Πεντήκοντα παρήλθον έτη αφ’ ότου ο
Οδοφρέδος Μύλλερος και ο Ερνέστος Κούρτιος επεσκέψαντο και ηρεύνησαν τον ιερόν
των Δελφών χώρον, ένθα εκείνος μεν κατελήφθη υπό θανατηφόρου νοσήματος, ούτος
δε, του Μυλλέρου ευτυχέστερος, έλαβεν αφορμήν προς έκδοσιν των πολυτίμων
«Δελφικών Ανεκδότων» - έκτοτε δε ουδεμία σχεδόν εγένετο σπουδαία και κανονική
αρχαιολογική έρευνα περί της τοπογραφικής διαφωτίσεως του πανελληνίου
χρηστηρίου. Αλλ’ εκ των μετ’ ου πολύ αρχομένων ανασκαφών υπό της Αθήνησι
γαλλικής σχολής, ο αρχαιολογικός κόσμος απεκδέχεται πολλάς και σπουδαίας
ανακαλύψεις, και ήδη Γερμανοί και άλλοι λόγιοι οιονεί προτρέχοντες των Γάλλων
αρχαιολόγων καταβαίνουσιν εις Δελφούς συχνότερον ή πριν και φιλοτιμούνται
παντοίω τρόπω να ερευνήσωσι και περιγράψωσι την έτι και νυν δυσπρόσιτον εν
πολλοίς Δελφικήν χώραν, ήτις υπήρξε το πάλαι πάντων των Ελλήνων το πολυύμνητον
προσκυνητήριον.
Εκ των καθ’ ημάς Γερμανών
εμβριθεστάτας περί Δελφών διατριβάς εδημοσίευσε κατ’ εξοχήν ο καθηγητής Πομτώβ
αλλά και η κατά τον Οκτώβριον του παρελθόντος έτους γενομένη αυτόσε και εις την
«Γενικήν Εφημερίδα» του Μονάχου τη 14 Ιουλίου καταχωρισθείσα περιήγησις υπό του
διδάκτορος Στέιγερ είναι χαριεστάτη διότι ουδεμίαν έχουσαν αξίωσιν
αρχαιολογικής ερεύνης, αφηγείται απλώς και χωρίς κριτικής παρασκευής τας
εντυπώσεις βραχυχρονίου κατά την Φωκίδα περιοδείας.
«Οι Δελφοί απέχουσι (λέγει) της θαλάσσης τρεις
ώρας και ημισείαν. Κατά την πρώτην ώραν η οδός είναι επίπεδος, έπειτα
καθίσταται ανάντης κατά την μικράν κώμην Χρυσόν, κειμένης εγγύς της αρχαίας πόλεως
Κρίσης. Εντεύθεν δυσπόρευτοι στενωποί φέρουσιν εις Δελφούς, οίτινες παρίστανται
αίφνης προ των οφθαλμών του περιηγητού, άμα παρακάμπτοντος την οδόν. Το χωρίον
Καστρί, το εις ύψος επτακοσίων μέτρων παρά την μεσημβρινήν του Παρνασσού
παραφυάδα κείμενον, περιέχει ως έγγιστα διακοσίους πεντήκοντα ενοίκους,
διαιτωμένους εν χαμηλαίς καλύβαις. Η χώρα είναι όλως άδενδοος, αλλ’ έχει τι
ρωμαντικόν εν τη ερημία και τη μονώσει της.
Εν Καστρί δύναται τις να καταλύση
παρά τω εφόρω του εγχωρίου μουσείου, κ. Παρασκευά τελών αντί του οικήματος και
της τροφής επτά ή οκτώ δραχμάς καθ’ εκάστην, όπως διδάσκει ο Βαίδνκερ. Επειδή
δε εγώ ήμην ο μόνος ξένος, όλον σχεδόν το μουσείον ήτο εις την διάθεσίν μου.» Ο
κ. Στέιγερ λέγει ότι η τροφή ήτο λιτοτάτη αλλά λίαν εύχυμος, ο αίγειος τυρός,
τα ωά, ο καφές και ο ανόθευτος οίνος επαρκούσιν εις την όρεξιν του ξένου, ως αν
εφιλοξενείτο υπό του φοίβου Απόλλωνος. «Όστις επιθυμεί να ίδη εξαίσια ερείπια
ναών καλώς θα πράξη να μη έλθη εις Δελφούς ολίγα μόνον θεμέλια πεπτωκότων
τοίχων καταμηνύουσι τον τόπον ένθα ίσταντο άλλοτε μεγαλοπρεπή ιδρύματα. Αλλ’ ο
εις Δελφούς ερχόμενος ξένος, εν τη απολαύσει της εξαισίως περικαλλούς χώρας,
δύναται να αναπαραστήση εν τη φαντασία του τον ναόν του Απόλλωνος, ον ο
αδυσώπητος χρόνος ηφάνισεν εκ του προσώπου της γης. Το ιερόν χώρον καλύπτουσι
νυν πενιχροί καλύβαι, δηκτικοί δε κύνες εφορμώσι κατά τους νεήλυδος και τους
αρχαίους χρόνους ονειροπολούντος ξένου αποδημητού. Ουδέν ήττον όμως αισθάνεται
μεγάλην τέρψιν ο της αρχαίας Ελλάδος εραστής, ιστάμενος επί του ιερού χώρου, εν
ω ο ευφυέστατος ελληνικός λαός διετέλει γεραιρών λατρεύων τον μέγαν αυτού θεόν.
