Σελίδες

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

12/12 Η Μαριώ!

 

Του Στέργιου Μπακολουκά

Από τότε που στάθηκε μπόσικη μπροστά στη γοητεία εκείνου του περαστικού  λυγερού γαλανομάτη, με το ξανθό τρίχωμα, την υγρή μύτη  και το γλυκό κάλεσμα, παίρνοντας τα φιλιά και τα χάδια του σαν υπόσχεση αιώνιας αφοσίωσης, η καθημερινότητά της άλλαξε!  διότι αυτός αποδείχτηκε  …πονηρός μουσαφίρης και αθεράπευτα διαβατάρης, αφήνοντας στη νεαρή νιόβγαλτη παιδούλα,  μονάχα μια φευγαλέα ανάμνηση από την  παρουσία του. Όταν εκείνος έφυγε και τον έχασε, δεν είχε ιδέα  πόσο ακριβά θα πλήρωνε την πρόσκαιρη ξενοιασιά που βίωσε μαζί του. Προς στιγμήν νόμισε ότι η ευτυχία θα  μπορούσε να διαρκέσει, ίσως και παντοτινά! όμως γρήγορα διαψεύστηκε, όταν ήρθε  αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, όπου  τα όνειρα δεν είχαν   γλυκό και αίσιο τέλος, αλλά αποδείχτηκαν εργασιακό κάτεργο για την ίδια, γιατί είχαν  σαν  τίμημα  την κοπιαστική, ανατροφική γοητεία  που  ορθώθηκε μπροστά της με σάρκα και οστά, παίρνοντας ίδια μορφή με πέντε αλεπουδίσιες μουσούδες, που ήρθαν στη ζωή, λίγο αργότερα, γεμάτες ζωντάνια, σκανταλιές  και  ανεξάντλητη …όρεξη, τόση, όση εκείνη έπρεπε να καλύψει γράφοντας …υπερωρίες σεργιανώντας τα βουνά και τα πλάγια και εφευρίσκοντας νέους τρόπους σίτισης! αναστατώνοντας και   ….τεντώνοντας έτσι τη ζωή της πέρα από τα όρια που νόμιζε ότι είχε χαράξει και πίστευε ότι άντεχε!

           Η νεαρή αλεπού, στη φρέσκια ζωή της,  είχε δυό  μεγάλα πλεονεκτήματα. Τη φωλιά που  κληρονόμησε από τη μάνα της, όταν αυτή δεν ξαναγύρισε πίσω, ύστερα από ένα νυχτερινό κυνήγι. Το σπιτικό της δηλαδή,  που όμως ακόμα κι αυτά τ΄ αδέρφια της απαρνήθηκαν αδιαφορώντας για τη θαλπωρή του, όπως και για την ίδια την αδερφή τους, παίρνοντας   το δικό τους δρόμο, μόλις χάθηκε η μάνα, ο συνδετικός κρίκος δηλαδή που τους ένωνε. Και το δεύτερο ήταν  τα λειψά μεν, παρά δε, χρήσιμα μαθήματα επιβίωσης, που πρόλαβε να πάρει, πάλι από εκείνη, προτού αυτή λείψει για πάντα.

           Αυτή η φωλιά ήταν ένα προνομιακό λαγούμι, με πολλές εισόδους - εξόδους σπαρμένες σε διαφορετικά σημεία του δάσους, που όλες τους όμως καταλήγανε σε ένα ευρύχωρο απαγκιερό κεντρικό  θάλαμο, στον οποίον  γέννησε και εγκατέστησε τα πέντε μικρά αλεπουδάκια, προστατεύοντάς τα έτσι από τους διάφορους κινδύνους, αλλά πάνω απ’ όλα, από την απουγείλα (ψύχρα) των Απριλιάτικων πρωινών τα οποία εκεί ψηλά, κάτω από τα πουρνάρια και τα έλατα είχαν μια παραπανήσια δόση παγωνιάς,  που τους  περόνιαζε  το κορμί και τους μυρμήγκιαζε τα πόδια.

