Πεντήκοντα παρήλθον έτη αφ’ ότου ο
Οδοφρέδος Μύλλερος και ο Ερνέστος Κούρτιος επεσκέψαντο και ηρεύνησαν τον ιερόν
των Δελφών χώρον, ένθα εκείνος μεν κατελήφθη υπό θανατηφόρου νοσήματος, ούτος
δε, του Μυλλέρου ευτυχέστερος, έλαβεν αφορμήν προς έκδοσιν των πολυτίμων
«Δελφικών Ανεκδότων» - έκτοτε δε ουδεμία σχεδόν εγένετο σπουδαία και κανονική
αρχαιολογική έρευνα περί της τοπογραφικής διαφωτίσεως του πανελληνίου
χρηστηρίου. Αλλ’ εκ των μετ’ ου πολύ αρχομένων ανασκαφών υπό της Αθήνησι
γαλλικής σχολής, ο αρχαιολογικός κόσμος απεκδέχεται πολλάς και σπουδαίας
ανακαλύψεις, και ήδη Γερμανοί και άλλοι λόγιοι οιονεί προτρέχοντες των Γάλλων
αρχαιολόγων καταβαίνουσιν εις Δελφούς συχνότερον ή πριν και φιλοτιμούνται
παντοίω τρόπω να ερευνήσωσι και περιγράψωσι την έτι και νυν δυσπρόσιτον εν
πολλοίς Δελφικήν χώραν, ήτις υπήρξε το πάλαι πάντων των Ελλήνων το πολυύμνητον
προσκυνητήριον.
Εκ των καθ’ ημάς Γερμανών
εμβριθεστάτας περί Δελφών διατριβάς εδημοσίευσε κατ’ εξοχήν ο καθηγητής Πομτώβ
αλλά και η κατά τον Οκτώβριον του παρελθόντος έτους γενομένη αυτόσε και εις την
«Γενικήν Εφημερίδα» του Μονάχου τη 14 Ιουλίου καταχωρισθείσα περιήγησις υπό του
διδάκτορος Στέιγερ είναι χαριεστάτη διότι ουδεμίαν έχουσαν αξίωσιν
αρχαιολογικής ερεύνης, αφηγείται απλώς και χωρίς κριτικής παρασκευής τας
εντυπώσεις βραχυχρονίου κατά την Φωκίδα περιοδείας.