Εκπρεπώς έλαμπον ενθάδε οι στύλοι του προνάου, κεκοσμημένοι διά των χρυσών
ασπίδων, ας οι Έλληνες εκόσμισαν λάφυρα παρά των βαρβάρων.
Την εισερχόμενον εχαιρέτιζον τα σοφά
παραγγέλματα των επτά σοφών «γνώθι σαυτόν» προσεφώνει αυτώ ο Χίλων εκ της
Σπάρτης. Υπήρχεν αυτόθι και ανδριάς του Ομήρου, ως πρωτοστάτου του ελληνικού
θρησκεύματος και του ελληνικού βίου. Εντός του ναού, εν τω σηκώ, ανέκειντο τα
εικονίσματα του Διός και του Απόλλωνος και τις θρόνοις, εφ’ εύ ο Πίνδαρος
έμελψε τους ύμνους αυτού προς τιμήν του Θεού» Ούτω περιγράφει ο κ. Στέιγερ διά
μακρών την εσωτερικήν διασκευήν του περιπύστου μαντείου, ένθα Έλληνες και
βάρβαροι έπεμπον τα κάλλιστα και τιμαλφέστατον αναθημάτων. Ενιαχού δε
παρενείρει και σκέψεις τινάς περί των αγροτών «Περί την ογδόην εσπερινήν ώραν
αφικόμεθα (λέγει) εις το χωρίον «Καλύβια Αραχωβίτικα». Ο μεν σύντροφός μου
Αμερικανός καταληφθείς υπό ύπνου, απεκοιμήθη, αφ’ ου πρώτον επέδειξεν εις τους
περί αυτόν Έλληνας αγρότας το πολύκανον πιστόλιον του αλλ’ η γελοία αύτη
επίδειξις ενεποίησεν εις τους παρεστώντας φαιδρότητα, νοήσαντας την όλως
περιττήν ταύτην προφύλαξιν. Εν τω μεταξύ δε εγώ συνδιελέχθη προς δύο καλούς
καγαθούς χωρικούς, ασμένως δε ήκουσα παρά τούτων λεγόμενον ότι οι Έλληνες και
οι Γερμανοί είναι έθνη συγγενή προς άλληλα. Το πρώτον εν Πελοποννήσω με
κατέπληξε το άκουσμα τούτο, τοσούτω μάλλον όσω δεν ήτο δυνατόν να φαντασθώ ότι
οι Έλληνες αγρόται εγίνωσκον τα κατά την αρχέγονον ινδογερμανικήν συγγένειαν.
Νυν όμως έμαθον ωσαυτώς ότι διά του
γάμου του πρίγκηπος διαδόχου και της γερμανής βασιλόπαιδος η παλαιά συγγένεια
προέβη μέχρις αγχιστείας. Οι χωρικοί του Καστρί ελάλησαν μετά τινος διαφέροντος
και περί του πρίγκηπος Βίσμαρκ, όστις ήκιστα μεν (κατ’ αυτούς) ηγάπησε την
Ελλάδα, εκώλυσε δε και τους Έλληνας να νικήσωσι τους Τούρκους. Αφ’ ου είπον
προς αυτούς ότι είμαι Γερμανός εκ Βαυαρίας, εμνημόνευσαν μετά συμπαθείας του
βασιλέως Όθωνος, πάντες δε εκ συμφώνου ωμολογήσαμεν ότι ο ελληνικός λαός
παρεγνώρισε την αγαθήν του άνακτος εκείνου προαίρεσιν. Επίσης εγίνωσκον οι εν
Δελφοίς αγρόται τα κατά τον μέγαν γαλλογερμανικόν πόλεμον, ήθελον δε να μαθώσι
ποτε θα γίνη έναρξις του νέου αναποφεύκτου πολέμου. Εβεβαίωσα αυτούς ότι οι
ομογενείς μου Γερμανοί είναι το ειρηνικώτατον των εθνών, αλλά το κύριον ζήτημα
ήτο τότε το περί Τρικούπη και Δηληγιάννη. Επέκειντο αι βουλευτικαί εκλογαί, η
φλογέρα δε εμπάθεια μεθ’ ης ο βουλευτικός αγών διεξάγεται εν Ελλάδι δεν δύναται
να νοηθή παρ’ ημίν τοις Γερμανοίς, οίτινες συνήθως ασμενίζομεν αφιστάμενοι των
εκλογών. Και το απλοϊκόν ζήτημα, αν η Γερμανία είναι περικαλλεστέρα της
Ελλάδος, απερρίφθη πλέον ή άπαξ. Ο Έλλην ευφροσύνως πάντοτε καλεί την πατρίδα
του «ωραίαν Ελλάδα» η φράσις δε αύτη είναι ουδέν ήττον τυπική ή la belle France
παρά τοις Γάλλοις, και la bella Italia παρά τοις Ιταλοίς».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “Παληγγενεσία” 2, 23/7/1891.