            Ήταν σκαμμένη  στην κάτω πάντα από το εξωκλήσι του Αη Ταξ’άρχη, μέσα στα δασ’ά έλατα, νοτιοδυτικά από την πηγή της Μάνας, στην ποδιά του Πετρίτη (κορυφή βουνού). Για πολλές γενιές, αυτή την μουλάγα ( μικρή φωλιά, κρυψώνα),   οι κάτοικοί της, την διαμόρφωναν κατά πως έπρεπε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες τους,  μέχρι που έφτασε στη δική της  διαχείριση, όπου με τη σειρά της κι αυτή, έβαλε μια πινελιά βελτίωσης.  

Ήταν μακριά από τις κατοικημένες περιοχές του χωριού, δίνοντας στην αλεπού το προνόμιο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της έλλειψης του φόβου ο οποίος πάντα προέρχεται από την παρουσία των ανθρώπων. Είχε τη δυνατότητα να βλέπει από μακριά τους κινδύνους αλλά και τις πιθανές ευκαιρίες για τη διατροφή, της ίδιας και των μικρών της.

        Αυτό το εκκλησάκι το είχαν ξεχασμένο οι χωριανοί! γιατί κάμποσα χρόνια τώρα, που οι γενιές άλλαξαν, μπλέκοντας οι νεότεροι με τον τουρισμό και αφού φορτώθηκαν με καινούριες δουλειές, μεταφέροντας  έτσι αλλού τα ενδιαφέροντά τους,  αστόχησαν  κάποιες από τις παραδόσεις των πατεράδων τους, εγκαταλείποντας τις γιορτές απ’  τα ξώμακρα  ξωκκλήσ’α . Αυτός ήταν ο λόγος που τούτος ο ταπεινός ναός, έμεινε έρμος και ξεχασμένος, αποκρυφίζοντας την μοναξιά του, κουβεντιάζοντας τις νύχτες με τα  μικρά ζώα του βουνού και αφουγκράζοντας αυτωνών τα βάσανα επιβίωσης, κοροϊδεύοντας το χρόνο που πέρναγε, καρτερώντας ίσως καλύτερες εποχές, όταν αργά η γρήγορα οι μελλοντικοί κάτοικοι του ίδιου χωριού θα το ξαναανακαλύψουν ζητώντας να  μάθουν την ιστορία του και να μαντέψουν τα μυστικά των χρόνων που πέρασαν, όπως αυτά θα έχουν καταγραφεί στους τοίχους, τα δέντρα γύρω του και το μικρό αγέρωχο καμπαναριό του που αγναντεύει αλάργα τη θάλασσα. 

          Κάπου-  κάπου μονάχα, μια παρέα ντόπιων κυνηγών από την Αράχοβα εμφανιζόταν με τα σκυλιά  και τα όπλα τους, αναστατώνοντας την κοινότητα των  ζώων του δάσους.  Όμως αυτοί, δεν είχαν κακές προθέσεις προς τους κατοίκους του. Ήταν τέσσερις πέντε ψηλοί μεσήλικες, που μάλλον το χόμπι τους ήταν ο περίπατος και οι ελεύθερες ανάσες στη φύση παρά το κυνήγι, όσο και αν η αρματωσιά  και  η εμφάνισή τους,  με τα στρατιωτικά ρούχα παραλλαγής και τα ζωσμένα ….φισεκλίκια,  φόβιζε τα ζώα που τους αντίκριζαν! Οι τελικές τους προθέσεις, ποτέ δεν έγιναν επικίνδυνες για τους αγωνιστές της ισορροπίας και της  επιβίωσης.  Βαριά –βαριά , έριχναν καμιά τουφεκιά στον αέρα , έτσι για να ‘’λερώσουν’’ τα όπλα τους, κι αυτό ήταν όλο!

