Ολόκληρη η ζωή του λαού μας καθρεφτίζεται μες τα δημοτικά μας τραγούδια. Ο απλοϊκός δουλευτής της γης, ο ακούραστος ταξιδευτής της θάλασσας, το φτωχό τσοπανόπουλο που ροβολάει τις ράχες και η γιόμορφη χωριατονιά, που θρονιασμένη στο σπιτικό της΄ φαίνει ή κεντάει, όλων αυτών των ανθρώπων οι εντυπώσεις κ’ οι συγκινήσεις, οι χαρές κ’ οι στενοχώριες της δουλειάς των, πάρθηκαν απ’ τον τρανό κι’ άγνωστο λαϊκό τραγουδιστή, για να γίνουν τραγούδια αθάνατα και συνάμα στοιχεία πολύτιμα για τη μελέτη της ζωής του λαού μας.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει μόνο και μόνο με την εργασία μέσα σε μια φύση τόσο παράξενη, μα και τόσο ωραία. Ο μόχθος της καθημερινής του δουλειάς τον κάμνει πολλές φορές ν’ αγαναχτεί, ενώ απ’ την άλλη μεριά το μεγαλείο του φυσικού κάλλους τον γεμίζει χαρά κ’ αισιοδοξία. Ο Χάρος τον λυπεί, η αρρώστια κ’ η μιζέρια τον στενοχωρούν, η αγάπη τον γεμίζει χαρά, κ’ η λουλουδοσπαρμένη φύση τον μεθά ευτυχία.
Έτσι λοιπόν ο άγνωστος τραγουδιστής, με τη φτωχή καλαμένια του φλογέρα τραγουδάει πότε λυπητερά και πότε χαρούμενα τις εσωτερικές εντυπώσεις και τα ψυχικά αισθήματα των συνανθρώπων του. Τραγουδάει ο χάρο, την αγάπη, τον μισεμό, τον έρωτα, τ’ άνθη, τα πουλιά, τη θάλασσα, τον ουρανό, το φεγγάρι, τ’ άστρα κι’ ότι άλλο απ’ τον γύρω κόσμο του δονεί τις χορδές της ψυχής του. Τραγουδάει επίσης με την ίδια χάρη τη δουλειά μαζί με τα σύνεργά της. Τραγούδια του θερισμού, του τρυγητού, τ’ οργώματος και της σποράς είναι αρκετά. Αλλά και για τις γυναικείες δουλειές έχουν γραφτεί τραγούδια πιο περισσότερα και πιο καλλίτερα. Το κέντημα, η ρόκα, το πλύσιμο κι’ ο αργαλειός είναι τα πιο σπουδαιότερα θέματα.
Σ’ αυτό το μικρό κριτικό μας σημείωμα θα εξετάσουμε τα λίγα τραγούδια που παίρνουν την έμπνευσή τους αποκλειστικά απ’ τον αργαλειό.
Στα παλιά χρόνια που η βιομηχανία ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί, ο αργαλειός ήταν το μοναδικό μέσο για την εξυπηρέτηση της οικογένειας. Τα εσώρουχα, τα σεντόνια, οι ανδρομίδες και γενικώς τα προικιά της κόρης θα τα ’φάνει μόνη της με τη βοήθεια της γριάς μάνας. Ο αργαλειός για κάθε σπίτι ήταν ολόκληρη περιουσία και το θεωρούσαν μεγάλη τους τιμή:
Τιμή μεγάλη κα τρανή
πουν’ ο αργαλειός στο σπίτι
το κάθε δόντι του χτενιού
αξίζει μαργαρίτη.
Η νια, καθισμένη στον αργαλειό, δίπλα στη μάννα της, παίρνει μαθήματα, πως να κεντάει, πως να περνάει τη σαΐτα, πως να δένει το χτένι και τόσες άλλες μικρολεπτομέρειες, που χρειάζονται για την εκμάθηση της κουραστικής αυτής τέχνης. Το παλιό λαϊκό δίστιχο μας λέει φανερά πως ο αργαλειός είναι η μεγαλύτερη σκλαβιά:
Το κέντημα είναι γλέντημα
κ’ η ρόκα είναι σεργιάνι
κι’ αυτός ο δόλιος αργαλειός
είναι σκλαβιά μεγάλη.
