Μαυρόπουλος Χρίστος
Χρονογράφημα
Στρατάριζε ο ανθρωπάκος τούτες τις
τελευταίες εβδομάδες, περιδιαβαίνοντας την αγορά, τις γειτονιές...Έμπανε στα
μαγαζιά, κουβέντιαζε με τους μπαρμπέρηδες, τα χασαπάκια, τους
μπαλωματήδες...Στα σαπουναριά "έκοβε", μια στάλα να ξαποστάσει κι
ύστερα δώστου πάλι στις ανηδοριές!
Και πήγαινε σπίτι βροντοχτυπώντας
πόρτες και κουδούνια. Βγαίναν κυράδες με τα μπικουτί στα μαλλιά τους...Άλλες με
ρόμπες κόκκινες και τα λαγγόνια τους καλόσχημα... Κάποιες ουρί παραδεισένια, με
ανύπνωτο, σπαρταριστό τον κόρφο τους...Κι ήσαντε και λιγοστές θαρρείς
οργισμένες πεθερές, που τον ξαπόστελναν με βιάση κι αγριάδα!
Κι αυτός, σπαθάτος, γλυκομίλητος,
πίσωπατώντας ώρες ώρες πόριζε με φιοριτούρες και χαμόγελα.
Ποιός ήταν τούτος πάλι; Τι γύρευε κι
ανάβραζε την πολιτεία από τον πάτο ως την κορφή;
"Κάτι πουλάςι", είπε ο
Στρατής εκεί που κάθονταν με τους βλάμηδες στον καφενέ.
"Ίσως και να γυρεύει
κάποιονε", πέταξε ο Αντώνης.
"Ζήτουλας μωτέ, με τέτοια
αρματωσιά;" αφιονίστηκε ο γερό Βαγγέλης και συνέχισε μπαρουτιασμένος.
"Δε θωρείτε τη γκρίζα κουστουμιά
που φορεί, το τριζάτο, ασπροκόκκινο σκαρπίνι, τη σταχτερή ρεμπούπλικα που κάνει
στράκες στην κεφαλή του;"
Ώσπου βρέθηκε ο ξερόλας και λύθηκε το
μυστήριο.
Ο γιος της κυρά Βγενιάς, το μαγκάκι της
αγοράς αλλά και πολυσπουδαγμένο στα ξωχώρια!
"Για τις εκλογές. Έχει έρθει και
μιλάει για τις εκλογές, δίνει και φυλλάδια με φωτογραφίες υποψηφίων", είπε
κι όλοι μερέψαν μονομιάς.
"Χμ, χμ, κομματάρχης
δηλαδή", μουρμούρισε ο Ανάργυρος.
"Δεν υπάρχουνε πλιόνε
κομματάρχες".
"Κι αυτός τι είναι;"
"Φερτός είναι. Μπορεί όμως κι ο
ίδιος να είναι υποψήφιος και κάνει τη γύρα του".
"Μ' αυτά τα κάνουν στην
Αθήνα".
"Γιατί μονάχα στην Αθήνα
ψηφίζουνε; Κι ύστερα λησμονάτε το πιο σπουδαίο", είπε το πολυσπυδαγμένο
μαγκάκι.
"Και πιο είναι αυτό;",
ρώτησε με περιέργεια ο Στρατής.
"Οι γυναίκες! Οι γυναίκες
μαζεύονται από τους εμορφοστολισμένους και παρφουμαρισμένους υποψήφιους και
πιότερο σαν τους θωρούν στην πόρτα τους. Κι αν βγαίνει και στο γυαλί, ε, τότε
ψηφίζουν ασκαρδαμιχτί", συμπλήρωσε ο γιος της κυρά Βγενιάς και πόρισε για
τον πέρα κεφενέ!
Κι ο ανθρωπάκος μας δώστου απάνω,
κάτω, πέρα δώθε και το κουβεντολόϊ στα μαγαζιά, στα σπιτικά, να σέρνεται και ν'
αβγαταίνει.
Άγγιζε τις σκοτούρες τους, τις
έγνοιες τους, τα όνειρα τους και νά 'χει και τον Αλβανό, τον κουλουρά, να
ξεφωνίζει κάθε τόσο, "κουλούρια...όποιος τρώει, ξανατρώει κι όποιος έχει
παίρνει", και να του χαλάει την κουβέντα.
Ώσπου ξημέρωσε η μεγάλη Κυριακή.
Στήθηκε λοιπόν ο κόσμος στην αράδα,
σαν τα πρόβατα στο σταλό, την ώρα του αρμέγματος!
Θα γράφουνε στο κατόπι για τούτη την
Κυριακά, δημοσιογράφοι, ιστορικοί, ΄σνθρωποι άλλοι...
Για το ΡΩΜΑΪΚΟ ΧΙΤΩΝΑ που σκέπαζε και
σκεπάζει τ' αυτιά της εξουσίας, γι' αυτό και ποτές της δεν άκουσε το βογγητό
του ΛΑΟΥ!
ΠΗΓΗ:http://vivi.pblogs.gr/