         Ο ένας μάλιστα απ’ αυτούς ήταν μάλλον ο …….μάγειρας της παρέας, γιατί κάθε φορά που κοπιάζανε, αφού άναβαν τα καντήλια του ταπεινού ναού, στη συνέχεια πάντα ο ίδιος, κάτι τους ετοίμαζε για κολατσιό, στον περίβολο του ιερού, κάτω απ’ το αρχαίο πουρνάρι, με αποτέλεσμα στο τέλος, ήταν φανερό ότι το έκαναν επίτηδες,  να αφήνουν φαγώσιμα υπολείμματα και για την αλεπού.                      

         Ποτέ αυτή δεν θα ξεχνούσε,  την τελευταία επίσκεψη αυτών των ….μ’σαβγατ’σμένων (ψηλών)  Αραχοβιτών, στα τέλη του Απρίλη, όταν ο μάγεράς τους, τοποθέτησε απάνω στη θράκα της φωτιάς, μια μεγάλη …θράμη (σχιστολιθική πλάκα) για να πυρώσει και ύστερα, άνοιξε μια  γυάλινη μποτίλια  που μέσα της είχε αναμίξει  κάμποσα σπασμένα αυγά με μπόλικο λάδι τα οποία, αφού ταρακούνησε στο μπουκάλι, τ’ άδειασε πάνω στην καυτή πλάκα, φτιάχνοντας μια ωραία ομελέτα! τριγυρισμένη από μερικές φιλέτες ξεροψημένου ψωμιού, μπόλικες τσακιστές θρούμπες ελιές και στουμπιστά κρεμμύδια!   

Είχε τ’ αλεπουδάκια  της πολύ μικρά τότε και δεν μπορούσε  να ξεμακρύνει απ’ τη φωλιά, με αποτέλεσμα στο τέλος, η πείνα να  την κάμει να ταυτιστεί, στο ξυπνητό της,  μ’ εκείνα τ’ ανθρώπινα οράματα της ανέχειας, στα οποία η απόγνωση, έκανε κάποιους ταλαίπωρους να προσφέρουν μια ολάκερη ακίνητη περιουσία με αντίτιμο ……..ένα κόμπο λάδι, που ίσα μισοέφτανε για να  κρατήσει τη φαμελιά τους ζωντανή για μια μέρα ακόμα. Αυτοί οι ανατριχιαστικοί συνειρμοί την ακολούθησαν ακόμα και όταν αργότερα, ημερωμένη και με τους ξενομπάτες μουσαφιραίους φευγάτους, έγλειφε  την πλάκα και τα λαδωμένα κουκούτσ’α απ’ τις ελιές, θεωρώντας ότι ήταν  …θείο δώρο τα υπολείμματά της, αλλά και  το λίπος που απόμεινε πάνω της, γιατί είχε σαν απόδειξη την  ανάσα που της έδωσε για ν’ αντέξει μια  ακόμα κουραστική περιστροφή της σφαίρας.

          Όμως πλέον οι δύσκολες μέρες είχαν περάσει, τα μικρά της είχαν απογαλακτιστεί, ενώ εδώ και λίγες μέρες είχε αρχίσει η εκπαίδευσή τους . Ένα από αυτά τα πρωινά, αφού  ευχαριστημένη είχε γυρίσει από το νυχτερινό της κυνήγι, χορτάτη αυτή και τα παιδιά της, η Μαριώ, καθόταν έξω από το λαγούμι της απολαμβάνοντας τα παιχνίδια των μικρών που σβούριζαν  γύρω της κάτω από  τις απαλές πρωινές ακτίνες του Ήλιου, όπως αυτός αντικριστά ανηφόριζε αστόχαστος και ζεστός κατά τη στράτα του!   