Για τα κορίτσια η προκοπή κ’ η νοικοκυροσύνη τους, στον αργαλειό φαίνονταν. Έπρεπε, θρονιασμένη στον αργαλειό, καθημερινή και σχόλη, να ’φαίνει την προίκα της. Η χαρά του άντρα, όταν βλέπει την αγαπημένη του να ’φαίνει, δεν περιγράφεται. Με ικανοποίηση και περηφάνεια τραγουδάει:
Δικός μου είναι κι’ ο αργαλειός,
δικό μου και το χτένι,
δική μου είναι κ’ η πέρδικα,
που κάθεται κ’ υφαίνει.
Κι’ ο γαμπρός ακόμα όταν θα πάει να πάρει τη νύφη, στον αργαλειό τη θέλει να κάθεται. Πηγαίνοντας το συμπεθεριό για ο χωριό της νύφης, δεν ξεχνάει να εξυμνήσει γι’ άλλη μια φορά την προκοπή της νύφης. Και τραγουδάει:
Όσο ζυγώνω στο χωριό
τόσο καλοκαρδίζω.
Ακώ μαγγάνια και βροντούν,
ανέμες κι’ ανεμίζουν,
ακώ και την αγάπη μου
στον αργαλειό κ’ υφαίνει.
Επίσης για την προσήλωση και τη γληγοράδα της κόρης στον αργαλειό, χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω χορευτικό τραγούδι που λέγεται στην Ρούμελη:
Πόχει ασημένιον αργαλειό
και φιλντισένιο χτένι,
Χάϊδω μου και Χαϊδεμένη.
Πούφαινε τα μεταξωτά
που τα βελούδα υφαίνει.
Χάϊδω μου και Χαϊδεμένη.
Παρασκευή κομπόδιαζε,
και Σάββατο τα υφαίνει.
Χάϊδω μου και Χαϊδεμένη.
Την Κυριακή τα φόρεσε
στην εκκλησιά πηγαίνει,
Χάϊδω μου και Χαϊδεμένη.
Με προσοχή και με γληγοράδα η κόρη μέσα σε δυο μέρες είχε έτοιμο το καινούργιο της φόρεμα για την Κυριακή. Και είναι τόσο προσηλωμένη στον αργαλειό, που δεν προσέχει καθόλου τον αγαπημένο της. Γι’ αυτό κι’ αυτός παρακαλεί να σπάσει το χτένι και να κοπούν οι κλωστές:
Θε μου μια κόρη Πατρινιά,
μια κόρη από την Πάτρα,
ξανθή και μαυρομάτα.
Έχει ασημένιον αργαλειό
και φιλντισένιο χτένι,
της κρένω, δε μου κρένει.
Να της τσακιώτανε τ’ αντί
νάσπαζε και το χτένι
της κρένω δεν μου κρένει.
Να της κοπούν πολλές κλωστές
να κάθεται να δένει,
της κρένω δεν μου κρένει...
Προχωρώντας στο κορφολόγημα των τραγουδιών της κατηγορίας αυτής, ανακαλύπτουμε κι’ άλλες άγνωστες συναισθηματικές πτυχές της ζωής του λαού μας. Μια απ’ αυτές αφορά τη θέση που κράτησε ο λαός απέναντι στους τεμπέληδες κι’ απρόκοφτους. Είναι εσφαλμένη η αντίληψη που επικρατεί ότι τάχα ο ελληνικός λαός είναι τεμπέλικος. Τα δημοτικά τραγούδια της δουλειάς στέκονται σαν ακαταμάχητα επιχειρήματα. Ο ελληνικός λαός πάντοτε δεν είχε με υπόληψη τους τεμπέληδες. Με τη λεπτή ειρωνεία που τον διακρίνει, καυτηριάζει την τεμπελιά. Και λέει για τη γυναίκα που δεν κάνει άλλη δουλειά παρά μόνον ασχολείται με τον αργαλειό:
Καλά το υφαίνεις το πανί
καλά το μασουρίζεις
κι’ όταν σου πουν για άλλη δουλειά
τη ράχη σου γυρίζεις.
