Σελίδες

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

ΕΝΑΣ ΛΗΣΤΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ… ΠΡΟΦΗΤΗΣ

 


Ο ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΛΗΣΤΗΣ, ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ!
Από τους Δελφούς ευρέθηκα μια μέρα στην Αράχωβα της Βοιωτίας και από εκεί θα κατέβαινα στην Δαύλεια.
Ένα απόγευμα που εκαθήμεθα στην μοναδική πλατεία της Αράχωβας – η παρέα δεν ήτο μικρά – και απολαμβάναμε την μουσική του νερού που άφθονο κυλά από τέσσερα μαρμάρινα στόματα αποτελούντα την βάσιν του Ηρώου των πεσόντων το 1912 -1913 Αραχωβιτών, μια νέα ακόμη μαυροφορεμένη γυναίκα επέρασε και μας εχαιρέτισε με τρόπο που έλεγε πως σε κάποιον ήθελε να μιλήση.
Από την παρέα εσηκώθηκεν ένας νεαρός δικηγόρος. Μίλησε λίγο με την νέα γυναίκα και ύστερα την εχαιρέτησε.
Είναι η γυναίκα του κακομοίρη του Μπαλούρδου, είπε σε μένα ο δικηγόρος. Τι του κατέβηκε τον τελευταίο καιρό να γίνει από ληστής καλόγηρος και προφήτης, ακόμη κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει. Απέθανε στας φυλακάς του Συγγρού και άφισε για μόνη κληρονομιά στη γυναίκα του ένα ράσο, τη καλογερική σκούφια του, και κάτι τετράδια με προφητείας και χρησμούς.
Για τον Μπαλούρδο δεν είχα ακούσει ολίγα στο ταξίδι μου. Η φήμη του ως ληστού κατ’ αρχάς, ως προφήτου κατόπιν και θεοπνεύστου είχεν από τον Παρνασσό απλωθή εις όλην την Βοιωτία, την Φθιώτιδα, την Φωκίδα, την Λοκρίδα και έφθασεν ως την Θεσσαλία. Οι χωρικοί ωμιλούσν περισσότερο για ένα θεόπεμπτο και εμπνευσμένον άνθρωπο παρά για έναν ληστή. Ολίγο μάλιστα ακόμη και θα τον έπερναν για ένα όσιο η νεοάγιο γιατί η φήμη των προφητειών του διαρκώς και εμεγάλωνε.

***

Τα χειρόγραφα τετράδια με τις προφητείες με έβαλαν σε πειρασμό. Η παρέα εδέχθη να με ακολουθήση ως το σπίτι του ληστού.

Και εις το δρόμο αι πληροφορίαι για τον βίο του και την πολιτεία του μου εδίδοντο άφθονοι.
Το 1917 ο Δημήτριος Μπαλούρδος ή Οικονόμου επήρε τα βουνά με κάποιον άλλο που εσκότωσεν ένα τρομερό τοκογλύφο που εξεμεταλλεύετο όλην την Αράχωβα. Σιγά-σιγά η φήμη του εστερεώνετο, όσο η συμμορία εμεγάλωνε. Ο Μπαλούρδος, αρχηγός της συμμορίας. Το όνομά του ως ληστού δεν άργησε να απλωθή σ’ όλη την Στερεάν Ελλάδα. Πιο άδικη όμως φήμη από την φήμη του Μπαλούρδου δεν απέκτησε κανείς ληστής. Όλοι τριγύρω του ήταν λησταί, όλοι έκαναν ληστείας, μεταχειριζόμενοι το όνομά του, και μόνον ο Μπαλούρδος εμπόδιζε τους συντρόφους του και ασχολείτο να ευεργετεί τους αδικουμένους, να παντρεύει πτωχά κορίτσια, και έπειτα από λίγο καιρό να προφητεύει και τα μέλλοντα.
Κάποια ημέρα ανήγγειλε στους συντρόφους του με το σοβαρότερο τόνο ότι είχε κατέβει εις αυτόν το Άγιο Πνεύμα και ότι είχε γίνει προφήτης. Από την ημέρα εκείνη εκλείσθη σε μια σπηλιά του Παρνασσού επί ενάμιση χρόνο, κατάργησε το κρέας, έτρωγε μόνο ελιές και ψωμί, και έγραφε κάθε ημέρα τα παραγγέλματα τα οποία του έδινε ο έβδομος άγγελος, όπως έλεγε, που ενεφανίζετο τακτικά εμπρός του.
Τον τελευταίο καιρό η θρησκοληψία του έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε έλεγε στους συντρόφους του, που από ευσπλαχνία πια τον επισκέπτοντο, εμποδίζοντάς τους να κάνουν ληστεία κανενός πλουσίου.
Άντε να αγιάσω πρώτα, και τον φτιάχνω εγώ στην άλλη ζωή.

***

Το 1922 είχε πια πεισθεί τελείως ότι έγινε προφήτης. Οικονόμησε ένα ράσο, το έβαλε, και παρουσιάσθη σ’ ένα καλόγηρο της Μονής του Οσίου Λουκά της Λεβαδείας, και του είπε να τον παρουσιάσει στην εξουσία. Ο καλόγηρος άλλο που δεν ήθελε. Ανέφερε το πράγμα εις την καταδιωκτική αρχή Λεβαδείας, εμφανισθείς ως καταδότης και ετσέπωσε τα χρήματα της επικηρύξεως.
Τον Μπαλούρδο τον έφεραν στας φυλακάς Συγγρού. Εκεί επροφήτευσεν ότι το 1925 θα εγίνετο πόλεμος τρομερώτερος από τον ευρωπαϊκό, και έκανε Δευτέρα προφητεία. Είπεν ότι έπειτα από έξι μήνες θα ελευθερωθεί από την φυλακή. Η διεύθυνσις των φυλακών που είχε μάθει την προφητεία του Μπαλούρδου για την απελευθέρωσή του έπειτα από εξάμηνο εδιπλασίασε την προσοχή της για την φύλαξιν του τρομερού ληστού. Αλλά η προφητεία του Μπαλούρδου παρά την προσοχή των φυλάκων του εξεπληρώθη. Ο Μπαλούρδος τον έκτον ακριβώς μήνα απηλευθηρώθη από την φυλακή του, αφήσας την δυστυχισμένη αυτή γήϊνην ζωήν.


