Μια αδιάκοπη, αλλά όχι αθώα, Πρωταπριλιά
H λέξη κάπηλος (παράγωγο του ουσιαστικού κάπη = μικρό
τεμάχιο - που σύμφωνα με τον Ησύχιο σημαίνει τροφή - και κάπητον = βοσκή, νομή
και χόρτος, όλα δε αυτά ομόρριζα του
ρήματος κάπτω = τρώγω γρήγορα, το γνωστό μας χάπτω > χάβω) σημαίνει τον
μικροπωλητή, τον μεταπράτη και γυρολόγο, κυρίως όμως αυτόν που διατηρεί
καπηλείον, στο οποίο, τα παλιά χρόνια, δεν πουλιόταν μόνον κρασί, αλλά και τροφές καθώς και άλλα
μικροπράγματα.
Επειδή στο μικρεμπόριο, στους γυρολόγους
και στα καπηλειά ενδημεί η νοθεία και ανθίζει η απατεωνιά, πολύ περισσότερο από
ό,τι στο κυρίως εμπόριο, όπου η εμπορική πίστις είναι σημαντική προϋπόθεση, για
να σταθεί κανείς επί μακρόν στον κλάδο αυτό, κάπηλος κατέληξε να σημαίνει: τον
απατεώνα, το δόλιο και τον πανούργο και στη συνέχεια, σε ένα ανώτερο επίπεδο, αυτόν που
εκμεταλλεύεται ιδεώδη, αξίες, ιδανικά και αξιώματα για ιδιοτελείς σκοπούς.
Αυτού του είδους οι κάπηλοι είναι η μεγάλη
πληγή, ουσιαστικά μάστιγα για όσες κοινωνίες δεν είναι αναπτυγμένες, αφού σ’
αυτές δεν λειτουργούν καλά τα αντανακλαστικά του λαού.
Τους συναντάς παντού γύρω σου π.χ. :