Με την ίδια λεπτή ειρωνεία ο άγνωστος λαϊκός τραγουδιστής καυτηριάζει τις κοπέλες, που ενώ δεν ξέρουν την τέχνη τ’ αργαλειού, θέλουν να υφάνουν:
Σαν δεν ήξερες να υφάνεις
Δημητρούλαμ, τρούλαμ, τρούλαμ,
Σαν δεν ήξερες να υφάνεις
τα μασούρια τι τα βάνεις;
Πάρε με στον αργαλειό σου
Δημητρούλαμ, τρούλαμ, τρούλαμ,
Πάρε με στον αργαλειό σου,
για το σκάσιμο τ’ άντρός σου...
Χαρακτηριστικό επίσης για το χιούμορ και την ειρωνεία του είναι το γνωστό τραγούδι της παπαδιάς. Η παπαδιά, το αιώνιο θέμα για ειρωνείαν, η πιο τραγουδισμένη γυναίκα, είναι και το πιο κάτω τραγούδι η κυρία έμπνευσή του:
Μια παπαδιά-τούρκα η παπαδιά
μια παπαδιά στον αργαλειό,
μια παπαδιά στον αργαλειό, τα πόδια της κουνάει,
και με το νου-τούρκα η παπαδιά
και με το νου της έλεγε και με το νου της λέει:..
Και συνεχίζουμε το ξετύλιγμα της ατέλειωτης ανέμης του δημοτικού μας τραγουδού. Τα τραγούδια που εμπνευσμένα απ’ τον αργαλειό κλείνουν μέσα τους το ερωτικό συναίσθημα είναι πιο τέλεια, έχουν μια γλυκιά λυρική νότα που σε συγκινούν:
Ανάθεμα στη μάνα σου
που σ’ έμαθε να υφαίνεις
σαν την κλωνιά κλονίζεσαι
σαν το μασούρι τρέμεις.
Κι’ όταν η κόρη καθισμένη στον αργαλειό υφαίνει, η σκέψη κι’ ο λογισμός της τρέχουν γοργοτάξιδα κοντά στον αγαπημένο της. Τα κρυφά αισθήματά της μιλούν μόνα τους πάνω στο πανί με τη γλώσσα του χρώματος και του σχεδίου:
Στη λύση, δέση του πανιού
τον αγαπώ δε θέλω,
μόνο στη μέση του πανιού
να τραγουδώ, να υφαίνω.
Στη λύση και στη δέση του πανιού τόσο μεγάλη είναι η αφοσίωση κι’ η προσήλωσή της που δεν θέλει τίποτε. Όταν φθάσει όμως στη μέση του πανιού τότε υφαίνει και τραγουδάει:
Ως εκαθόμουν κι’ ύφαινα
αγάπης μου μαντήλι
κλώνον χρυσάφι ως έβαλα
κλώνον μαργαριτάρι
και κλώνον ασπροχρύσαφο
να φάνω το μαντήλι...
Και συνεχίζει το τραγούδι για τον αγαπημένο της. Παρακαλεί τη σαΐτα να περνάει γρήγορα για να βρει τη Λαμπρή έτοιμα τα ρούχα του ο καλός της:
Πέτα σαΐτα μου με το μετάξι
νάρθει ο καλός μου τη Λαμπρή
νάβρει χρυσά ν’ αλάξει...
Έτσι λοιπόν κλείνουμε τον μικρό κύκλο των τραγουδιών τ’ αργαλειού που οδηγούμενος ο λαός μας από κάποια εσωτερική παρόρμηση τα χρησιμοποίησε για να κάμει πιο άνετη την κουραστική του δουλειά. Βέβαια τα τραγούδια αυτά δεν στέκονται σαν απάτητα κάστρα όπως το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι. Ούτε μπορεί να πει κανείς ότι έχουν τη δροσιά και τη χάρη, τη μουσικότητα και το λυρισμό του ερωτοτράγουδου. Πάντως κλείνουν μέσα τους ένα ατόφιο κομμάτι ελληνικής ζωής μ’ όλες τις χαρές και τις λύπες της. Μας δίνουν μια καθαρή εικόνα της γυναικείας αυτής δουλειάς με την οποία απ’ τον καιρό του Ησιόδου μέχρι σήμερα ακόμη, η γυναίκα δεν έπαψε να καταγίνεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι, τεύχος 62, 1 Σεπτεμβρίου 1950
Η φωτογραφία είναι από ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Γιολδάση(δύο αδελφές στον αργαλειό).