Πριν αποθάνη είχε φωτογραφηθεί με το ράσο του, όπως ακριβώς φαίνεται στην εικόνα μας, και εξέδωσε με εράνους των φυλακισμένων, οι οποίοι άρχισαν να τον πιστεύουν ως προφήτη ένα δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο που έφερεν αυτόν τον τίτλο: «Το σάλπιγμα του εβδόμου αγγέλου».
Στο σπίτι του Μπαλούρδου όπου βρεθήκαμε σε λίγο δεν θα μπορούσε να ειπή κανείς ότι εβασίλευεν ο πλούτος και η άνεσις. Τέσσαρες τοίχοι γυμνοί, όλα τριγύρω γυμνά και λυπημένα, και η άτυχη η χήρα που μας εκύτταζε με το μάτι μιας λύπης που είχε θεμελιωθή ασάλευτα στη ψυχή της.
Οι άλλοι λησταί, μας είπε, ξέρω πως φροντίζουν για τα σπίτια των και δεν άφισαν τους δικούς των να ρημάξουν. Και ο δικός μου ποτέ δεν ελογάριασε πως είχε γυναίκα και παιδί.
Δεν ήτο και του κόσμου τούτου. Είπε κάποιος. Τον είχε φάει η έβδομος άγγελος.
Και ετράβηξα πόσα εξ αιτίας του άδικα, είπεν η φτωχή γυναίκα. Το ξύλο μόνο που έφαγα από τα αποσπάσματα και την εξορία, έφθασαν να με κρεμάσουν με τα σχοινιά από τα στήθη, και δυόμιση χρόνια από εξορία σε εξορία δεν είδα Θεού πρόσωπο. Ήθελαν να μαρτυρήσω που ήταν, και αυτός με είχε παρατήσει ολότελα στο έλεος του Θεού.
Σας άφησε τουλάχιστον τίποτα; Τόλμησα να ρωτήσω.
Πως! Όταν απέθανε στου Συγγρού μου παράγγειλαν να πάω να πάρω τα πράγματά του. Εδανείστηκα και κατέβηκα στην Αθήνα. Ήτο ένα ράσο, ένα κομπολόϊ, μια καλογηρική σκούφια και κάτι τετράδια που έγραφεν αυτά που βλέπετε και αυτά που του παράγγειλεν ο άγγελος.
Η γυναίκα του ληστού μας έδειξε ένα σωρό τετράδια. Μέσα στο μπερδεμένο και ξέψυχο χαρακτήρα μπόρεσα να διαβάσω εμφανίσεις λύκων και προβάτων και αρκούδων, και πυρίνους ποταμούς, και ερυθράς χλαμύδας, και άσβεστους λυχνίας, και έλατα των οποίων αι κορυφαί εισήρχοντο εις φιάλας, και βροχήν πίπτουσαν ως αλάτι, και χίλιας δυο άλλας παραστάσεις και συμβολικάς εικόνας των οποίων μόνον ο συγγραφεύς των θα εγνώριζε την έννοια και την εξήγησιν.
Εις το σπίτι του ληστού – προφήτου, υπήρχαν και μερικά τεύχη από το τυπωμένο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο. Μου έδωσεν ένα η γυναίκα και βρίσκω ότι δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να αντιγράψω εδώ στην τύχη, ένα απόσπασμα. Είναι από την λεγόμενη «Τετάρτη Οπτασία».
«Ήτο βράδυ και έφεγγε το φεγγάρι. Είδον ότι ευρισκόμην μέσα εις πολλά ζώα ήμερα και άγρια, και διέκρινα μίαν παρθένον μικράν και εφορούσε στολήν χρώματος θαλασσί μέχρι των ποδών της, και έφερεν εν μέρει μεν δεσμά, εν μέρει δε ήτο ελευθέρα. Την περιεκύκλωσαν βλάχοι άνδρες οι οποίοι προσεπάθουν ποιος θα την περιποιηθεί περισσότερον. Αίφνης όμως της επιτέθησαν Ατσίγγανοι. Τότε αυτή έσπασε τα περισσότερα δεσμά της, τους εκυνήγησε και τους νίκησε και τους απεμάκρυνε. Είδον ένα έφιππον νέον να καίεται το κεφάλι αυτού και του αλόγου του. Σωρόν γέροντος μεταβληθέντα εις άσβεστον ασβέστην. Άλλην παρθένον 18 – 20 ετών ωραιοτάτην τρέχουσαν εις ένα κοπάδι από πρόβατα. Ήρπασεν ένα πρόβατο, το έσφαξε, το εκρέμασε και διέταξε διά σημείου τον γέροντα ο οποίος την παρακολούθει να σφάξη όλο το κοπάδι. Εφοβήθην και έκαμα τρεις φοράς το σημείο του σταυρού».
Ήτο άγιος ή ληστής; Ερώτησα όταν άφησα τα μάτια μου από τα τετράδια και από το τυπωμένο φυλλάδιο.
Ήταν για την πολιτεία ένας ληστής, είπεν η φτωχή γυναίκα. Μπορεί όμως να ήταν και άλλο τίποτα.

Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ

 Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΕΒΔΟΜΑΣ» στις 21/1/1928