Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

1926: Mια ωραία πανήγυρις εις την Αράχωβαν



Ἀράχωβα (Ἔκτακτος ἀνταπόκρισις). Ἡ πόλις, ἡ ὁποία κατέχει τὸ δυτικόν ἄκρον τῆς Ἀττικοβοιωτίας ἔχει τὸ  πλεονέκτημα νὰ ἀναπνέῃ τὴν αὔραν τοῦ Παρνασσοῦ εἰς ὕψος χιλίων μέτρων ὑπέρ τὴν θάλασσαν. Ἐάν μάλιστα οἱ ὑπερχίλιαι αὐτῆς οἰκίαι δὲν ἦσαν τόσον πυκνά κατασκευασμέναι, ἡ Ἀράχωβα θὰ ἦτο ἀληθής Ἑλβετική πόλις γραφικῶς περιχαρακωμένη ὑπό λοφοσειρῶν τοῦ Παρνασσοῦ, ὧν ὁ χρωματισμός ποικίλλει, ἀλλοῦ μὲν παρατηρουμένης δασώδους ἐξ ἐλάτων ἐκτάσεως καὶ μελανῆς ἐκ τῆς πυκνότητος τῶν δένδρων, ἀλλαχόθι δὲ διά μιᾶς πρασινάδας καὶ ἀλλοῦ καταστίκτου ὑπό στιβάδων ζωηρῶν ἐκ συμπεπυκνωμένης χιόνος.
    Βλέπει τις κατά τὸν περίπατόν του ἀπειρίαν λόφων ἐκ πρασινωπῶν ἀμπελώνων γραφικωτάτων καὶ ἐκτεταμένων ἐνιαχοῦ διακοπτομένων ὑπό λευκαζόντων ἀγρῶν, ὥστε τὸ πᾶν νὰ ἐμφαίνῃ ἕνα παμμέγιστον τάπητα πολυτελέστατον καὶ θαυμαστὸν, ὅν ὑποστηρίζει ἀπέραντος ἐλαιών διαυλακούμενος ὑπό χαραδρῶν. καὶ ὑδάτων, ἅτινα στολίζουσι τὴν ὅλην περιφέρειαν κατά τρόπον ἀληθῶς μαγευτικόν.
    Εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος τῆς πόλεως ὀρθοῦται ὑπερήφανος καὶ μεγαλοπρεπής ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου - διά τὴν μνήμην τοῦ ὁποίου ἡ πόλις ὁλόκληρος θυσιάζει κατ’ ἔτος ἀμνούς ὀβελίας καθ’ ὁμάδας ψηνομένους κατά παλαιοτάτην συνήθειαν.
    Συρρέει πλῆθος ὁλόκληρον ξένων πάσης προελεύσεως φιλοξενούμενον ὑπό τῶν Ἀραχωβιτῶν, οἵτινες ἀνοίγουσι διάπλατα τὰς οἰκίας των, ἀλλά καὶ συγχρόνως τὰ οἰνοβάρελα  αὐτῶν, ὥστε νὰ ὑπερχειλίζῃ ἡ φιλοξενία καὶ ἡ αἰσθηματολογία  τῆς Ἀραχώβης ἀκμαία καὶ ζωηρά πάντοτε.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου





Της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα

[…]
«ΑΥΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1940, που άρχισε ανέλπιστα ο πόλεμος. Ένα ξάφνιασμα στην αρχή σε όλο το χωριό και μια βουβαμάρα όταν άρχισαν να χτυπάνε ασταμάτητα οι καμπάνες και από τις δύο εκκλησίες. Μετά, φωνές σαστισμένες, τρομάρα, ανακατωσούρα παντού. Ο κόσμος τα είχε χαμένα.

Έστειλαν την Κατερίνη της Αλτάνας μοναχή της στο Καστρούλι, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια, να πάει να πει στον μπάρμπα της τον Θεοχάρη, που ήταν στο αμπέλι, ότι έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στο χωριό γιατί τον ζητούσαν για το μέτωπο. Ήταν η εποχή του τρύγου.

«Τι είναι, ωρέ; Τι γίνεται;» τη ρωτούσαν οι αγωγιάτες, που ανέβαζαν στο χωριό φόρτωμα τις κόφες και τα σακιά με τα σταφύλια από τα αμπέλια. Οι καμπάνες και των δύο εκκλησιών δεν σταμάτησαν από το μεσημέρι και μετά να χτυπάνε ασταμάτητα. Ο κόσμος που ήταν στα αμπέλια ανησύχησε και κοιτούσαν κατά το χωριό, μπας και έβλεπαν καπνό, σημάδι ότι κάποιο σπίτι καιγόταν. Ήταν συνήθεια να χτυπούν οι καμπάνες και να καλούν τον κόσμο να τρέξει σε βοήθεια για να σβηστεί η φωτιά. Ετούτη η φωτιά όμως που άναψε εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη του 1940 δεν θα έσβηνε εύκολα…

«Πόλεμος! Πόλεμος!» τους απαντούσε εκείνη με κλάματα. «Πάω να πω στον μπάρμπα μου πως τον ζητάνε για το μέτωπο…»

Σε λίγο οι πρώτες κλάσεις άρχισαν να φεύγουν, μαζί και ο μπαρμπα-Θεοχάρης, ο αδελφός της Αλτάνας. Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με φορτηγά. Στα «Μαύρα Λιθάρια», στην ανατολική άκρη του χωριού, είχαν μαζευτεί τα γυναικόπαιδα και με κλάματα και μοιρολόγια αποχαιρετούσαν με μαντίλια αυτούς που έφευγαν για το μέτωπο. Και ήταν πολλοί από το χωριό, όπως και πολλοί ήταν αυτοί που δεν ξαναγύρισαν…

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Πιστίλλια και παράνταλα



Τώρα, που o covid-19 μάς έχει κάνει … «πιστίλλια» και  απαγορεύεται σε όλους μας να πάρουμε τα… «παράνταλα» για να ξεδώσουμε, ας σκεφτούμε τρόπους διαχείρισης της κλεισούρας μας, ώστε να τηρήσουμε μέχρι τέλους και με ευλάβεια το σωτήριο: «μένουμε σπίτι».
Θα πείτε, τέτοιες μέρες - τέτοιες ώρες, τι να κάνουμε; Ας εφαρμόσουμε, μεταφορικά, αυτό που έκαναν παλιότερα στο χωριό μας οι πατεράδες και οι παππούδες μας, όταν είχε κακοκαιρία το χειμώνα. Τι έκαναν; Κατέβαιναν και συγύριζαν το κατώι τους! Το «μέσα» και το «έξω»,με σκούπισμα, με συμμάζεμα, με μικρομαστορέματα και μικροδιαρρυθμίσεις.
Έτσι κι εμείς σήμερα, πέρα από το τυχόν συγύρισμα του κανονικού σπιτιού, μπορούμε να συγυρίσουμε και το «πνευματικό μας κατώι» (π.χ. βιβλιοθήκες) με διάβασμα,  με κάτι πιο δημιουργικό, όσοι μπορούν, χωρίς να καθόμαστε παθητικά μπροστά στην τηλεόραση και χάνουμε το κέφι μας, ακούγοντας τόσα απανωτά δυσάρεστα απ’ όλο τον κόσμο.