε άλλο δοχείο δίπλα με κρύο νερό, πριν τα αραδιάσει στις απλωμένες εφημερίδες στο χώμα. Όταν στέγνωναν, τα έτριβε με βαμπάκι για να γυαλίσουν, τα τύλιγε σε εφημερίδες και τα έβαζε στην πλαστική σακούλα, όπως τα είχε πάρει από την κάθε νοικοκυρά το πρωί και τα επέστρεφε. Ήταν σαφώς πιο θεαματικό το όλο σκηνικό αλλά συνάμα και πιο απωθητικό. Από την μια η μυρουδιά που ήταν απαίσια και από την άλλη η μαυρισμένη φάτσα του γανωτή μας απέτρεπαν από το μένουμε όλο το απόγευμα κοντά του. Αλλά ούτε και οι γιαγιάδες μας τον πλησίαζαν, όπως έκαναν με τον χτενά. Κι αυτός λες και είχε πιεί το αμίλητο νερό, δεν έβγαζε λέξη από τα χείλη του. Έκανε τη δουλειά του συνοφρυωμένος και έτσι μαύρος που ήταν από τον καπνό και με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του μας γέμιζε φόβο, αλλά που να φύγουμε από κοντά του. Ήταν θέαμα βλέπετε μοναδικό που σε ένα χρόνο θα το ξαναβλέπαμε και δεν θέλαμε να χάσουμε καμιά σκηνή.  Στο μουγγό τον ξεπροβοδίζαμε μετά από δυο-τρεις μέρες. Μας χαμογελούσε δείχνοντάς μας τα κάτασπρα δόντια του, στο μαυριδερό πρόσωπό του,  σημάδι, το νιώθαμε, ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος από τις γύρες του στις γειτονιές του χωριού μας.

«Άιντι, στ΄μανάδες  σας τώρα!». Αυτό ήταν και το αντίο  του.

Και ύστερα, με το που άρχιζε το λιομάζωμα στο λόγγο κάτω, έρχονταν οι τσιγγάνοι, οικογενειακώς πάντα. Στα Ταγκαλακαίϊκα και πάλι. Άναβε σε μια άκρη φωτιά η πιο ηλικιωμένη, έβαζε μια πυροστιά και ένα κατάμαυρο κατσαρολάκι επάνω με νερό που έπαιρνε από την πιο κοντινή βρύση, την Μακαρούνα και  περίμενε, τι θα έφερναν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαν ξεχυθεί στις γειτονιές του χωριού για ζητιανιά.

 «Μια ελεημοσύνη ζητάω, καλέ, για τα παιδάκια μου …να συγχωρεθούν τα αποθαμένα σας…»

Πόσες φορές δεν είχα πεταχτεί τα πρωινά από το κρεβάτι μου ακούγοντας στην αυλόπορτα  αυτή την συρτή φωνή. Ερχόντουσαν πρωί-πρωί, μόλις έφευγαν οι άντρες για τις δουλειές τους και ήξεραν πως θα έβρισκαν τις νοικοκυρές μόνες τους στο σπίτι. Καλόκαρδες οι Αραχωβίτισσες πάντα τους άδειαζαν το «κατοσταράκι» από το ροϊ στο πλαστικό που είχε η γύφτισσα μαζί της. «Θεϊκό» προϊόν το λάδι, έδινε μια άνεση στις γυναίκες του χωριού στις «συναλλαγές» τους αυτές και τις έκαναν να νιώθουν αρχόντισσες στο νοικοκυριό τους.

«Και κάνα ξεροκόμματο, καλέ κυρία, για τα παιδιά που πεινάνε…»

Δασκαλεμένα εκείνα ξεπετάγονταν στο άκουσμα μέσα από τις δίπλες της τσιγγάνικης φούστας, που κι εγώ δεν ξέρω πόσους γύρους είχε και πόσα παιδιά ήταν τελικά χωμένα εκεί μέσα. Έκανα χάζι το ντύσιμό τους και τα τόσα χρώματα που είχαν πάνω τους. Με είχαν εντυπωσιάσει και τα σκουλαρίκια που φορούσαν πάντα. Ολόχρυσα, όπως και τα βραχιόλια στους καρπούς των χεριών τους, που κουδούνιζαν όμορφα.

Αν τυχόν και ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι, τις «τσίτωνε» με δυνατή φωνή και μάλωνε τη γιαγιά μου που τις έμπαζε στο σπίτι.

«Θα μας το αδειάσουν καμιά μέρα», της φώναζε.

Αυτά και άλλα πολλά ελάμβαναν χώρα στην γειτονιά μας, την Κουμούλα, τότε…

 

Άλτα Φίλου-Πατσαντάρα

Χριστούγεννα 2021