Άξαφνα,  οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό της δεν ήταν γεννήματα ανάγκης, όχι!  ήταν απ’ αυτές που μπλέκουν οποιονδήποτε ανοίγει λάγνες πόρτες ξεκλείδωτες,  αλλά απαράβατα κλειστές, σαν το μπαούλο της …Πανδώρας! Από τότε που γεννήθηκε, έβλεπε και άκουγε κάτω χαμηλά στη δημοσιά, προς το Ζεμενό, τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στα σπίτια και τα υποστατικά τους,  τους θορύβους που αυτοί δημιουργούσαν, μαζί με τις φωνές απ’ τα παιδιά και τα ζά, καθώς και  τ’ αλυχτίσματα των σκυλιών τους. Ταυτόχρονα έφερνε στο μνημονικό της όσα η φευγάτη μάνα της δεν έχανε ευκαιρία να της τονίσει, τον λίγο  καιρό που αυτή την εκπαίδευε.  Ήταν η εντολή, που μάλλον με αφορισμό  και   ξόρκι ανάκουστο έμοιαζε, ή σαν τη  φοβέρα ενός ‘’αγραμανάτ’’( εντολή μέσα από διαθήκη) κατακαθισμένου στο θυμικό της:  

‘’Ποτέ  να μην πάει για κυνήγι σ’ αυτά τα μέρη, όπου οι άνθρωποι έχουν επιβάλει το γκουβέρνο και τη δικαιοδοσία τους.’’

Αυτή την ύστατη προτροπή, αν και για αρκετό καιρό την τήρησε χωρίς να ζητά εξηγήσεις, τώρα δα, άσκεφτα την παρέβλεψε και κίνησε τον κατήφορο καθοδηγούμενη από μια ακατανίκητα αστόχαστη παρόρμηση, ένα καταστροφικό ένστικτο ή ίσως από μια περιέργεια που δεν ξεκίναγε από τη σύνεσή της, αλλά απ’ τη χορτάτη υπεροψία της. Νόμισε ότι αυτή, μπορεί να πετύχει τα πάντα, μια και κατάφερε να αναστήσει μια δράκα αλεπουδάκια δίχως  ανάσες συμπαράστασης και χωρίς πατρογονική βοήθεια, αλλοίμονο, μόνο επειδή είχε εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα και τα νιάτα της!

        Όταν, ακολουθώντας τα σύρματα απ’ τις γιδόστρατες, μακριά από τα πολυσύχναστα μέρη, έφτασε αθόρυβα στην αχλή του οικισμού του Ζεμενού, έμεινε με ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη! μ’ αυτά που αντίκρισε. Ένας κοντός φράχτης με λίγα αραιά ξύλινα παλούκια τα οποία ένωνε ένα σμπαραλιασμένο από την πολυκαιρία συρματόπλεγμα, μάντρωνε καμιά εικοσαριά, παχουλές και ζουμερές, φωνακλούδες κότες, που πηγαινοέρχονταν γεμάτες ενέργεια, κακαρίζοντας και τσιμπολογώντας το γρασιδωμένο χωράφι μπροστά από ένα χτιστό κοτέτσι σκεπασμένο με κεραμίδια! Στην πλάτη του, ένα μονώροφο σπίτι με ψηλή μάντρα επιβαλλόταν στο χώρο με τον όγκο του, έχοντας, απ’ αυτή την πλευρά μια ανοιχτή διπλή σιδερένια αυλόπορτα, φάτσα στο κοτέτσι.

              Μέσα της αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, απογοήτευσης και λαχτάρας, άλλαζαν πλευρά για να της μεταβάλουν στη συνέχεια  διάθεση, αλλιώτικη κάθε φορά. Αναρωτιόταν και βαλάντωνε ταυτόχρονα, πως μπορούσε να ήταν τόσο εύκολο το κυνήγι, όπως φανερωνόταν τώρα δα εκεί μπροστά της, χωρίς εκείνη να μπορέσει να το αντιληφθεί νωρίτερα;  Ποιος ήταν ο λόγος που η Μάνα της δεν της το φανέρωσε ποτέ, παρά  την άφησε στην τύχη της ν’ αβγαταίνει τις χίμαιρες επιβίωσης  όλη τη νύχτα και κάθε νύχτα, στα κακοτράχαλα ριζιμιά του βουνού, έχοντας σαν αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές το άδειο σακούλι της τροφής της; Και να!  Τώρα δα,  αυτή η λαχτάρα, ολοφάνερη μπροστά της, λιγωτικιά , εύκολη και άμεση, συμπυκνωμένη σ’ ένα μικρό κοπάδι κότες,  τέτοια,  που δεν μπορούσε να της αντισταθεί  ούτε ο αποκαθαρμένος αμαρτωλός που μόλις διέγραψε, μετά από κοπιαστικές προσπάθειες και προσευχές,  τις αμαρτίες του παρελθόντος του!

Χωρίς δεύτερη σκέψη, χύμηξε μπροστά και βούτηξε την πιο όμορφη, ζουμερή κι αφράτη κοτοπουλάδα, φέρνοντας κατά νου, τόσο πρώιμα! κι ανόητα, τη μοιρασιά της, με τα μικρά της!

         Απ’ την ανοιχτή αυλόπορτα του περίβολου του σπιτιού που έχασκε αντίκρυ της, την ίδια στιγμή που αυτή είχε συγκεντρωθεί στην προσπάθεια να σηκώσει την αφράτη και ζουμερή μοσχόκοτα, δυό θεόρατα, μαλλιαρά σκυλιά, ξεπετάχτηκαν απρόσμενα και επιθετικά, αλυχτώντας, με μπάσα γαβγίσματα! Η αλεπού, πριν προλάβει να κάνει ούτε ένα βήμα, τα είδε να ορμάνε απειλητικά κατά πάνω της , φοβερίζοντας και κόβοντάς της το δρόμο. Η καρδιά της πετάρισε από φόβο, τα γόνατά της προς στιγμήν λύθηκαν, λες και την είχε πλακώσει ονειρική Μόρα! Όμως αυτό συνέβη μόνο για λίγο, διότι αμέσως συνήλθε και έλαβε τα μέτρα της. Παράτησε την ευτραφή κότα, η οποία ξεπουπουλιασμένη ψευτοπέταξε λίγο μακρύτερα, και τινάζοντας αριστερά την φουντωτή ουρά της, έστειλε παραπλανητικά τα σκυλιά προς εκείνη την κατεύθυνση, ενώ αυτή χύμηξε ανάποδα, πηδώντας το φράχτη και κόβοντας τον ανήφορο. Τα σκυλιά αναστρέψανε γρήγορα την πορεία τους και την ακολούθησαν, φτάνοντας  λίγα μέτρα πίσω της. Χρειάστηκε ν’ αλλάξει πολλές φορές κατεύθυνση, παραπλανώντας τα με την ουρά της, χωρίς όμως να καταφέρει να τους ξεφύγει.

            Στο φευγιό της δεν λογάριασε, ούτε τα αγκαθωτά βάτα που πάταγε, ούτε τις βαθύσκιωτες γρούσπες που έχασκαν απειλητικές  μπροστά της, σαν σκοτεινές πύλες που λες και οδηγούσαν στην αιωνιότητα, ούτε και τα ανοιξιάτικα ρέματα του Παρνασσού, που αλλού γαργάριζαν μαζεύοντας δύναμη κι αλλού βρυχιόνταν ξεσπώντας την ορμή τους ξέχειλα από θολά και βουρκωμένα νερά, φράσοντας  το δρόμο της. Τα σκυλιά πίσω της δεν έχαναν ούτε πιθαμή τόπο, γεμίζοντάς την τρόμο με τα διπλά τους γαυγίσματα,  όσο και αν προσπαθούσε, όσο και αν πιλάλαγε πηδώντας από κ’τσούρ’ σε κ’τσούρ’( διάσπαρτοι μικροί βράχοι που ξεφυτρώνουν στους λόφους). Μονάχα η αντοχή που γεννιόταν από τη θέλησή της να μην αφήσει έρμα τα μικρά της, όπως έγινε μ’ εκείνη και τη μάνα της,  κι ήταν ακόμα οι ύστατες στυμμένες  δυνάμεις της ελπίδας που της απέμεναν, αυτές που της έδωσαν το κατιτίς παραπάνω για ν’ αντιβγεί στο θανατικό της ανάσας που ένιωθε στην πλάτη της. Ύστερα από πολύ ώρα και αφού η υπερπροσπάθεια που κατέβαλε είχε σχεδόν εξαντληθεί, ξαφνικά σταμάτησε να ακούει τα γαβγίσματα των σκυλιών πίσω της.

Ανάσανε με ανακούφιση γιατί κατάλαβε ότι τα κατάφερε! Είχε γλυτώσει! Ελάττωσε το φευγιό της και στάθηκε ν’ αγναντέψει από  μια κορφή τον κατήφορο. Στερνά βεβαιώθηκε ότι ο κίνδυνος πράγματι είχε περάσει και ύστερα ξάπλωσε αποσταμένη, αλλά ήρεμη στα φρύγανα.

        Κάμποση ώρα μετά, όταν πλέον είχε συνέλθει για τα καλά, ακούγοντας μονάχα το θρόισμα των ελατοβελόνων από τα σπαθωτά κλωνάρια των ελάτων, όπως αυτά κουνιόνταν απαλά από τον ελαφρύ ανοιξιάτικο αγέρα, στάθηκε στην άκρη του σύρραχου κάτω από ένα απ’ αυτά τα θεριεμένα αιωνόβια δέντρα, με τα απλωμένα προστατευτικά κλωνιά τους και αφού με προσοχή έβγαλε τις βελόνες και τ’ αγκάθια από τα πόδια της, έγλυψε στη συνέχεια  τις πατούσες της σχολαστικά και μαλακά με τρυφερότητα και λεπτότητα, λες και προσπαθούσε  να τους μεταφέρει την ευγνωμοσύνη της για τον γλιτωμό της. Κοντά, αφού τα άπλωσε για να ξεμουδιάσουν, άλλαξε θέση  βάζοντας τα πόδια της στη σκιά του αιωνόβιου δέντρου, και το κεφάλι της κάτω από τον καυτό ήλιο που μεσουρανούσε μπροστά της και αφού βρήκε τη βολή της μονολόγησε:

- Αχ! Ταλαίπωρα, χρυσά μου πόδια, εσείς που προτάξατε ‘’στήθος’’, όταν νωρίτερα χρειάστηκε,  χωρίς ούτε στιγμή να με προδώσετε, και αδιαμαρτύρητα στηρίξατε τη σωτηρία μου,  απολαύστε τώρα την παχιά  σκιά αυτουνού του φιλόξενου έλατου!

 - Κι εσύ μαγκούφ’ κεφάλι, που δεν λογάριασες τις συνέπειες, θέλοντας να επιβάλεις τις μεγαλοϊδεατικές σου επιδιώξεις, παίζοντάς τα όλα σε μια ζαριά, διακινδυνεύοντας το χαμό ολόκληρης γενιάς! εσύ που άσκεφτα, με τις ανερμάτιστες αποφάσεις σου, κόντεψες να μας  φτάσεις στην καταστροφή, κάτσε τώρα να ψηθείς κάτω από τον καυτό Ήλιο, για να βάλεις ….μυαλό! το οποίο σίγουρα  θα μας φανεί χρήσιμο στο μέλλον!

Προσδιορίζοντας και τοποθετώντας έτσι την απερισκεψία και την τιμωρία, στις δυό όψεις του ίδιου νομίσματος!